Σου προτείνω να κάνεις ένα πείραμα: Βάλε μια ομάδα ενηλίκων γύρω από ένα τραπέζι και πες τους μόνο μία λέξη: «Δουλειά». Αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι το χάος. Αυτή η μικρή αντικειμενικά λέξη θα πυροδοτήσει γρήγορα μια «καυτή» συζήτηση. Το πιθανότερο είναι ότι θα κυριαρχήσουν τα παράπονα, που θα διαδέχονται το ένα το άλλο, ανεξάρτητα από ποιον επαγγελματικό κλάδο προέρχεται ο καθένας.

Κι αυτή είναι μια αλήθεια: Τα πράγματα στον επαγγελματικό στίβο σήμερα δεν είναι καλά. Η ανεργία παραμένει στα ύψη, οι μισθοί είναι χαμηλοί, οι πιθανότητες ανέλιξης είναι σχεδόν μηδαμινές, τα καθήκοντα γίνονται όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένα και όλο και λιγότερο δημιουργικά και η τοξικότητα και ο ανταγωνισμός έρχονται να συμπληρώσουν ένα ούτως ή άλλως προβληματικό εργασιακό τοπίο. Έτσι, όποιο παράπονο κι αν ακούγεται, είναι πιθανότατα δίκαιο και δικαιολογημένο.

Είναι, λοιπόν, όλα τόσο χάλια;

Η απόφασή μου να γράψω αυτό το κείμενο ήρθε μετά από ένα περιστατικό εκφοβισμού που δέχθηκα από έναν γείτονά μου και κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα. Τότε δεν το γνώριζα, όμως λίγο καιρό αργότερα, αυτό το κείμενο επρόκειτο να λάβει ακόμη μεγαλύτερες και πιο σημαντικές διαστάσεις.

Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή: Το φαινόμενο «νταής» είναι δυστυχώς σύνηθες στις μέρες μας. Ήταν, λοιπόν, σχεδόν μοιραίο ότι κάποια στιγμή θα ερχόμουν αντιμέτωπη με αυτό. Αδυνατώντας να βγάλω άκρη με το παράλογο, στράφηκα στους δικούς μου ανθρώπους, έχοντας ανάγκη από μια συμβουλή. Μέσα τους, όμως, είχε φωλιάσει ο φόβος. «Δε τα βάζεις με τρελούς», μου είπαν, προτείνοντάς μου, άθελά τους, να δεχθώ την αδικία χωρίς να αντιδράσω. Αυτή η σκέψη με δυσκόλεψε πολύ κι έτσι συνέχισα να αναζητώ μια πιο αποτελεσματική συμβουλή, λίγη στήριξη, τη μαχητικότητα που χρειαζόμουν να δω στα μάτια κάποιου άλλου για να παλέψω. Δε τη βρήκα.

Μέχρι που, ένα απόγευμα Κυριακής, αποφάσισα να στραφώ στους συναδέλφους μου. Οι άμεσα σχετιζόμενοι με εμένα συνάδελφοι με παρέπεμψαν σε ένα άλλο, πιο κατάλληλο, αλλά εντελώς άγνωστο σ’ εμένα άτομο από τη δουλειά. Κατάπια τη ντροπή μου για το κυριακάτικο τηλεφώνημα κι έκανα την κλήση. Η ανταπόκρισή του ήταν σχεδόν συγκινητική. Χωρίς να με ξέρει, μου προσέφερε το χέρι βοηθείας που χρειαζόμουν. Ένα χέρι βοηθείας που δεν είχε έρθει από εκεί όπου περίμενα, αλλά από κάποιον άγνωστο, που δε δίστασε να μεσολαβήσει ο ίδιος για να μου προσφέρει τη βοήθεια που χρειαζόμουν. Έτσι μερικά λεπτά συνομιλίας σε μια τηλεφωνική γραμμή μου έδωσαν πίσω όλη τη δύναμη που είχα χάσει τις τελευταίες ημέρες και γέννησαν μέσα μου την ανάγκη γι’ αυτό το κείμενο.

Με πρόλαβαν, όμως, οι εξελίξεις, καθώς ένας πολύ δικός μου άνθρωπος νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο σε σοβαρή κατάσταση. Όλα έγιναν ξαφνικά. Τα προηγούμενα προβλήματα έμοιαζαν ξαφνικά αστεία. Το θέμα του γείτονα «πάγωσε», δεν υπήρχε πια χρόνος, αλλά ούτε κι ενέργεια να περισσεύει για να σπαταληθεί σε αυτόν.

Περιττό να γράψει κανείς για την κατάσταση που επικρατεί στα ελληνικά νοσοκομεία. Είναι αυτή που ξέρεις ή που φαντάζεσαι κι ακόμη χειρότερα. Έλλειψη προσωπικού, εξοπλισμού, εξετάσεις που αργούν να γίνουν και διαγνώσεις που δεν έρχονται παρά μόνο με υπερβάλλουσα επιμονή. Οι συνοδοί των ασθενών αναγκάζονται να γίνουν οι ίδιοι νοσηλευτές, για να φροντίσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Κι όταν ένας δικός σου άνθρωπος χρειάζεται να τα υποστεί όλα αυτά, «παγώνεις», νιώθεις αδύναμος να αντιδράσεις. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για εκείνους που βρίσκονται καθημερινά δίπλα σου, που έχουν μάθει να «διαβάζουν» τις συμπεριφορές σου και να ξέρουν, ίσως καλύτερα κι από σένα τον ίδιο, πότε είσαι καλά και πότε όχι. Κι από μια πιο ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη θέση, μπορούν να σταθούν αρωγοί στο πρόβλημά σου και να σου δώσουν τις λύσεις που εσύ αδυνατείς να δώσεις μόνος σου. Έτσι έγινε και σ’ αυτή την περίπτωση. Η λύση στο πρόβλημά μου είχε έρθει και πάλι από εκεί που δε το περίμενα, από τους συναδέλφους.

Έχουμε στο μυαλό μας τις επαγγελματικές μας σχέσεις ως επαφές τυπικές, που ορίζονται από το ωράριο 9-5. Όσο συχνά, όμως, η δουλειά ξεφεύγει από αυτό το αυστηρά οριοθετημένο ωράριο, το ίδιο συχνά ξεφεύγουν και οι ανθρώπινες σχέσεις, κι από τυπικές μετατρέπονται σε βαθιά ουσιαστικές. Σήμερα, άλλωστε, περνάμε τόσο χρόνο από τη ζωή μας στη δουλειά, που, σχεδόν μοιραία, μοιραζόμαστε περισσότερο χρόνο με τους συναδέλφους, παρά με τις οικογένειές μας. Τα προβλήματα και οι ανησυχίες μας είναι κοινά, η δημιουργικότητά μας επικεντρώνεται στα ίδια πράγματα. Έτσι, συχνά, μπορούν να μας καταλάβουν καλύτερα ακόμη κι απ’ αυτούς που μας αγαπούν πιο πολύ.

Λοιπόν, ναι, οι συνάδελφοι είναι μια σύγχρονη μορφή οικογένειας. Και ναι, δεν θα είναι όλοι οι συνάδελφοι καλοπροαίρετοι και υποστηρικτικοί. Όμως κάπου, μέσα στο εργασιακό χάος, θα υπάρχουν κι εκείνοι που ξεχωρίζουν. Και θα τους καταλάβεις, γιατί έχουν μια διακριτική λάμψη, σαν μικρά διαμαντάκια. Κι αν δε τους ξεχωρίσεις μεμιάς, τότε θα έρθει εκείνη η στιγμή που θα νιώθεις ότι δεν έχεις πραγματικά κανέναν άλλο στο πλευρό σου. Και τότε, ίσως, η υποστήριξη θα έρθει από εκεί που δε το περιμένεις…