Ήταν θυμάμαι μια ανοιξιάτικη μέρα σαν όλες τις άλλες, από εκείνες που σε προϊδεάζουν για τα μπάνια στη θάλασσα και τα παγωτά στη παραλία. Ήμουν 13 χρονών και διάβαζα Αγγλικά, η μαμά μου σιδέρωνε και ο αδελφός μου έβλεπε τηλεόραση και πολύ απλά σιδερώνοντας τη πιέτα της φούστας η μαμά μου μου ανακοίνωσε ότι ο μπαμπάς δεν θα ξαναέρθει, έχει άλλη οικογένεια. Συγκεκριμένα είχε ήδη μια οικογένεια, εμείς είμαστε η δεύτερη η μυστική και τώρα επειδή το έμαθε η μαμά των άλλων παιδιών του μπαμπά, δεν θα μπορούσε να ξαναέρθει.
Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι τι την έκανε να μου ανακοινώσει κάτι τέτοιο τόσο φυσικά, αλλά θυμάμαι αμυδρά το χέρι που έσφιγγε το σίδερο, τη τρεμάμενη φωνή και το δάκρυ που πάλευε να ελευθερωθεί. Σήμερα καταλαβαίνω ότι μάλλον έψαχνε πολύ καιρό τον τρόπο να μου το πει, ο αδελφός μου μεγαλύτερος το ήξερε ήδη και αποφάσισε ότι ίσως το πιο καλό είναι να μου το πει με τον ίδιο τρόπο που θα με ρώταγε αν διάβασα τα μαθήματά μου. Τη δική μου αντίδραση δεν μπορώ να την ανακαλέσω, ίσως με την αθώα μου καρδιά χαιρόμουν που είχα και άλλα αδέλφια που δεν θα μου έπαιρναν τα παιχνίδια όπως ο αδελφός που είχα ήδη ή κάτι τέτοιο. Τα αδέλφια τελικά ποτέ δεν τα γνώρισα και αν δεν κάνω και λάθος είμαι και θεία με ανίψια που ποτέ επίσης μάλλον δεν θα γνωρίσω.
Η εικόνα που είχα για τον μπαμπά μου μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν εκείνου του ψηλού κυρίου που ερχόταν κάθε δεύτερο Σάββατο να μας πάει λούνα παρκ και μετά για σουβλάκια, που κοιτούσε τη μαμά μου με έναν τρόπο που πέρασαν πολλά χρόνια για να με κοιτάξει κάποιος, αυτό του ερωτευμένου άνδρα. Ακόμα και σήμερα θυμάμαι το πάθος με το οποίο την αγκάλιαζε όταν εμείς βουτούσαμε με τα μούτρα στις πατάτες τηγανιτές και τσακωνόμασταν για το τελευταίο καλαμάκι. Παρόλο όμως που την ερωτεύθηκε την άφησε να σηκώνει τον σταυρό μόνη της. Μόνη της με δύο παιδιά να μεγαλώνει και με δουλειά από το σπίτι γιατί δεν υπήρχε γιαγιά να μας αφήσει ούτε η οικονομική δυνατότητα να προσλάβει γυναίκα. Παρόλα αυτά ήταν αξιοπρεπέστατη, ποτέ δεν ζήτησε βοήθεια, ποτέ δεν παρακάλεσε, ποτέ δεν μας στέρησε τίποτα από ό,τι είχαν τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μας. Ποτέ δεν κατηγόρησε τον μπαμπά μας στη προσπάθειά της να έχουμε μια όμορφη εικόνα για αυτόν. Ήρωας η μαμά μου, από εκείνους που δεν βουτάνε σε φωτιές, ούτε πολεμάνε σε μάχες, αλλά ξυπνάνε 5 το πρωί για να μαγειρέψουν και κοιμούνται στη 1 το βράδυ έχοντας πλύνει και το τελευταίο πιάτο.
Ο μπαμπάς ξαναήρθε. Ήμουν 18 και δούλευα στη πρωινή μου δουλειά. Με το που ενηλικιώθηκα έκανα τρεις δουλειές γιατί οι δυνάμεις της μαμάς χάνονταν μέρα με τη μέρα και δεν άντεχε να ράψει και άλλο ρούχο στην απαιτητική πελάτισσα που και ψεύδεται και τρώει. Ήρθε ακάλεστος ένα πρωί στο σπίτι μας και μου τηλεφώνησε ο αδελφός μου έντρομος. Είχαμε να τον δούμε πέντε χρόνια, παρόλα αυτά όταν με αντίκρυσε και είδε ότι το κοριτσάκι είχε γίνει γυναίκα πια, το μόνο πράγμα που είχε να με ρωτήσει δεν ήταν πως είμαι, αν σπουδάζω, αλλά αν η μαμά μου έχει σχέση. Ήταν το μόνο που τον ένοιαζε. Το επόμενο που θυμάμαι είναι τη πόρτα να κλείνει δυνατά πίσω μου και τη σπασμένη από λυγμούς φωνή μου να φωνάζει στη μαμά μου πάρε με όταν φύγει για να έρθω.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Σήμερα δεν ξέρω αν ζει ή όχι, που βρίσκονται τα αδέλφια μου και η άλλη μαμά. Το αν μου έχει αφήσει απωθημένα ή όχι δεν ξέρω, μπορεί και η ανάγκη μου να γράψω για αυτό κάτι να σημαίνει. Όπως και να έχει είναι ο πατέρας μου, αλλά στο συμπέρασμα που με κάνει να καταλήξω είναι ότι δεν χρειάζεται όλοι οι ερωτευμένοι άντρες να γίνονται πατέρες, δεν χρειάζεται να τεκνοποιούν για να δεσμεύσουν τη γυναίκα που έχουν ερωτευθεί, γιατί γεννιούνται ψυχές, άνθρωποι νέοι που επιφορτίζονται με προβλήματα που κάποιος άλλος δημιούργησε για αυτούς και ζουν με συμπλέγματα και ανασφάλειες, εκτός αν μπορέσουν εγκαίρως να τα εντοπίσουν και να τα διαχειριστούν. Γιατί το παιδί έχει ανάγκη και τους δύο του γονείς, για αυτό και χρειάζονται δύο για να το φτιάξουν, αλλά αρκεί ακόμα και ο ένας για να το καταστρέψει.