Την περασμένη Παρασκευή την περίμενα πώς και πώς. Γενικά τις ημέρες με τις φίλες μου τις περιμένω πώς και πώς. Έχω δύο επιστήθιες φίλες. Την Μαρίτα με την οποία είμαστε από 0 ετών μαζί – εγώ από 0 μείον ένα και εκείνη από 0 συν ένα. Έχουμε έναν χρόνο διαφορά και την Αλεξάνδρα, 2 χρόνια μεγαλύτερή μου, με την οποία γνωριζόμαστε από το σχολείο.
Η Μαρίτα έχει τον Τζίτζη όπως τον αποκαλεί (Γιώργο θα το ονομάσουνε το πάνγλυκο πλάσμα αυτό) και είναι 6 μηνών και η Άλεξ έχει την 11 μηνών και μέλλουσα βαφτιστήρα μου, με τα πελώρια μάγουλα, Λυδία.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους όπως αντιλαμβάνεστε ήμουν κι εγώ εκεί. (Όπως άλλωστε πάντοτε η μια στη ζωή της άλλης). Πάντα μου προκαλούσαν την περιέργεια οι γυναίκες σε ενδιαφέρουσα και είχα πολλές ερωτήσεις να τους κάνω, αλλά ποτέ ως τώρα δεν ήταν «δικές μου φίλες» οπότε τώρα είχα την τέλεια ευκαιρία να τις ”ξεκάνω” με τις ατελείωτες ερωτήσεις μου.
Δεν θυμάμαι ποτέ να σκέφτομαι σε αυτές μας τις ”έγκυες” συναντήσεις (τις δικές τους έγκυες καταστάσεις) «ώχου Θεέ μου βαρεμάρα πάλι για τις κοιλιές τους λένε και τα μελλοντικά τους μωρά»
Ποτέ. Ίσα ίσα μου φαινόταν συναρπαστικό ότι μέσα σε αυτές τις τέλειες, στρογγυλές κοιλιές, είχαν κάτι ζωντανό, ένα μικρό ανθρωπάκι που σύντομα θα μεγαλώναμε «όλοι μαζί» και δεν εννοώ με μοτίβο κοινόβιου – εννοώ ότι τα παιδάκια της παρέας μεγαλώνουν με τους φίλους τους γονιών τους. Άλλες σκέψεις έκανα. Ωχ κάποτε έτσι με έβλεπαν οι συνάδελφοι του πατέρα μου στο γραφείο του και τώρα έτσι θα βλέπω τα παιδιά των φίλων μου (άρα αλλάζουμε κεφάλαιο) – ωχ θα τις «χάσω» από φίλες διότι τώρα θα έχουν άλλες προτεραιότητες και θα μου λείψουν (άρα δεν θα μπορώ να τις πρήζω με την κάθε μου βλακεία) – ωχ δεν μπορούμε να πιούμε ποτάρες (άρα μειώνονται οι έξοδοί μας μαζί) – ωχ δεν θα μπορέσω να είμαι μαζί τους στις εγκυμοσύνες τους λόγω Covid 19 (σε μια τόσο σημαντική στιγμή δεν θα μπορέσω να είμαι εκεί και θα την χάσω) – μάλιστα είχα πει στην Άλεξ να πάω κάτω από το παράθυρο του μαιευτηρίου να τη δω και μου είχε πει «Tι είναι μωρέ το παιδί, ο Simba να το βγάλω στο παράθυρο – και είχαμε γελάσει πάρα πολύ.
Είμαι αυτή η «χαρούμενη» που τους παίρνει δώρα, φυσικά για να κάνω χαρούμενες τις φίλες μου και όχι τα μωρά τους (γιατί είναι πολύ μικρά για να το αντιληφθούν) και μάλιστα κάνω και το εξής: Aγοράζω ότι μου αρέσει ασχέτως νούμερου και ηλικίας του παιδιού. Πήρα και στα 2, από ένα ζευγάρι παπούτσια, το ένα 29 νούμερο για παιδί 6 μηνών και το άλλο 32 νούμερο για παιδί 11 μηνών. Καμία σχέση δηλαδή. Θυμάμαι να λέω στην Μαρίτα, «όταν το φορέσει ο Τζίτζης αυτό θα έχει γκόμενα και θα περπατάει κανονικά» και στην Αλεξάνδρα, «όταν τα φορέσει η Λυδία θα είναι 5 ετών και θα πηγαίνει σχολείο» και να μου απαντάει η Άλεξ «εντάξει σε 5 χρόνια θα είναι ακόμα στη μόδα τα συγκεκριμένα παπούτσια». Τίποτα, εγώ αλλού ντ΄αλλού. Εξάλλου ρε παιδιά, τα παιδιά μεγαλώνουν τόσο γρήγορα. Εγώ κοιτάω μπροστά. Εντάξει στις συγκεκριμένες δύο περιπτώσεις παρακοίταξα μπροστά. Δε βαριέσαι.
Που λες, πήγαμε στο Ζάππειο την προηγούμενη Παρασκευή
Η Μαρίτα με Τζίτζη η Άλεξ άνευ Λυδίας γιατί είχε κάποιες δουλειές στο κέντρο πριν (να αγοράσει εκείνη δώρα με τη σειρά της στα δικά της βαφτιστήρια και στα βαφτιστήρια του συζύγου της) οπότε άφησε τη μπέμπα με τον άνδρα της. Μ΄αρέσει να αγκαλιάζω τον Τζίτζη. Είναι αγχολυτικός. Ειδικά όταν τον κρατάς αγκαλιά και κάνεις πώς τον ρίχνεις και νιώθει αυτό το κενό λόγω της διαφοράς ύψους, γελάει και γελάω κι εγώ. Εγώ γελάω πιο πολύ. Και είναι αυτό το γέλιο μου, το γέλιο που βγαίνει από μέσα. Μέσα από την ψυχή μου όχι από το στομάχι μου και τις φωνητικές μου χορδές, σαν να είμαι εγώ παιδί. Τα ξεχνάω όλα. Είναι λες και σταματάει ο χρόνος. Μου αρέσει να τον μυρίζω. Να ακούω τους ήχους που βγάζει. Αυτές τις μικρές, ύπουλες φωνίτσες που μοιάζουν με μωρού γατιού. Έχει πλάκα ο Τζίτζης. Αφήνω τον Τζίτζη και πιάνω το κινητό μου γιατί έπρεπε να συντονίσω τον γραφίστα μας σε υλικά που χρειαζόμουν για τη δουλειά και να απαντήσω σε email οπότε απομακρύνθηκα λίγο για να μην τις ζαλίζω και διακόπτω την μεταξύ τους συζήτηση που σαφέστατα ήταν αποκλειστικά για τα παιδιά τους. Όταν τελείωσα με το κινητό μου, επέστρεψα στο παγκάκι που καθόμασταν και μου λέει η Άλεξ «Ρε Δαφνού, βαριέσαι τώρα εσύ που μας ακούς ε;» και της απαντάω, «Όχι, καθόλου μα καθόλου – ίσα ίσα που χαίρομαι διότι όταν έρθει η δική μου η σειρά θα έχω τις καλύτερες δασκάλες».
ΠΡΟΦΑΝΩΣ και μια νέα μαμά – και το καταλάβα καλύτερα τώρα με τις δικές μου φίλες – θα μιλάει συνέχεια για το παιδί της.
Όταν η ζωή της έχει αλλάξει και είναι 24/7 πάνω από το παιδί της, με τα άγχη της, την αμφιβολία αν αυτό που κάνει το κάνει καλά, με τις ανησυχίες της για το σώμα της και την επανένταξή της στη δουλειά και στη ζωή, με την έλλειψη ύπνου της, με τον ελάχιστο έως και καθόλου χρόνο για τον εαυτό της και την αυτοθυσία της – γιατί είναι αυτοθυσία να κάνεις παιδί με την έννοια ότι σε ξεχνάς και αφιερώνεσαι στο παιδί – είναι ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι θα μιλάει γι’ αυτό όπου σταθεί και όπου βρεθεί και είναι ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι το μυαλό της θα είναι πάντα σε αυτό το νέο πλάσμα που προστέθηκε στη ζωή της. Και είναι μαγικό να τις ακούς. Είναι μαγικό να είσαι μαμά. Είναι μαγικό διότι είναι αξιοθαύμαστο. Πιστεύω και νιώθω πως θέλει πολύ κουράγιο και προσωπική δύναμη να απαρνηθείς τον εαυτό σου όπως τον ξέρεις για να φιλοξενήσεις στο – για πάντα σου – έναν, ολοκαίνουριο – του κουτιού – μικρό άνθρωπο.
Στις δικές τους ώρες που τυχαίνει να είσαι και εσύ εκεί, να μη μιλάς για τα δικά σου. Δεν πρέπει. Γιατί μπορεί να τους λείπει η προηγούμενή τους κανονικότητα. Γιατί μπορεί να είναι κουρασμένες και πιεσμένες και να νιώθουν «λίγες» που δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτά που κάποτε μπορούσαν – να λέτε για δουλειά, για σχέσεις και άλλα. Να τις ακούς, να τις νιώθεις και να τους δείχνεις πως είναι το κέντρο του κόσμου, εκείνες και τα ανθρωπάκια τους. Στο κάτω κάτω, εμείς που δεν έχουμε παιδιά (ακόμα ή ποτέ – από επιλογή) μπορούμε πάντα, χωρίς να πούμε κάτι σε κάποιον, να πάμε μια βόλτα. Μόνες μας. Εκείνες μπορεί να μην έχουν αυτή τη δυνατότητα και μπορεί και να μην το θέλουν. Ακόμα ή και ποτέ – από επιλογή.
Με εκτίμηση,
Δ.