Συναντήσαμε τον Πάνο Βλάχο ένα απόγευμα και ήπιαμε καφέ σαν να γνωριζόμασταν καιρό. Μόλις είχε έρθει από τα γυρίσματα της σειράς «Μην αρχίζεις την Μουρμούρα» και αμέσως μετά θα πήγαινε στο θέατρο για να παίξει στην παράσταση ο «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας». Την προηγούμενη μέρα είχε τρέξει στον Μαραθώνιο και ήταν χαρούμενος γιατί έκανε προσωπικό ρεκόρ. Μιλήσαμε μεταξύ άλλων για την Επίδαυρο, τα σχέδια του και τον αθλητισμό. Αν και οι περισσότεροι περιορίζονται στην εξωτερική του εμφάνιση και τον παρουσιάζουν ως άλλον ένα ζεν πρεμιέ, μόλις συζητήσεις μαζί του και τον δεις επί σκηνής, καταβαίνεις πως ο Πάνος Βλάχος είναι καλλιτέχνης.
Την περίοδο αυτή συμμετέχεις στην θεατρική παράσταση «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», ένα λαϊκό έργο για την ζωή της υπαίθρου. Μίλησέ μας για τον ρόλο σου και πως τον προσέγγισες;
Πρόκειται για μια τραγωδία από την νεοελληνική παράδοση και πιο συγκεκριμένα για ένα δραματικό ειδύλλιο που λαμβάνει χώρα στην ελληνική ύπαιθρο. Για εμένα είναι η πρώτη φορά που κάνω κάτι που δεν είναι κωμωδία και γενικά πιστεύω πολύ στις πρώτες φορές και την αγνότητα που κρύβουν. Όταν έρχεσαι σε επαφή με κάτι για πρώτη φορά, είτε αυτό είναι έρωτας είτε κάτι επαγγελματικό, υπάρχει μια μαγεία και μια αθωότητα που καλώς ή κακώς χάνεται αργότερα γιατί παύει και η μοναδικότητά του. Επομένως χαίρομαι πολύ που καταπιάνομαι για πρώτη φορά με δράμα και ειδικά με ένα έργο που έχει διαφορετική τεχνική. Προσέγγισα το ρόλο μου με αλήθεια και καθαρότητα ψυχής γιατί αυτό απαιτεί άλλωστε και το συγκεκριμένο κείμενο. Επιπλέον βρίσκομαι δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς, όπως η Ρένα Πιττακή και η Μαρία Πρωτόπαππα, και είναι τιμή μου να παίζω μαζί τους.
Πρόκειται για ένα έργο αληθινό και αγνό που μιλάει για την αγάπη, τον έρωτα, την πίστη και τον θεό, λέξεις και έννοιες που σήμερα έχουν χαθεί. Οι χαρακτήρες και οι ρόλοι της ελληνικής υπαίθρου λειτουργούσαν στα άκρα και παρόλο που στο έργο παρουσιάζονται εξιδανικευμένοι, ένιωθαν και αισθάνονταν στο έπακρο, κάτι που σήμερα δεν γίνεται. Σήμερα θα σκεφτούμε και την παραμικρή μας κίνηση, ακόμη και ένα άγγιγμα, χάνοντας έτσι το συναίσθημα. Αυτό που με συναρπάζει επίσης είναι πως ο Δημήτρης Κορομηλάς εμπνεύστηκε όλο το έργο από ένα ποίημα και έγραψε πάνω σε αυτό, για αυτό και έχουμε κρατήσει το αρχικό κείμενο και τα τραγούδια παίζουν ζωντανά στην διάρκεια του έργου. Δεν είναι μια παράσταση που βροντοφωνάζει επιστροφή στις ρίζες, ούτε μια φαντεζί υπερπαραγωγή, απλά έχει μείνει ίδια η αρχική της μορφή για να πάρει σάρκα και οστά το κείμενο στο σήμερα.
Ποια είναι η αλήθεια που κρύβει η παράσταση και πως επιδιώκετε να φύγουν οι θεατές μετά το τέλος της;
Η αλήθεια είναι μια παρεξηγημένη λέξη και αν την αναλύσουμε μιλάμε για κάτι που δεν ξεχνιέται (α-λήθη). Έτσι και εμείς στην παράσταση παρουσιάζουμε έναν ξεχασμένο κόσμο και μια άλλη εποχή, που αν την επαναφέρουμε στην μνήμη μας θα γίνει αληθινή. Αν και η σημερινή κοινωνία είναι πιο ανεπτυγμένη αυτό που παρατηρούμε είναι πως τελικά τότε οι άνθρωποι ήταν πιο αληθινοί και ευθείς. Σήμερα δεν δίνουμε βαρύτητα σε ιδέες όπως η πίστη και η αγάπη, οι οποίες τότε ήταν κυρίαρχες. Όμως αν αφαιρέσουμε όλη την τεχνογνωσία και τα σύγχρονα φτιασίδια της εποχής μας, θα δούμε πως το συναίσθημα είναι το ίδιο απλά το έχουμε θάψει πολύ βαθιά. Καλύπτουμε την καθημερινότητά μας με τα περιττά και κρύβουμε τα αληθινά συναισθήματα που όμως πάντα θα υπάρχουν όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αυτό θέλουμε να περάσει στον κόσμο και να καταλάβει πως το συναίσθημα υπάρχει και παραμένει ίδιο αρκεί να το βγάλουμε στην επιφάνεια.
Εκτός από το θέατρο, συμμετέχεις για δεύτερη σεζόν στην τηλεοπτική σειρά «Μην αρχίζεις την Μουρμούρα». Περίμενες ότι θα είχε τόση επιτυχία όταν πρωτοδιάβασες το σενάριο;
Συνήθως δεν είμαι πολύ της σκέψης και δεν προσπαθώ να φανταστώ τι θα έρθει μετά. Μένω στο τώρα και ζω αυτό που γίνεται, οπότε το ίδιο συμβαίνει και στα επαγγελματικά μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ την επιτυχία γιατί δεν έκατσα να σκεφτώ αν θα έχει. Όταν όμως ξεκινήσαμε τα γυρίσματα ένιωθα όμορφα και συνειδητοποίησα πως όλο αυτό επικοινωνεί με τον κόσμο. Θέλω αυτό που κάνω να έχει ένα στόχο χωρίς να είναι ψεύτικο. Νομίζω αυτό ήταν που έφερε επιτυχία και στη σειρά, η ξεκάθαρη πρόθεση και η αξιοπρέπεια του κειμένου σε συνδυασμό με την αλήθεια των ηθοποιών και των συντελεστών. Από την αρχή είχε πρόθεση, ατάκα και δεν γελοιοποιεί καταστάσεις για βγάλει γέλιο μέσα από το νόθο και το φτηνό. Είναι μια σειρά αισθητικά και συγγραφικά υγιής, χωρίς την χυδαιότητα και την φτήνια που επικρατεί σήμερα στην τηλεόραση. Βέβαια ευτυχώς τα πράγματα έχουν αρχίσει και κινούνται σήμερα παίρνοντας χώρο όλο και πιο αξιόλογοι άνθρωποι για να εκφραστούν.
Το καλοκαίρι βρέθηκες σε περιοδεία με τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη ως Ξανθίας. Πως ήταν η εμπειρία σου στο αρχαίο θέατρο και πως ένιωσες που έπαιξες για πρώτη φορά στην Επίδαυρο;
Ο Γιάννης Κακλέας μου το έφερε σιγά σιγά για την συγκεκριμένη συνεργασία και νομίζω εκείνος ήταν που πήρε το μεγαλύτερο ρίσκο, ζητώντας μου να παίξω στους Βατράχους. Το δυνατότερο σοκ όμως το έπαθα στη συνέντευξη τύπου γιατί εκεί συνειδητοποίησα τι πραγματικά γίνεται και απλά ήθελα να πω ευχαριστώ που μου δόθηκε η ευκαιρία να συμπράξω με ανθρώπους που θαυμάζω.
Κατά την προετοιμασία η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα γιατί μέχρι να φτάσει η στιγμή της παράστασης πέρασα πολλές φορές από την φάση του αν αξίζω ή όχι να βρίσκομαι εκεί. Δεν ήξερα αν ήταν η κατάλληλη στιγμή και αν ήμουν ικανός για να το κάνω, όμως τελικά δεν υπάρχει σωστή στιγμή και ούτε πρέπει να την περιμένεις. Ήμουν εγώ, εκεί και έπρεπε να το κάνω και να πω την αλήθεια μου στο κοινό, αυτό προσπάθησα και νομίζω εκείνες τις μέρες έδωσα την πιο αληθινή πτυχή του εαυτού μου. Ήθελα να δικαιώσω τον Κακλέα που με επέλεξε και για αυτό δούλεψα πολύ σκληρά για αυτή την παράσταση, ειδικά όταν μιλάμε για ένα θέατρο σαν την Επίδαυρο που όλοι και όλα κρίνονται. Ενώ πριν από κάθε πρεμιέρα έχω τεράστιο άγχος και δεν θέλω να βγω στη σκηνή, στην Επίδαυρο ο χώρος σε αγκαλιάζει τόσο πολύ και η ενέργεια είναι τόσο μεγάλη που δεν κρατιέσαι να βγεις να παίξεις. Μου είχαν πει πως η Επίδαυρος έχει την μαγική ικανότητα να μεγεθύνει ότι έχεις, είτε καλό είτε κακό και εξαρτάται από εσένα τι θα καταφέρεις να αναδείξεις.
Επιπλέον όταν παίζεις κωμωδία, η επίδραση στο κοινό είναι άμεση και το αποτέλεσμα που παίρνεις μεγαλύτερο. Εξάλλου το γέλιο διαφθείρει και όταν ακούς σε μια γεμάτη Επίδαυρο τα γέλια του κόσμου, λαμβάνεις τόσο μεγάλη ενέργεια που θες να συνεχίσει να γελάει όλο και πιο πολύ. Όταν τελείωσε η εμπειρία της Επιδαύρου ένιωσα πως ανδρώθηκα και από έφηβος έγινα άντρας. Νομίζω ύστερα από μια τέτοια εμπειρία δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος και καλλιτέχνης, γιατί εισπράττεις από κοντά όσα διάβαζες όλα αυτά τα χρόνια για εκείνα τα μάρμαρα.
Τα τελευταία χρόνια, σε μια περίοδο που οι παραγωγές ήταν περιορισμένες, συμμετείχες σε αρκετές δουλειές και πλέον είσαι αναγνωρίσιμος. Τι πιστεύεις ότι σε έκανε να ξεχωρίσεις;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ και πάντα με δυσκολεύει αυτή η ερώτηση γιατί είμαι ένας άνθρωπος που δεν τα πάει και πολύ καλά με τον εαυτό του. Απλά αυτό που πιστεύω είναι ότι κάποια στιγμή στη ζωή σου έρχεται μια ευκαιρία και επιλέγεις αν θα τολμήσεις ή όχι. Για εμένα η στιγμή αυτή ήταν όταν πριν 7 χρόνια μου πρότεινε ο Καλογερόπουλος να πάω μαζί τους σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και τότε μόνο αναρωτήθηκα γιατί εμένα, επειδή ήταν κάτι ξαφνικό. Το τόλμησα όμως, τα πόνταρα όλα εκεί και δεν αναρωτήθηκα ξανά γιατί επέλεξαν εμένα. Τώρα πια συνεχίζω να υπερασπίζομαι την επιλογή μου εκείνη και χαίρομαι που άρπαξα τότε την ευκαιρία, που μου άλλαξε την ζωή.
Πως αποφάσισες να εγκαταλείψεις τα οικονομικά, το αντικείμενο των σπουδών σου και να στραφείς στο θέατρο;
Στην προσπάθεια να ανακαλύψω τι πραγματικά ήθελα να κάνω, μεταξύ άλλων συμμετείχα και σε μια θεατρική ομάδα στο δήμο Βούλας που έμενα και παίζαμε ερασιτεχνικά έργα του Ψαθά. Σε μια από αυτές τις παραστάσεις με είδε ο Βασίλης Χριστομόγλου και μου ζήτησε με τον Καλογερόπουλο να πάμε στην περιοδεία που ανέφερα πριν και είπα το ναι. Μετά από αυτό γράφτηκα σε δραματική σχολή και το ένα έφερε το άλλο.
Ασχολείσαι ενεργά με τον αθλητισμό, κάνοντας ποδόσφαιρο, μαραθώνιο και τρίαθλο. Τι έχεις κερδίσει από τον αθλητισμό;
Θέλω συνέχεια να κινούμαι και να βρίσκομαι σε εγρήγορση, οπότε ο αθλητισμός είναι κάτι που μου προσφέρει κίνηση και με ενεργοποιεί και μαζί με εμένα ενεργοποιεί και την φαντασία μου. Με έχει βοηθήσει και στη δουλειά μου πολύ και κυρίως ο αθλητισμός με πεισμώνει και μου δίνει δύναμη. Σίγουρα όμως έχω χάσει αρκετό χρόνο με τους δικούς μου ανθρώπους γιατί τα αθλήματα με τα οποία ασχολούμαι απαιτούν εντατική προπόνηση.
Σε ενοχλεί η αρνητική κριτική ή όταν επικεντρώνονται στην προσωπική σου ζωή και όχι στην επαγγελματική;
Με ενοχλεί που παντού και σε όλους βάζουν ταμπέλες με λόγια που ούτε καν έχεις πει και βλέπεις να σε παρουσιάζουν ως κάτι άλλο από αυτό που είσαι. Επειδή καλώς ή κακώς έκανα κάποιες δουλείες που είχαν επιτυχία το πρώτο που κάνει ο άλλος είναι να σου βάζει μια λεζάντα. Με ενοχλεί λοιπόν που δεν διατυμπανίζουν αυτό που πραγματικά είμαι γιατί δεν κρύβομαι πίσω από κάτι ψεύτικο. Παντού είμαι ο ίδιος και είναι άσχημο που δεν αναδεικνύεται αυτό και περιορίζονται σε κάτι άλλο και ειδικά από ανθρώπους που δεν έχω μιλήσει ποτέ μαζί τους. Εκεί όμως υπάρχουν δυο δρόμοι, ή να βγεις και να φωνάζεις σε όλους και σε όλα ότι δεν είσαι αυτό που λένε και πρέπει να μπεις στη διαδικασία να διαψεύδεις τα πάντα, ή συνεχίζεις ότι κάνεις χωρίς να δίνει σημασία και αποφασίζεις να μην αναλωθείς σε αυτό.
Είσαι περήφανος για όσα έχεις πετύχει μέχρι σήμερα; Τι στόχους θέτεις για το μέλλον;
Νιώθω σίγουρα περήφανος που με εκτιμούν μερικοί άνθρωποι που τους θεωρώ πολύ σπουδαίους και έχω καταφέρει να κερδίσω τον σεβασμό τους. Πέρα από αυτό δεν μπορώ να πω ακόμη ότι νιώθω περήφανος για ότι έχω καταφέρει, γιατί έχω μπροστά μου πολύ δρόμο. Όσο για τους στόχους δεν είμαι άνθρωπος που θα τα αναλύσω τα σχέδιά μου. Ποτέ δεν είχα το άγχος να ακολουθήσω την μόδα, να έχω κάθε χρόνο δουλειά και να γίνω διάσημος. Έχω στόχο να βάζω στην φαρέτρα μου όλο και περισσότερα βέλη ώστε να γίνω ηθοποιός και αν μπορέσω και καλός. Θα ήθελα όμως πολύ να συνεργαστώ με ορισμένους ανθρώπους που θαυμάζω όπως ο Μοσχόπουλος και ο Μαρμαρινός. Επίσης θέλω να βάλω τις βάσεις ώστε να συμμετάσχω σε κάποια ταινία στο μέλλον και σχετικά με τον αθλητισμό που αναφέραμε πριν να μπορέσω να τρέξω σε μεγάλο επίπεδο για κάποια οργάνωση με φιλανθρωπικό σκοπό.
Φωτογραφίες: Νίκος Καρανικόλας
Η φωτογράφιση έγινε στο cafe- bar “Κύριος Χου” (Δημοφώντος & Υπερίωνος 1, τηλ. 210 3423972) του οποίου τη διεύθυνση ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία.