Η μαμά μου δεν μας τα λέει καλά. Θέλει να συναντηθούμε, να κάνουμε Πάσχα σαν οικογένεια, να φάμε μαζί ένα νόστιμο ψητό αρνάκι με βουτυράτες πατατούλες και πίνοντας κόκκινο κρασί να αναρωτιόμαστε τι περίεργους καιρούς ζούμε.
Της εξηγώ πως είναι αδύνατο κι εκείνη υπερασπίζεται πως έχει σκεφτεί ένα καλό κόλπο για να έρθουν στην Αθήνα. Στην λέξη κόλπο κοιτάζω το τηλέφωνο και απορώ αν όντως στην άλλη γραμμή είναι η μάνα μου. Να την πάρω στα σοβαρά;
Αποκλείεται. Για αρχή η μαμά μου είναι ένας λογικός και ψυχρός άνθρωπος, το συναίσθημα που την έχει καταβάλει δε μπορεί παρά να είναι ψευδές. Συνηθίζει να φέρεται σαν στρίγγλα καθηγήτρια κι όχι σαν στοργική μανούλα, πώς της ήρθε να βρεθούμε; Λες να έβαλε στο μοντέλο της ευτυχισμένης οικογένειας του βιτάμ και την γιαγιά; Πρέπει να την ξαναπάρω, να καταλάβω αν τρελάθηκε απ’ την κλεισούρα και βάλθηκε να μας ξεκάνει όλους. Απ’ την άλλη καθησυχάζομαι γιατί ο μπαμπάς μου αποκλείεται να λειτουργήσει παρά τον Νόμο, είναι υπόδειγμα πολίτη και μεγάλος χέστης. Θυμάμαι πως όταν αρρώσταινα μικρή δεν κοιμόταν τα βράδια. Όχι, από την ανησυχία του, απ’ τον φόβο του μη πάθει κάτι ο ίδιος.
«Μαμά;» «Έλα, αγάπη μου!», μου απαντάει και κοιτάζω ξανά το τηλέφωνο με την ίδια απορία με πριν. «Δεν τα εννοούσες αυτά που έλεγες πριν, έτσι;» «Ρηνάκι, τα εννοούσα. Δεν είναι πρόβλημα που δεν θα είμαστε στην εκκλησία τη Μεγάλη Εβδομάδα. Δεν με ενδιαφέρει που δεν ασπρίζουμε την αυλή μας για να υποδεχτούμε καλεσμένους. Μου είναι αδιάφορο που τα πασχαλινά μας ρούχα θα μείνουν κρεμασμένα και που δεν ετοιμάζω τσουρέκια για να μοσχοβολήσει το σπίτι. Είναι ασήμαντο που δεν θα σουβλίσουμε για να τηρήσουμε το έθιμο του οβελία και δεν θα τσουγκρίσουμε αυγά. Είναι δύσκολο όμως να αποδεχτώ πως το Πάσχα αυτό θα είμαστε μακριά και δεν θα αγκαλιαστούμε. Είναι αχώνευτο πως αυτό το Πάσχα χιλιάδες σπίτια, χιλιάδες οικογένειες θρηνούν κάποιον που έφυγε… Μου λείπει η κόρη μου και αυτό αρκεί για να με βάζει να σκέφτομαι παράνομα σχέδια που δεν θα εφαρμόσω ποτέ.»