Μια από τις πιο περίεργες συναισθηματικά μέρες που πέρασα τον τελευταίο καιρό –ξέρεις, από αυτές που νιώθεις και μελαγχολία και ενθουσιασμό, και μαύρο και άσπρο, και σαμπουάν και κοντίσιονερ – κατέληξα να βλέπω ταινία με τη σινεφίλ θεία μου σε έναν ιστορικό κινηματογράφο του κέντρου. Έφτασα περιχαρής στο χώρο, περιχαρής κυρίως για το πόσο αυθόρμητα κανονίστηκε η σινεμαδότσαρκα, όσο και γιατί εκτιμώ πάντα την ατμόσφαιρα ενός τέτοιου κινηματογράφου, με μία μόνο αίθουσα, με vintage αέρα, με ενδιαφέροντα κόσμο.
Η ταινία ήταν το Paterson του Jim Jarmusch. Ψέμα δε θα πω, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι έπεσα τυχαία πάνω στο trailer πριν λίγο καιρό, δεν είχα ιδέα για τον σκηνοθέτη και το έργο του και δεν έτυχε να δω τίποτα δικό του ως τώρα. Ούτε το περίφημο Coffee and Cigarettes (λυπάμαι, ειλικρινά, θα επανορθώσω), ούτε το Dead Man, ούτε καν το Only lovers left alive που ήταν το τελευταίο του σουξέ. Η ενασχόλησή μου με τον κινηματογράφο είναι ερασιτεχνική, it’s true. Ωστόσο, αυτή η ανέλπιστη βραδιά που με βρήκε σε μια παλιομοδίτικη κινηματογραφική αίθουσα μαζί με καμιά ογδονταριά ακόμα θεατές, στάθηκε μια όμορφη αφορμή για να θέλω να δω περισσότερα έργα του Jarmusch. Αυτό είναι και μια από τις πολλές μαγείες στο σινεμά, ότι σου ανοίγει απροσδόκητους δρόμους προς μια αέναη αναζήτηση της τέχνης και της προσωπικής εντέλει ανάπτυξης.
Ούσα λοιπόν εγώ σε αυτή την ανάμεικτη συναισθηματική κατάσταση, ξεκίνησα να παρακολουθώ μια ταινία για έναν τύπο, τον Paterson (Adam Driver, εκτιμήθηκε δεόντως), ο οποίος ζει στην πόλη Paterson στο New Jersey μια κανονική, όχι και πολύ άξια αναφοράς, ζωή. Βαρετό; Σίγουρα πολλοί θα το χαρακτήρισαν έτσι μετά την προβολή. Είναι, λοιπόν, ο φίλος Paterson ένας οδηγός λεωφορείου, ο οποίος συζεί με μια υπέροχη, γήινη κοπέλα και το αγγλικό τους μπουλντόγκ (ονόματι Μάρβιν) σε ένα χαριτωμένο σπιτάκι. Κάθε μέρα ξυπνάει χωρίς ξυπνητήρι, πάει στη βάρδια του, κρυφακούει συζητήσεις των επιβατών και το πιο σημαντικό: γράφει ποιήματα. Απλά, καθημερινά, λίγο αδέξια και ταυτόχρονα συγκινητικά ποιήματα. Έχει ένα τετράδιο όπου τα συγκεντρώνει, ενώ αγαπημένο του μέρος για να εμπνέεται είναι ένας καταρράκτης στον οποίο αράζει στο τέλος της βάρδιας. Έπειτα επιστρέφει σπίτι, συζητάει με την αγαπημένη του για τη μέρα τους, παίρνει τον Μάρβιν για βόλτα και πίνει την καθιερωμένη του μπύρα στο μπαράκι της γειτονιάς.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η ταινία είναι τόσο αληθινή όσο και η πραγματικότητα. Θα μπορούσε άνετα να είναι η πραγματικότητα ενός Χ τύπου σε μια Χ πόλη, κάπου στις αχανείς ΗΠΑ ή σε κάποια άλλη χώρα. Το μαγικό σε αυτή την ταινία είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό στην πραγματική ζωή: το να βρίσκεις μέσα σε μια ρουτίνα, μικρές καθημερινές στιγμές φωτός οι οποίες να αλατοπιπερώνουν τη μονοτονία. Σκέφτηκα και κατέληξα πως η μονοτονία, η επαναληψιμότητα, έχουν μια τεράστια χρησιμότητα, κι αυτή δεν είναι άλλη από την αναγκαστική εστίαση της προσοχής σε ο,τιδήποτε διαφοροποιείται.
Μια ζωή ανησυχούμε οι περισσότεροι ότι θα πεθάνουμε και δε θα έχουμε ζήσει πραγματικά. Γιατί προσανατολιζόμαστε συνεχώς σε ένα καλύτερο, ουτοπικό ενίοτε μέλλον. Δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να βιώσουμε το τώρα, το όποιο τώρα! Και το θλιμμένο, και το απογοητευτικό, και το ζωηρό, και το πραγματικά χαρμόσυνο. Ε λοιπόν, το Paterson μου υπενθύμισε αυτό που ήξερα, με έναν πολύ γλυκό τρόπο. Ότι δηλαδή, κάθε μέρα γίνονται μικρά θαυματάκια, αρκεί να είσαι εκεί να τα προσέξεις. Θαυματάκια τέτοια είναι οι όμορφες συμπτώσεις, το κλασικό φαινόμενο κατά το οποίο όταν έχεις κάτι στο μυαλό σου, ξαφνικά το βλέπεις να επαναλαμβάνεται ποικιλοτρόπως, «πέφτοντας» συνεχώς πάνω του. Ή οι ευτυχείς συγκυρίες, όπως όταν ένας τελείως άγνωστος φαίνεται να σε καταλαβαίνει απόλυτα σε κάτι, εκπέμποντας στο ίδιο μήκος κύματος με σένα. Ή μια ανέλπιστη επιτυχία σε κάτι (μη κρίσιμο): το να ξεπουλήσεις τα κεκάκια σου στην τοπική αγορά, όπως συνέβη στη συνοδοιπόρου του ποιητή Paterson ή να αγαπηθεί ένα γραπτό σου στο οποίο δεν πίστευες πολύ, αν μιλάμε για μένα…
Αλλά για να επιστρέψουμε στο κομμάτι του κινηματογράφου, έχω βαρεθεί να καίω το μυαλό μου με υπερβολικά περίπλοκες … πλοκές και «βαριά κουλτούρα». Φυσικά όλα έχουν τη χάρη τους, αλλά μερικές φορές είναι εντυπωσιακό το πόσο περισσότερο εκτιμάς ένα λιτό έργο, μίνιμαλ, με όμορφη φωτογραφία, με απλό χιούμορ, και – γιατί όχι; – λίγη ανία, από αυτή που χρειάζεται το μυαλό σου ορισμένες φορές για να κάνει το reboot του και να δει τα πάντα με φρέσκια ματιά. Το σινεμά άλλωστε έχει αυτό το πανίσχυρο όπλο της εικόνας, η οποία μπορεί να αποδώσει τα πάντα με όλους τους τρόπους. Και στην προκειμένη, αποδίδει την ομορφιά της απλότητας, μέσα μάλιστα από το μεγαλείο στο οποίο μπορεί πανεύκολα να σε παρασύρει η ποίηση. Έτσι, αυτή η ταινία είναι εντέλει μια ωδή στη ζωή και στη μαγεία της ποίησης, ένα χαρούμενο νεύμα στους ονειροπόλους ερασιτέχνες καλλιτέχνες – κι ας ακούγεται οξύμωρο ή αντιφατικό –, ενώ κλείνει το μάτι διακριτικά και στους απανταχού ρομαντικούς της ζωής: τι ωραιότερο αλήθεια από το πρωινό ξύπνημα αγκαλιά με τον αγαπημένο σου, μέσα σε αρώματα ύπνου και μπύρας, υπό το απαλό φως της αυγής από τα παραθυρόφυλλα;
Υ.Γ. Προσωπικά, μετά το Paterson, αποφάσισα να κάνω μια πολύ γόνιμη αναζήτηση για το έργο του ποιητή William Carlos Williams, ο οποίος αναφέρεται στην ταινία και αποτελεί μια από τις πηγές έμπνευσης του δημιουργού της. Και ναι, θέλουμε περισσότερες ταινίες που μας δίνουν δουλειά για το σπίτι και μας κινητοποιούν να διευρύνουμε ορίζοντες…