Είσαι στο σπίτι, είναι απόγευμα ή βραδάκι και κατευθύνεσαι στην κουζίνα. Θέλεις κάτι να φας, κάτι… δεν ξέρεις ακριβώς τι, αλλά ψάχνεις. Ανοίγεις τα ντουλάπια και το ψυγείο. Ανακαλύπτεις κάτι ξεχασμένα μπισκότα και τα τρως. Ξανακάθεσαι στον καναπέ και αναρωτιέσαι: τι τα ήθελα τώρα τα μπισκότα; Σου θυμίζει κάτι αυτό το σενάριο;
Πολλές φορές μέσα στη μέρα τρώμε χωρίς στην πραγματικότητα να πεινάμε. Πεινάμε δηλαδή, αλλά η πείνα μας δεν είναι βιολογική αλλά συναισθηματική. Υπάρχουν άπειροι λόγοι για τους οποίους μπορεί ένα άτομο να καταναλώσει κάποιο τρόφιμο πέρα από την πραγματική πείνα όπως πχ. το να είναι στεναχωρημένος ή απογοητευμένος, αλλά και άλλοι πολλοί που ο καθένας αναγνωρίζει για τον εαυτό του. Το πρόβλημα είναι ότι με αυτόν τον τρόπο διαταράσσεται τόσο το αίσθημα της πείνας αλλά κυρίως και του κορεσμού. Σα να μην έφτανε δηλαδή που δεν ξέρουμε αν πεινάμε, χάνουμε και την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε το αν χορτάσαμε.
Ένα ακόμη θέμα που συνοδεύει το συναισθηματικό φαγητό είναι οι τύψεις που το ακολουθούν. Επειδή στην πραγματικότητα ξέρουμε ότι φάγαμε χωρίς πραγματικό λόγο, αλλά για παράδειγμα από βαρεμάρα, είναι αναμενόμενο να μας πιάνουν οι ενοχές μας. Αυτό που είναι σημαντικό λοιπόν, είναι να προγραμματίσουμε από την αρχή τον οργανισμό μας και να τον βοηθήσουμε να ακούει τις πραγματικές ανάγκες του.
Αρχικά λοιπόν, όταν αρχίζουν αυτές οι λιγουρίτσες πρέπει να δώσουμε ένα μικρό χρονικό περιθώριο στον εαυτό μας (καλύτερα πριν φτάσουμε στην κουζίνα) και να θέσουμε την εξής ερώτηση: ΠΕΙΝΑΩ ΤΩΡΑ; συνήθως η πρώτη απάντηση είναι ναι. Στη συνέχεια δεν πτοούμαστε, αλλά σκεφτόμαστε ποιο ήταν το τελευταίο γεύμα μας και αν βγάζει νόημα αυτό το ναι που απαντήσαμε. Είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο, να έχουμε φάει πριν λίγο και απλά να αναζητούμε μάλλον γεύση παρά κάτι για να ικανοποιήσουμε την πείνα μας. Κάτι άλλο που μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η πείνα μας είναι συναισθηματική είναι ότι συχνά σε αυτά τα περιστατικά δεν ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε να φάμε. Όπως και να έχει, αν κρίνουμε πως δεν πεινάμε αληθινά, καλό είναι να βρούμε κάποια άλλη δραστηριότητα να απασχοληθούμε και είναι πολύ πιθανό να μας περάσει…
Υπάρχει βέβαια και η κλίμακα της πείνας την οποία θα μπορούσαμε να συμβουλευόμαστε κάθε φορά που δεν είμαστε σίγουροι για τα σημάδια που μας δίνει το σώμα μας. Τόσο πριν το φαγητό όσο και κατά τη διάρκειά του είναι σημαντικό να έχουμε τον έλεγχο για το πότε θα φάμε αλλά και για το πότε πρέπει να σταματήσουμε.
1. πεθαίνω από την πείνα, νιώθω αδυναμία, ζαλίζομαι 2. πεινάω υπερβολικά και θέλω να φάω τώρα 3. πεινάω και δεν έχω διάθεση να ασχοληθώ με τίποτα άλλο 4. πεινάω, θέλω να φάω και μπορώ να περιμένω μόνο για πολύ λίγο 5. πεινάω κάπως, αλλά στην πραγματικότητα μπορώ να περιμένω καμιά ώρα 6. ούτε πεινάω, ούτε είμαι χορτασμένος/η, νιώθω απλά ότι έχω όρεξη να τσιμπήσω κάτι 7. αισθάνομαι κάπως χορτάτος/η, αλλά θέλω να φάω μερικές μπουκιές ακόμα 8. νιώθω χορτάτος/η και αν σταματούσα τώρα, θα πεινούσα ξανά σε 3-4 ώρες 9. νιώθω τόσο χορτάτος/η ώστε πιστεύω ότι ίσως δε θα χρειαστεί να φάω ξανά σήμερα 10. νιώθω τόσο φούσκωμα και δυσφορία ώστε δεν μπορώ να βάλω τίποτα στο στόμα μου
Η κλίμακα από το 1-6 αφορά τις στιγμές πριν το φαγητό και από το 7-10 μετά από αυτό.
• Ιδανικά λοιπόν, πρέπει να τρώμε στο 3 ή 4 και να σταματάμε στο 7-8. • Καλό είναι να μη φτάνουμε στο 2 ή στο 1 γιατί έτσι θα φάμε ανεξέλεγκτα • Όταν τρώμε καλό είναι να μη φτάνουμε στο 9 ή στο 10 • Το 5 και 6 μπορούμε να το αποφύγουμε για να μη διαταράξουμε το πραγματικό αίσθημα της πείνας μας.
Το κυριότερο θέμα στο φαγητό είναι να το απολαμβάνουμε. Η απόλαυση δεν επιτυγχάνεται ούτε όταν τρώμε χωρίς πραγματικό λόγο, ούτε όταν ψάχνουμε σόδες για να χωνέψουμε.
Κλειώ Δημητριάδου
Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος