Η Πένυ φτάνει στο ραντεβού μας ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Ιανουαρίου και με τη ροζ μπλούζα της είναι σαν να μεταφέρει στις πλάτες της όλη την αισιοδοξία του κόσμου. Την κοιτάζω και αναρωτιέμαι ”φταίει το χρώμα στη μπλούζα ή είναι το πλατύ χαμόγελο”; Όταν η barista ζητάει το όνομά της για να το γράψει στο ποτήρι εκείνη λέει “Πένυ, με ένα ν και ύψιλον” και μέχρι να κάτσουμε στο τραπέζι μας το σκέφτομαι περισσότερο: Θέλει να βλέπει το όνομά της σωστά γραμμένο, με αυτό το ένα νι, που μάλλον κάνει σαφή την τάση της για απλότητα και μ’ εκείνη τη στρογγυλάδα του ύψιλον, το οποίο τονίζει η Πένυ, που κλείνει στην κοιλότητά του όλα εκείνα που δεν θέλει να χάσει. Και μέχρι να τελειώσουμε την κουβέντα της πράγματι με επιβεβαίωσε: δεν θέλει να της ξεφύγει καμία στιγμή απλότητας, ενθουσιασμού και χαράς.
Η Πένυ μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά η καταγωγή της είναι από την Καλλονή της Λέσβου. Της ζητάω να μου μεταφέρει αναμνήσεις από τα παλιά κι εκείνη με πάει στα παιδικά της καλοκαίρια στο νησί. “Κλασική ανάμνηση είναι καλοκαίρι στο χωριό, στην Καλλονή, μαζί με τη γιαγιά και τον παππού, περνώντας ατελείωτες ώρες έξω με παιχνίδια. Θυμάμαι τα βράδια που παίζαμε με τα παιδιά κρυφτό και κατά τις 8.30 φώναζε η γιαγιά από τη γωνία να μαζευτούμε για να φάμε. Οι στιγμές αυτές με τη γιαγιά και τον παππού στο χωριό έχουν την απόλυτη ξενοιασιά, ελευθερία και αθωότητα. Εκεί μέχρι τα 13. Μετά ήρθαν τα καλοκαίρια της εφηβείας με τα μπαράκια, με το αγόρι που σου αρέσει και όλη αυτή η εφηβική αγωνία.”
Από πάρα πολύ μικρή ήθελε να γίνει ηθοποιός. Μου εξηγεί ότι ήταν από νωρίς αποφασισμένη για αυτό το όνειρο. Όταν ζητάω να μάθω σε ποιο σημείο μπήκαν στο μυαλό της οι ιδέες για την υποκριτική θυμάται τον επιστάτη στο σχολείο να βλέπει μεσημεριανές εκπομπές και σκεφτόταν πως μια μέρα θα βρίσκεται κι εκείνη στην τηλεόραση. “Το κατάφερα” μου λέει χαμογελώντας πλατιά. “Ήταν το μόνο που ήθελα να κάνω. Ήμουν από τα κορίτσια που κάθονταν μπροστά από τον καθρέφτη, με τα τακούνια της μαμάς και ένα ”μικρόφωνο” στο χέρι. Θυμάμαι όταν κάναμε ανακαίνιση στο σπίτι μας και οι γονείς μου με έπαιρναν μαζί όταν διάλεγαν κουζίνες, εγώ έπαιζα μπροστά από τα ντουλάπια ρόλους. Τον ρόλο της νοικοκυράς, τον ρόλο της μαμάς. Ήθελα να παίζω. Ακόμα και με ένα step όργανο γυμναστικής που είχε η μαμά μου στο σπίτι. Εγώ το έβαζα στο δύσκολο πρόγραμμα για να κατεβαίνει αργά και να υποδύομαι ότι κατεβαίνω αργά τις σκάλες μπροστά στο κοινό που με χειροκροτά.”
Την εποχή που η Πένυ πήγαινε στη δραματική σχολή παρακολουθούσε και μαθήματα δημοσιογραφίας. “Προέκυψε αυτός ο συνδυασμός. Το πρωί πήγαινα στο κανάλι Alter και τα απογεύματα στη δραματική σχολή. Ήμουν πολύ σίγουρη για την επιλογή μου να γίνω ηθοποιός, δεν σκέφτηκα ποτέ να αφήσω την υποκριτική για κάτι άλλο, έπρεπε όμως να δοκιμάσω πράγματα και να δουλέψω στο ενδιάμεσο, έτσι για ένα διάστημα ήμουν και αεροσυνοδός” μού λέει για να ξεκαθαρίσει πως η δημοσιογραφία δεν είχε τον ρόλο του back up plan για εκείνη αλλά μία παράλληλη δραστηριότητα μέχρι να ξεκινήσει τη διαδρομή της στην υποκριτική.
Η πρώτη της αυτή επαφή με την τηλεόραση, μού εξηγεί, πόσο τη βοήθησε να απομυθοποιήσει πολλά πράγματα που είχε στο μυαλό της, και κυρίως τους ίδιους τους ανθρώπους. Έβλεπα πως είναι αυτοί οι άνθρωποι πίσω από τις κάμερες, έβλεπα την αλήθεια. “Κατάλαβα πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται πάντα. Έβλεπα ανθρώπους να αλλάζουν συμπεριφορές μόλις άνοιγαν οι κάμερες. Είδα πως ο καθένας σε μία συνέντευξη θα δώσει αυτά που θέλει και ίσως να μην μοιραστεί 100% την αλήθεια του.”
Ξεκίνησε με τη σειρά “Αστέρας Ραχούλας” ως Τούλα. “Υπέροχος ρόλος, υπέροχη ομάδα. Ήταν μία πολύ ωραία δουλειά”. Μετά την είδαμε στο “Ελα στη θέση μου” με τον ρόλο που την έκανε γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Η Λατάνια ήταν ένας ρόλος που ξεκίνησε για μερικά επεισόδια αλλά έμεινε τέσσερα χρόνια. Ακολούθησαν “Τα Νεοκλασικά” του Alpha, το “Μαύρο Ρόδο” του Mega και η σειρά Αρχελάου 5 της ΕΡΤ, μία σειρά πως μου λέει και η ίδια ”αδικήθηκε” από πολλές πλευρές.
Στην αρχή παραδέχεται ότι δεν επέτρεπε στον εαυτό της να κάνει μεγάλα όνειρα γιατί φοβόταν. “Τώρα πια όμως βάζω μεγάλες και τρανές εικόνες στο μυαλό μου” μου λέει και χαμογελάει. “Ο άνθρωπος δεν κάνει όνειρα, λες και φοβάται να φανταστεί το καλύτερο για τον εαυτό του. Ο άνθρωπος δεν κάνει όνειρα, λες και φοβάται να φανταστεί το καλύτερο για τον εαυτό του. Το πρώτο συναίσθημα για τον άνθρωπο είναι ο φόβος γιατί από τη στιγμή που αποχωριζόμαστε την ασφάλεια στην κοιλιά της μαμάς μας νιώθουμε φόβο κι αυτό μας τον κάνει οικείο. Κάποιοι πασχίζουν για να νιώθουν χαρούμενοι και κάποιοι όταν είναι χαρούμενοι κάνουν τα πάντα να το αλλάξουν αυτό, γιατί σ’ αυτή τη συνθήκη νιώθουν ασφαλείς. Το βλέπουμε και στις σχέσεις αυτό. Άνθρωποι μένουν σε σχέσεις που δεν τους καλύπτουν αλλά νιώθουν άνετα να είναι τα θύματα και μένουν σ’ αυτές.”
Βίωσε την απώλεια πολύ νωρίς στη ζωή της χάνοντας τον αδερφό της. “Ένα τόσο σημαντικό γεγονός εννοείται πως σου αλλάζει τον τρόπος που βλέπεις τα πράγματα και την καθημερινότητα. Διεκδικείς να απολαύσεις δηλαδή απλά πράγματα, να βγεις μία βόλτα, να δεις τον ήλιο, να χαρείς του ανθρώπους σου. Να κερδίσεις τον χρόνο. Παράλληλα σε αγχώνει ο χρόνος. Σε πιάνει μία αγωνία, μία κάψα, μία σύγχυση να τα προλάβεις όλα. Θέλεις να ρουφήξεις τη ζωή. Είσαι σε μία τσίτα να τα προλάβεις και να τα χορτάσεις όλα.”
Της ζητάω να μιλήσουμε για τον ρομαντισμό. Έχει δηλώσει πολλές φορές ρομαντική. “Αρχικά είμαι ξεκούραστη. Η ασφάλεια ότι οι γονείς μου μπορούν να με βοηθήσουν ανα πάσα στιγμή, μου αφαιρεί από το άγχος της επιβίωσης κι έτσι έχω την πολυτέλεια να είμαι και ρομαντική. Αν όμως έπρεπε να δουλέψω σκληρά για να μπορέσω να ζήσω δεν θα ήμουν ρομαντική. Μου είναι ξεκάθαρο ότι είμαι ρομαντική εκ του ασφαλούς.”
Στέκομαι σε μερικές παλιότερες συνεντεύξεις της για την πίστη και την πνευματικότητα. Επιλέγω να μη μιλήσουμε για τη θρησκεία αλλά για τη δική της, προσωπική φιλοσοφία για το πεπρωμένο. “Πιστεύω ότι καθορίζουμε τη μοίρα μας και ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Δεν είναι τυχαία κάποια πράγματα. Φυσικά δεν μπορείς να κάθεσαι στον καναπέ σου και να περιμένεις να γίνεις πλούσιος για παράδειγμα, αλλά πιστεύω στο πεπρωμένο, στο γραφτό. Με καθησυχάζει η σκέψη ότι αυτό που είναι να γίνει θα γίνει.”
Παραδέχεται ότι η εποχή της καραντίνας ήταν η καλύτερη για εκείνη γιατί έπαψε αυτός ο εξαναγκασμός να προλάβουμε τα πάντα. “Το FOMO είναι μία φούσκα από την οποία δύσκολα ξεφεύγεις. Ζούμε σε μη ανθρώπινες ταχύτητες και στο τέλος της ημέρας μας μένουν λίγα πράγματα. Είναι όλα είναι σαν το Instagram, πάμε γρήγορα στο επόμενο.” Την ίδια ταχύτητα αναγνωρίζει και στις διαπροσωπικές σχέσεις. “Οι άνθρωποι είναι μη διαθέσιμοι συναισθηματικά, έχει λες και έχει παγώσει το μέσα μας. Δες, όλα συμβαίνουν γύρω μας και την επόμενη μέρα τα ξεχνάμε. Παθαίνουμε σοκ αλλά για να μας προστατεύσουμε έχουμε αναπτύξει έναν μηχανισμό για να ξεφεύγουμε από αυτό το σοκ, γρήγορα.” Μιλάμε για όσα συμβαίνουν τελευταία στη χώρα μας και μου λέει πως σκέφτεται πως θα είναι τα πράγματα στην κοινωνία όταν κάνει δικά της παιδιά. “Ήλπιζα πως η νέα γενιά θα είναι καλύτερη ως γονείς αλλά βλέπω ότι κι αυτή η γενιά γονέων χειρίζεται τα πράγματα λάθος δίνοντας στα παιδιά πολλά υλικά αγαθά, πολύ εύκολα. Χωρίς να τα προστατεύουν και να τα εκπαιδεύουν. Τα παιδιά σε πολλές περιπτώσεις δεν παίρνουν ουσιαστική αγάπη και νοιάξιμο. Ευτυχώς έχει γίνει πιο εύκολο να πηγαίνουμε στον ψυχολόγο αλλά από την άλλη υπάρχουν τόσοι πολλοί life coaches εκεί έξω που τελικά βομβαρδιζόμαστε από ένα συνεχόμενο κούνημα δαχτύλου. Αυτό μας μπερδεύει τόσο πολύ.”
Τη ρωτάω τι κάνει τον ελεύθερο χρόνο της και περιμένω να μου πει ακριβώς όσα μου λέει. Όχι επειδή είναι προβλέψιμη, κάθε άλλο. Είναι γνήσια και μάλλον με αυτόν τον τρόπο διαχειρίζεται και τις ώρες που έχει για τον εαυτό της. “Πηγαίνω σινεμά και μεγάλες βόλτες στο κέντρο μόνη μου. Ανακατεύομαι στον κόσμο και απολαμβάνω τη βόλτα στο κέντρο. Κάνω ποδήλατο, πηγαίνω θέατρο και έχω σκοπό να κάνω για πρώτη φορά ένα ταξίδι μόνη μου, κάτι που δεν έχω κάνει ποτέ μέχρι τώρα”.
Ποια είναι η πιο σημαντική συμβουλή που έχει πάρει τη ρωτάω “Επειδή έχω μία μικρή φοβία με το θέατρο, μήπως δεν είμαι καλή, μήπως χάσω τα λόγια μου, μου είχε πει κάποτε κάποιος κι εγώ το κράτησα: “πάντα μπορείς να κάνεις λάθος, εξάλλου σε ένα κοινό θα υπάρχουν αυτοί που θα το εγκρίνουν κι αυτοί που θα το κατακρίνουν, δεν μπορείς να αρέσεις σε όλους”. Κι αν μπορούσε να δώσει μια συμβουλή στον νεότερο εαυτό της, ποια θα ήταν αυτή; “Μην στεναχωριέσαι για χαζά πράγματα. Η ζωή προχωράει. Είσαι πολύτιμος για να κλάψεις για πράγματα που δεν έχουν αξία”, μου λέει.
Θέλω να μάθω τι σκέφτεται η Πένυ για την ευτυχία. “Η ευτυχία είναι κάτι που δημιουργούμε. Αν επιλέξεις να είσαι ευτυχισμένος μπορείς να δημιουργήσεις μία ευτυχισμένη ζωή. Μπορείς να έχεις υλικά αγαθά και να είσαι δυστυχισμένος, βέβαια και η άγνοια μερικές φορές είναι ευτυχία. Στην κοινωνία που ζούμε και κάποιοι τα έχουν όλα, αυτή ακριβώς η γνώση ότι κάποιοι έχουν παραπάνω από εμάς μπορεί να μας στερεί από την ευτυχία. Αν κάποιος έχει μία Lamporghini μπορεί να ζηλέψω το αυτοκίνητό του. Σε ένα ταξίδι μου στην Ινδία είχαμε επισκεφτεί ένα χωριό που δεν είχε ούτε ρεύμα. Τα παιδάκια δεν είχαν τα βασικά αλλά τα μάτια τους έλαμπαν από χαρά γιατί ζουν στην άγνοια. Δεν κάνουν τη σύγκριση. Ακόμα κι ένα μολύβι που τους δώσαμε τα έκανε χαρούμενα. Έχουμε γίνει άπληστοι και πρέπει να βγούμε από αυτό για να γίνουμε ευτυχισμένοι“, περιγράφει μη κρύβοντας τον ενθουσιασμό της.
Λοιπόν, η Πένυ Αγοραστού είναι γοητευτική και η δική μου ματιά διακρίνει ότι αυτή η γοητεία βασίζεται σε μικρές χαριτωμένες αντιφάσεις: η Πένυ είναι χειμαρρώδης αλλά δεν κάνει φασαρία. Μπορεί να τινάζει τα καστανά -άλλοτε κατακόκκινα μαλλιά της- με χάρη πρωταγωνίστριας αλλά παράλληλα τόσο ανθρώπινα φοβάται μη χάσει τα λόγια της στην παράσταση, είναι ρομαντική με έναν δικό της ρεαλιστικό τρόπο.
Μέχρι να κλείσω το μικρόφωνο και τις σημειώσεις μου τη βρίσκω να κάθεται μαζί με δύο ηλικιωμένες κυρίες που πίνουν τον καφέ τους στο διπλανό τραπέζι. Γελάνε και οι τρεις δυνατά με ένα αστείο της Πένυς. Την κοιτάζω και σκέφτομαι πως το μικρό κορίτσι που περνούσε τα καλοκαίρια στην Καλλονή της Λέσβου και ονειρευόταν να έχει το δικό της κοινό, χωρίς καμία αμφιβολία τα κατάφερε. Και τα κατάφερε καλά.
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία τα Starbucks (Ποσειδώνος 24, Παλαιό Φάληρο)
Φωτογράφος: Tρύφωνας Νάκης