Έπρεπε να πάω από Νίκαια στο κέντρο αλλά βαριόμουνα φριχτά και ελεεινά να οδηγήσω.
Είχα κουραστεί να οδηγώ.
Κάθε μέρα η ίδια διαδικασία.
Ψάχνε τα κλειδιά, βρίσκε τα κλειδιά, μπες στο αμάξι, ψάχνε τον σταθμό στο ραδιόφωνο που θες να ακούσεις, βάλε στο δίπλα κάθισμα τα τσιγάρα, τοποθέτησε την τσάντα σε ένα ασφαλές σημείο για να μην σου σπάσει κανείς το παράθυρο και σου αρπάξει την τσάντα, βάλε ζώνη, βάλε το κλειδί στην μίζα και γύρισε το, περίμενε να ζεσταθεί το αμάξι, άλλο αν εσύ δεν έχεις ζεσταθεί ή δεν έχεις δροσιστεί, περίμενε το αυτοκίνητο να είναι έτοιμο για να ξεκινήσει, άλλο αν εσύ δεν έχεις ετοιμαστεί να ξεκινήσεις, ξεκίνα με το αμάξι. Άναβε φλας, πάτα φρένο, πάτα γκάζι, αν δεν έχεις αυτόματο πάτα συμπλέκτη, άλλαζε ταχύτητες, κοίτα δεξία, κοίτα αριστερά, σταμάτα, ξεκίνα. Φτάσε γρήγορα αν δεν έχει κίνηση, φτάσε αργά αν έχει κίνηση, πήξε στην κίνηση και παρακολούθα τους υπόλοιπους συνοδηγούς τι κάνουν στην κίνηση. Βλέπε τους να κοπανάνε το τιμόνι, να σηκώνουν το κεφάλι προς τα πάνω βρίζοντας ένα θεό που δεν τους βλέπει κολλημένους στην κίνηση, να καπνίζουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, να αλλάζουν σταθμούς στο ραδιόφωνο εκνευρισμένοι, να φτιάχνουν τα μαλλιά τους, το μακιγιάζ τους, να ασχολούνται με την μύτη τους και τα αυτιά τους, να βγάζουν σέλφι, ή να κάθονται ήρεμοι και ατάραχοι και να ατενίζουν την κίνηση που απλώνεται μπροστά τους.
Ήταν μια μέρα που είχα βαρεθεί και είχα κουραστεί να οδηγώ.
Δεν θα πήγαινα με το μετρό, έχω κλειστοφοβία, και άλλωστε ήταν μια τόσο ηλιόλουστη μέρα για να την χάσω κρυμμένη στα έγκατα της γης.
Θα πήγαινα με ταξί.
Έφυγα από το σπίτι και πήρα μόνο τα κλειδιά του σπιτιού.
Πόσο πιο ελαφριά μου φάνηκε η τσάντα κι ας έλειπε μόνο ένα κλειδί.
Αυτό του αυτοκινήτου.
Περπάτησα λίγο και έφτασα στην Λαμπράκη.
Κοιτούσα τα αμάξια να πηγαίνουν και να έρχονται, να κορνάρουν, να τρέχουν, να πηγαίνουν αργά.
“Πού πάνε όλοι αυτοί;”, σκέφτηκα.
“Και πόσο διαφορετικοί είναι όλοι αυτοί. Πόσο διαφορετικά οδηγούν, πόσο διαφορετικά αμάξια έχουν, πόσο διαφορετικούς σταθμούς να ακούνε, πόσο διαφορετικά να αντιδρούν στην κίνηση. Διαφορετικά διαφορετικοί, όλοι”, σκέφτηκα και σήκωσα το χέρι για να σταματήσει το ταξί που έβλεπα να πλησιάζει.
Σταμάτησε και μπήκα μέσα.
-Καλημέρα.
-Καλήμέρα.
-Κέντρο πάμε.
Και ο οδηγός ξεκίνησε για να πάμε.
Εκεί που ήθελα εγώ, με το δικό του όχημα.
Χάζευα έξω από το παράθυρο την διαδρομή.
Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο αξιοθέατο, ούτε ήταν κάποια διαδρομή που έκανα πρώτη φορά.
Αλλά αλλιώς βλέπεις τα πράγματα όταν πηγαίνεις μόνο σου, κι αλλιώς όταν σε πάνε…
Κι ας είναι ο προορισμός ο ίδιος…
Χάζευα και είχα χαθεί στις σκέψεις μου.
Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως πηγαίναμε από διαφορετικό δρόμο από αυτόν που θα ήθελα.
– Συγγνώμη αλλά γιατί ήρθαμε από εδώ;
– Δεν μου είπατε από πού θέλετε να πάμε κι έτσι ήρθαμε από εδώ, από εδώ έρχομαι κέντρο.
– Ναι δεν σας είπα, αλλά κι εσείς δεν με ρωτήσατε.
– Από την στιγμή που δεν μου είπατε θεώρησα πως δεν έχετε πρόβλημα να πάμε όπως ξέρω εγώ. Θέλετε να πάμε από κάπου αλλού?
– Όχι εντάξει, σε λίγο φτάνουμε έτσι κι αλλιώς.
Σε λίγο φτάσαμε. Πλήρωσα την διαδρομή, ανταλλάξαμε “συγγνώμες” με τον οδηγό, “λάθος συνεννόηση”, παραδεχτήκαμε και οι δύο, “καμία συνεννόηση και έλλειψη επικοινωνίας”, σκέφτηκα, και κατέβηκα.
Είχα φτάσει στον προορισμό μου.
Σκέφτηκα ότι πολλές φορές οι άνθρωποι βαριόμαστε και κουραζόμαστε να “οδηγούμε”.
Δεν έχουμε διάθεση να οδηγήσουμε.
Και θέλουμε και έχουμε την ανάγκη να μας πάει κάποιος άλλος εκεί που θέλουμε να πάμε.
Κουραζόμαστε να είμαστε “οδηγοί” και θέλουμε να είμαστε “συνοδηγοί”.
Να πηγαίνουμε στον προορισμό μας πιο ξεκούραστα, με παρέα, όχι μόνοι μας.
Καμιά φορά έχουμε την ανάγκη να πούμε “πήγαινε με, οδήγησε εσύ γιατί εγώ κουράστηκα”.
Και να βλέπουμε με άλλα μάτια την διαδρομή που βλέπουμε όταν οδηγούμε εμείς, και να ανακαλύπτουμε νέα πράγματα, μικρές λεπτομέρειες ή μεγάλες που δεν τις προσέχουμε όταν οδηγούμε εμείς.
Σκέφτηκα όμως πως αν δεν πούμε στον “οδηγό” πώς θέλουμε να πάμε, θα μας πάει εκείνος από τον δρόμο που θέλει, ξέρει και μπορεί.
Κι αυτός μπορεί να είναι ένας δρόμος που δεν θέλουμε, δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε…