Ας τα πάρουμε από την αρχή. Η pop art είναι ένα καλλιτεχνικό κίνημα, μία πρόκληση στις καλές τέχνες, με αυθορμητισμό, δημιουργική υπερβολή, ανάλαφρη διάθεση, σάτιρα, έντονες χρωματικές αντιθέσεις, συνδυασμό απρόσμενων υλικών και απόρριψη του παραδοσιακού, υπηρετώντας την μαζική κουλτούρα και συνδέθηκε με ένα είδος εμπορικής τέχνης που απευθυνόταν σε ένα ευρύ κοινό. Με απλά λόγια δηλαδή, ήθελε να δείξει ότι η τέχνη δεν είναι μόνο για λίγους, για τους πιο ευκατάστατους, αλλά είναι κάτι προσιτό για όλο τον κόσμο. Το κίνημα αυτό λοιπόν γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία από τον Richard Hamilton, Βρετανό ζωγράφο και collage artist, που με το έργο του “Just what is it that makes today’s homes so different, so appealing?” το 1956 στο Λονδίνο, θεωρήθηκε από κριτικούς και ιστορικούς, η αρχή της pop art κουλτούρας. Περιγράφοντας ο ίδιος με απλές λέξεις τι είναι pop art, είπε: «δημοφιλής, προσωρινή, αναλώσιμη, χαμηλού κόστους, μαζικής παραγωγής, νεανική, έξυπνη, σέξι, πιασάρικη, εντυπωσιακή και μεγάλη επιχείρηση». Στην άλλη πλευρά του ωκεανού όμως, αρχές τις δεκαετίας του ’60, λόγω και της οικονομικής ευρωστείας της χώρας, γίνεται το μεγάλο μπαμ, και προσωπικότητες όπως ο Roy Lichtenstein και ο Andy Warhol θα δώσουν την μεγαλύτερη ώθηση.
Και τους δύο τους ξέρεις και πολύ καλά μάλιστα. Ο Roy Lichtenstein, ζωγράφος και γλύπτης, και ναι είναι αυτός που όλα τα του έργα μοιάζουν με κόμικς (είναι κιόλας βασικά, δεν μοιάζουν απλά). Τα πιο γνωστά του έργα είναι το “Whaam!”, το “Drowning Girl” και το “Oh Jeff, I love you, too… but…”. Ο ίδιος είπε για τη δουλειά του «Είναι αλήθεια ότι στην αρχή όταν κοίταζα τα έργα μου αισθανόμουν ότι προσέβαλα ακόμη και το δικό μου γούστο. Ήταν χωρίς καμία αμφιβολία, εντελώς αντίθετα με αυτά που είχα διδαχθεί. Μου ήταν όμως αδύνατο να δουλέψω με άλλον τρόπο». Από την άλλη, ο Andy Warhol, μια τεράστια προσωπικότητα και όπως πολλοί τον αποκαλούν, ο «πάπας» της pop κουλτούρας. Ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας, συλλέκτης, ιδρυτής του περιοδικού “Interview” και φυσικά το studio του, “The Factory” , τόπο συνάντησης καλλιτεχνών, μελών της avant garde και underground σκηνής, διασημοτήτων του Hollywood, bohemian φιλότεχνων, μουσικών, drag queens και πλούσιων υποστηρικτών, όλο τον καλό τον κόσμο δηλαδή. Έγινε γνωστός από τους πίνακες του που απεικόνιζαν καθημερινά αντικείμενα, όπως μπουκάλια Coca Cola ή κουτιά σούπας της εταιρίας Campbell, και αργότερα με προσωπογραφίες διασημοτήτων, σύμβολα της Αμερικάνικης pop κουλτούρας, σε φανταχτερά χρώματα και συχνά ως μεταξοτυπίες. Μία δήλωσή του για την Coca Cola, είναι ίσως η ακριβέστερη έννοια της pop art κουλτούρας που έχω διαβάσει ποτέ (σας τη γράφω μεταφρασμένη να μην παιδευόμαστε τσάμπα και υπόσχομαι τέλος με τα quotes): «Το υπέροχο με αυτή τη χώρα είναι ότι η Αμερική ξεκίνησε την παράδοση όπου οι πλούσιοι καταναλωτές αγοράζουν ουσιαστικά ίδια προϊόντα με τους φτωχότερους. Παρακολουθείτε τηλεόραση και βλέπετε την Κόκα-Κόλα και ξέρετε ότι ο Πρόεδρος πίνει Κόκα-Κόλα, η Λιζ Τέιλορ πίνει Κόκα-Κόλα και απλά σκέφτεστε ότι και εσείς επίσης, μπορείτε να πιείτε Κόκα-Κόλα. Μία Κόκα-Κόλα, είναι μία Κόκα-Κόλα, και με κανένα χρηματικό ποσό δεν μπορείτε να αγοράσετε μία καλύτερη, από αυτή που πίνει ένας αλήτης στη γωνία. Όλες οι Κόκα-Κόλα είναι ίδιες και όλες είναι το ίδιο καλές. Η Λιζ Τέιλορ το ξέρει, ο Πρόεδρος το ξέρει, ο αλήτης το ξέρει, και εσύ το ξέρεις.» Εγώ να την πω την αμαρτία μου, πολύ είχα εντυπωσιαστεί μ’ αυτό.
Όπως ήταν λοιπόν φυσικό, όλα αυτά επηρέασαν και την μόδα. Ενώ πριν οι μόδα και οι τάσεις αναφέρονταν περισσότερο στην πιο ευκατάστατη κοινωνική τάξη, τώρα η γνώμη και η άποψη των νέων ήταν σημαντική. Τα φορέματα και οι φούστες άρχισαν να κονταίνουν, οι γραμμές να γίνονται πιο άνετες και patterns με γεωμετρικά σχήματα να εμπνέουν όλο και περισσότερο τους σχεδιαστές, με πρώτο και καλύτερο, ποιον άλλον από τον Yves Saint Laurent. Επηρεασμένος φανερότατα από τους πίνακες του Piet Mondrian, παρουσιάζει το 1965 το Mondrian Dress και το 1966 εμπνευσμένος από τον Andy Warhol σχεδιάζει μάλλινα φορέματα με γυμνές γυναικείες σιλουέτες, κόκκινα χείλη και ροζ καρδιές. Σε παρόμοιο ύφος και ο Emilio Pucci. Με τα σχέδια και τα prints του εμπνευσμένα από την op art (οπτικές ψυχεδελικές ψευδαισθήσεις) κατάφερε να γίνει γνωστός σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ενώ τα μεταξωτά του φορέματα, tunics και beachwear δημιούργησαν μια “Puccimania” και τα σχέδιά του είναι μέχρι και σήμερα συνόνωμα με την δεκαετία των ‘60s.
Αλλά όπως η ρόδα, έτσι και η μόδα, γυρίζει αγαπητοί μου. Και φτάνουμε εν έτει 2001 αλλά κυρίως το 2006 και το 2008, όπου ο ένας και μοναδικός Marc Jacobs σε συνεργασία με τον σχεδιαστή Stephen Sprouse, δημιουργούν την sold out “graffiti logo” σειρά, αποτελούμενη από τσάντες, παπούτσια και φουλάρια για τον οίκο Louis Vuitton. Δεν χρειάζεστε λεπτομέρειες, ακόμα και να μην ασχολείστε με την μόδα, σίγουρα είχατε αντιληφθεί τον χαμό που είχε γίνει. Επειδή όμως ο Marc χτυπάει πάντα δύο φορές, ερχόμστε το 2013 και ένα χρόνο πριν αποχωρήσει από τον οίκο Louis Vuitton, κάνει τα μάτια μας να πονάνε (δεν ξέρω αν το εννοώ με καλό ή κακό τρόπο). Άσπρα, μαύρα και κίτρινα τετράγωνα παντού. Ψυχεδελική σκακιέρα, σε ’60s γραμμές και λίγο από ‘50s αισθητική. Την ίδια χρονιά, σχεδιαστές όπως ο Tom Ford και οι Αυστραλοί Romance was born, εστιάζουν στην πιο comic– Marvel πλευρά της pop.
Απ’ ότι καταλάβατε λοιπόν, η pop art κουλτούρα, δεν είναι απλά μία τάση, είναι ένα κίνημα που άλλαξε όλο τον κόσμο της τέχνης. Και κάτι που κρατιέμαι εδώ και ώρα να μην πω, αλλά δεν αντέχω άλλο, «μετά το ποπ δεν έχει στοπ». Αυτά.