Ξέρω ξέρω, αυτό είναι το 305o άρθρο που ανοίγεις – ή και όχι – για τη Θεσσαλονίκη. Μόνο που τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά σε αυτή την περίπτωση. Δε θα διαβάσεις εκθειασμούς για αυτή την πόλη ή ουτοπικές περιγραφές, δε θα διαβάσεις «τουριστικές» προτάσεις και σίγουρα δε θα διαβάσεις το διαχρονικό «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει». Το άρθρο αυτό δεν αποτελεί ταξιδιωτικό οδηγό -για όποιον από εσάς διέπραξε το στυγερό έγκλημα και δεν έχει έρθει ακόμη Θεσσαλονίκη-, αλλά την πραγματική πλευρά της πόλης από τη ματιά κάποιας που τη ζει καθημερινά.
Ξεκινάμε, λοιπόν. Δε νοείται να μείνεις σε αυτή την πόλη και να μην εκμεταλλευτείς τη νέα παραλία. Όταν ο αξιολάτρευτος δήμαρχος δήλωνε περήφανα ότι το δημιούργημά του αποτελεί ιδανική παρηγοριά για τους ταλαιπωρημένους και απογοητευμένους, κάτι ήξερε. Σίγουρα κάτι θα μάθεις κι εσύ που θα την επισκεφθείς. Μια βόλτα θα σε πείσει. Το απόγευμα είναι η ιδανική ώρα. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία, είναι ότι περπατώντας κατά μήκος της θα παρατηρήσεις τους ανθρώπους να περπατούν, να μιλούν και να γελούν, να είναι χαρούμενοι. Θα παίξεις με το νερό στα σιντριβάνια. Θα χαζέψεις τους μικροπωλητές και τους υπαίθριους μουσικούς και θα χωθείς σίγουρα ανάμεσα στις ομπρέλες για να βγεις την πολυπόθητη φωτογραφία. Στη νέα παραλία θα μείνεις με τις ώρες να θαυμάσεις το ηλιοβασίλεμα συζητώντας και περπατώντας – αφού τα παγκάκια είναι πάντα πιασμένα από τα επίδοξα ζευγαράκια – και θα εκπλαγείς από το πόσο γρήγορα μπορούν να περάσουν οι ώρες.
Τώρα, αν δεν είσαι λάτρης του περπατήματος και έφαγες πολλά μελομακάρονα, αλλά εξακολουθείς να θες να ρεμβάσεις, θα κατευθυνθείς προς τον Λευκό Πύργο και θα μείνεις εκεί. Θα κάτσεις στα αμέτρητα πεζούλια που υπάρχουν γύρω από τον πύργο. Γενικά, θα έλεγε κανείς εύκολα πως εδώ θα συναντηθούν όλες οι παρέες, όλων των ηλικιών και θα πλημμυρίσουν τον τόπο με τα γέλια και τα τραγούδια τους. Με λίγα, λόγια, το μέρος θυμίζει γιορτή.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που πρέπει να ξέρεις, είναι ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη του φαγητού. Σε κάθε γωνιά υπάρχει φαγητό, πρόχειρο και μη. Δεν γίνεται να περάσεις από την πλατεία Ναυαρίνου και να μην τσιμπήσεις μια πίτσα ή μια κρέπα. Σημασία δεν έχει η ώρα, αλλά ότι θα φας. Όπως, επίσης, δε νοείται να μην ξενυχτήσεις και να μη φας την μπουγάτσα του Γιάννη. Το μεγάλο ζόρι με το φαγητό, όμως, θα το καταλάβεις όταν κληθείς να φας στα Λαδάδικα και έπειτα, να πρέπει να διασχίσεις όλη την πλατεία Αριστοτέλους για να πας σπίτι σου. Και φυσικά θα πεις ότι δεν πάει άλλο όταν θα έχεις φτάσει στο σημείο που θα πάψεις να βγαίνεις τα βράδια και να μαζεύεσαι στο σπίτι με την παρέα σου για να παραγγείλεις κοτομπουκιές και πιτόγυρα. Στις 2 τα ξημερώματα. Δοκιμασμένο.
Όταν πάλι η νύχτα πέφτει στη Θεσσαλονίκη, όλα είναι ωραία. Τα φώτα και η μουσική στη Βαλαωρίτου, τα γέλια στο μπιτ μπαζάρ, οι χοροί και τα τραγούδια στην πλατεία Άθωνος, είναι όλα προγραμματισμένα για να σε καλέσουν στο ξενύχτι τους. Ώσπου να φτάσει η ιερή στιγμή που θα πρέπει να επιστρέψεις σπίτι σου με το εξίσου ιερό νυχτερινό αστικό της πόλης που θα σε μαζέψει από κάθε γωνιά της. Αν χωρέσεις, βέβαια. Ο μέσος φοιτητής που έχει κάνει στη Θεσσαλονίκη, με καταλαβαίνει.
Τώρα, αν δεν είσαι τύπος που θα βγει να ξενυχτήσει, μια βόλτα στην Τσιμισκή θα σε πείσει, αφού τα φώτα και ο κόσμος της που σύσσωμος μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά (ειδικά τώρα στις γιορτές) την κάνουν λίγο πιο όμορφη.
Περνώντας τη ζωή σου σε αυτή την πόλη οφείλεις να γνωρίζεις τρία πράγματα. Ότι η λέξη «απρόσωπο» δεν υπάρχει από τη στιγμή που οι άνθρωποι είναι οι πιο φιλικοί και χαμογελαστοί (πλην των οδηγών ΟΑΣΘ), ότι τα καλύτερα μαγαζιά βρίσκονται στα στενά και στα υπόγεια, γι’ αυτό περπάτησε και ανακάλυψε, και φυσικά ότι εδώ θα πας παντού περπατώντας. Αλλά, δεν θα κουραστείς, γιατί «σαν τη Θεσσαλονίκη δεν έχει».