Γελάω. Γελάω κανονικά, πονηρά και καθόλου ειρωνικά. Γελάω για την αλήθεια που πρόκειται να σας γράψω γιατί είναι τόσο αληθινή που ή θα κλάψεις ή θα γελάσεις γιατί πλέον πρέπει να αποδεχτείς και να αποδεχτούμε πως τα ψυχοσωματικά που κάποτε φάνταζαν μια απλή διάγνωση – ξεπέτα – από έναν γιατρό που βαριόταν να ασχοληθεί με την αναζήτηση ενός προβλήματος είναι πέρα για πέρα αληθινά.
Και τα έχουν πολλοί, σε πολλές και διάφορες μορφές. Και ναι, σε «μουδιάζουν» και ναι σε οδηγούν στην απελπισία. Και απαιτούν χρόνο και υπομονή. Και απαιτούν φροντίδα από μέσα προς τα έξω. Και απαιτούν κατανόηση από σένα και τους γύρω σου.
Θα σας πω μια ιστορία ενός ανθρώπου που γνώρισα πρόσφατα του οποίου η ιστορία «ξύπνησε» και δικές μου αναμνήσεις που είχα τοποθετήσει σε ένα ωραιότατο κουτάκι κάπου χωμένο στην αποθήκη των βιωμάτων μου.
Αν είχε ταμπέλα αυτό το κουτάκι θα έγραφε «στο καλό και στον αγύριστο».
Την προηγούμενη Τετάρτη, γνώρισα τον – επί του παρόντος συγγραφέα – Στέφανο Ξενάκη. Γράφω επί του παρόντος, διότι ο Στέφανος δεν επαγγέλετο συγγραφέας, καθώς αλλιώς ξεκίνησε και αλλού οδηγήθηκε όπως άλλωστε συμβαίνει στις ζωές πολλών ανθρώπων. Η συνέντευξή μας προορίζεται για το κανάλι μου στο ΥouΤube – δεν έχει ανέβει ακόμα, όταν έρθει η ώρα θα σου πω καθώς αυτά που ειπώθηκαν πιστεύω πως έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στο σημείο να μου πει πως έχασε τη φωνή του για 6 μήνες. Στην αρχή γέλασα. Δεν φαντάστηκα ότι το εννοούσε κυριολεκτικά – καθότι συγγραφέας – καθότι αφαιρετικός – καθότι έχει το δικαίωμα να το αναφέρει μεταφορικά – αλλά ο άνθρωπος έλεγε την αλήθεια του – πράγματι έχασε τη φωνή του. Πριν μου πει το γιατί, έκανα σενάρια με το μυαλό μου σε κλάσματα δευτερολέπτων – εικασίες για φαρυγγίτιδα και όποιον άλλο τίτλο κατέβαζε το μυαλό μου με τις λιγοστές μου γνώσεις πάνω στα ιατρικά – που να σχετίζεται με την απουσία φωνής. Σε αυτό το σημείο είχα φανταστεί απώλεια μερικής φωνής όχι εξ’ ολοκλήρου αλαλιά.
Θα κάνω εδώ μια σημαντική παρένθεση από προσωπική εμπειρία.
Τα ψυχοσωματικά στα ”σκάνε” όταν ηρεμείς από το γεγονός που στα προκάλεσε. Σαν τον έρπη ένα πράμα.
«Είχαν πει κάτι κακό για εμένα, ένας άνθρωπος κοντινός μου, αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Με είχε πληγώσει αρκετά αυτό που είχα ακούσει», ξεκίνησε να μου εξιστορεί ο Στέφανος. Τον κοιτούσα με απορία. Είχα μεγάλη περιέργεια στο πως θα εξελισσόταν αυτή η ιστορία του. «Και ενώ βρισκόμουν σε ένα meeting και μιλούσα, ξαφνικά δεν έβγαινε φωνή». Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Ναι Δάφνη είναι αλήθεια. Ναι Δάφνη έχεις ακούσει κάτι παρόμοιο, μιας κοπέλας που έχασε την όρασή της από ψυχολογική πίεση και ναι Δάφνη θυμήσου πως έχεις βιώσει κάτι παρόμοιο. Κάτι λέει, τον πλήγωσε πολύ. Και κλασσικά ο Στέφανος και ο κάθε Στέφανος σε εκείνο το σημείο ξεκίνησε την αναζήτηση αυτής της αφωνίας με γιατρούς, φίλους, αναγνώσεις στο διαδίκτυο και τα σχετικά. Είναι αυτό το σκοτεινό και αγωνιώδες μονοπάτι που ακολουθεί συνήθως κάποιος όταν έρχεται αντιμέτωπος με κάτι «αόριστο» τόσο «αόριστο» και απροσδιόριστο που ακούει στον τίτλο Ψυχοσωματικό, που αλίμονο μας, για την αβεβαιότητα που αισθανόμαστε εκείνη τη στιγμή.
Για το πόσο έρμαιο είμαστε σε αυτό το μονοπάτι, γιατί ξεκινάς πάντα από το προφανές και θα πω εδώ στη συγκεκριμένη περίπτωση φωνητικές χορδές και καταλήγεις στην ψυχή σου αλλά μέχρι να φτάσεις στην ψυχή σου σου έχει φύγει κυριολεκτικά και καθόλου μα καθόλου μεταφορικά, η ψυχή.
Δεν ακούμε την ψυχή μας όταν αυτή μας μιλάει
Η ψυχή δεν έχει φωνή και είναι μια ύπουλη κυρία που κοιτάει πλάγια και εμείς φτυνόμαστε μπας και μας συμβεί κάνα κακό. Και πάντα την αφήνουμε για μετά γιατί ο χρόνος είναι λίγος η ζωή και οι υποχρεώσεις τρέχουν και ότι πληγώνει αυτήν την κυρία που λέγεται ψυχή και ζει μέσα μας δεν έχει ποτέ την απαιτούμενη προσοχή από εμας και φυσικά ξέρει να κάνει αισθητή την παρουσία της, με διάφορους τρόπους. Η ψυχή βρίσκει φωνή μέσα από το σπίτι της και το σπίτι της, είναι το σώμα μας.
Δαφνούλα για θυμήσου. Και η Δαφνούλα θυμήθηκε
Πάντα θα με πιάνει ταχυπαλμία στη θύμηση της τότε μου κατάστασης. Τότε που και η δική μου ψυχή μίλησε και δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ. Τα βράδια. Για έναν ολόκληρο χρόνο και κάτι ψιλά.
Δευτεροετής στο εξωτερικό. Η καρδιά μου συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 68 – 69 παλμών. Έ τότε φτάσαμε και τους 180 και όχι μόνο τους φτάσαμε αλλά τους συντηρήσαμε. Όταν έχεις 180 παλμούς χωρίς λόγο και αιτία τα πράγματα δεν πάνε καλά – ειδικά όταν βρίσκεσαι σε αδράνεια με 150 παλμούς και δεν έχεις κάνει κάτι για να σ-τους προκαλέσεις. Δεν έχει συμβεί κάτι για να σ-τους προκαλέσει. Κάτι που να ξέρεις. Κάτι που να βγάζει νόημα και να μπορεί αυτό το κάτι να σου δώσει μια απάντηση. Γιατί «καρδούλα» μου τρέχουμε με 150 παλμούς κάθε μέρα για σχεδόν όλη μέρα; Καμία απάντηση. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και μέσα στην ημέρα έκανα ένα κάρο δραστηριότητες για να μην αισθάνομαι την ταχυπαλμία. Βάρβαρο. Προσπάθησα να το διαχειριστώ, δηλαδή να το αγνοήσω. Στο εξωτερικό δεν μπορούσα να κάνω και πολλά και το μόνο που με ανακούφιζε ήταν το να το συζητάω με φίλους για να ηρεμώ. Πλασματικά. Επέστρεψα στην Ελλάδα άρον – άρον και μπήκα σηκωτή στο Ωνάσειο.
Βρέθηκα με μέθη, δηλαδή μισοξύπνια, πάνω σε ένα αλουμινένιο τραπέζι, στο βάθος έπαιζε Βανδή, με 5 γιατρούς από πάνω μου οι οποίοι έστελναν ρεύμα στην καρδιά για να προκαλέσουν την ταχυπαλμία και να βρουν τί την προκαλεί. Αλλά έλα που μπαίνοντας στο νοσοκομείο αισθάνθηκα ασφάλεια και η ταχυπαλμία δεν ξυπνούσε. Αυτό κράτησε 2 ώρες. Στόχος ήταν να καυτηριάσουν ένα κομματάκι στην δεξιά κοιλία της καρδιάς για να σωπάσουν επιτέλους οι αρρυθμίες, οι ταχυπαλμίες και οι βραδυκαρδίες και να είμαι μια φυσιολογική κοπέλα 20 ετών. Το σχέδιο απέτυχε. Η καρδιά μου ήταν ήρεμη. Οι παλμοί μου φυσιολογικοί. Οι γιατροί απορημένοι και ο μπαμπάς μου απ’ έξω να τον ζώνουν τα φίδια και η αγωνία για το τί συμβαίνει στο παιδί του, νιώθοντας ανήμπορος να βοηθήσει το πλάσμα που είχε φέρει στον κόσμο.
Βγαίνω. Περιμένω στο δωμάτιο με τον μπαμπά μου, τους γιατρούς. Από την μέθη παραμιλούσα λέγοντας πως οι γιατροί ήταν εξαιρετικοί και τους ευχαριστώ πολύ – λες και ήμουν ο Πάπας στο Βατικανό και χαιρετούσα τον κόσμο από κάτω.
Οι γιατροί ήρθαν. Οι γιατροί είπαν. «Η κόρη σας δεν έχει κάτι παθολογικό» και τότε αντί να νιώσουμε ανακούφιση ήταν που μας κυρίευσε το άγχος. Είναι αυτό το άγχος εκείνου του σκοτεινού μονοπατιού που σας ανέφερα παραπάνω. Είναι εκεί που πρέπει να αρχίσεις να ερευνάς τα πάντα προς πάσα κατεύθυνση για να δεις τί φταίει. Δύσκολο.
«Η κόρη σας καλό θα ήταν να παίρνει ηρεμιστικά μέχρι να δούμε τι συμβαίνει».
Ηρεμιστικά δεν πήρα ποτέ. Δεν αντέχω να χάνω την αίσθηση του τώρα μου ή να βρίσκομαι υπό την επήρεια ουσίας που μου θολώνει το μυαλό και με κάνει να μην είμαι εγώ.
Οι ταχυπαλμίες έφυγαν. Για πάντα. Έχουν περάσει 13 χρόνια και είμαι ελεύθερη από τα δεσμά τους.
Ανέτρεξα στο γιατί και βρήκα πολλά. Τα αίτια ήταν η πονεμένη μου ψυχολογία και άλλα πολλά που δεν έχει νόημα να γράψω γιατί πάντα στον καθένα τα δικά του «πολλά» είναι τα δικά του «πολλά» και είναι σημαντικά, πολύ σημαντικά και δεν έχει νόημα να τα πει, αλλά να τα δει ο ίδιος, να τα αναγνωρίσει και να τους «μιλήσει».
Για όσους δεν πιστεύετε στα ψυχοσωματικά, δεν θα σας πω «πιστέψτε» απλά θα σας παρακαλέσω να είστε ανοιχτοί σε κάτι που δεν σας έχει συμβεί και μακάρι ποτέ να μην σας βρει αλλά δεν σημαίνει ότι επειδή δεν βρήκε εσάς, δεν έχει βρει άλλους.
Να την ακούμε την ψυχή. Η ψυχή βρίσκει φωνή μέσα από το σώμα. Και είναι τόσο δυνατή που παίζει να χάσεις και την ακοή σου αν την αφήσεις τελικά, να σου φωνάξει τόσο δυνατά.
Καλό θα ήταν, να μην φτάσεις εκεί. Γιατί κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά, μπορεί να συμβεί.