Το καλοκαίρι που μας πέρασε δεν πήγα στο χωριό με τον παππού και την γιαγιά, αλλά ούτε και κατασκήνωση. Αφενός γιατί δεν έχω χωριό, αλλά ούτε παππούδες και γιαγιάδες – μία γιαγιά μου έχει μείνει και δεν μπορούμε να πάμε στο χωριό της, είναι από την Πόλη και είναι τόσο μεγάλη που την ρωτάμε καμία φορά “γιαγιά ήταν ωραία στην Πόλη;” και μας απαντάει “σε ποιά πόλη απο όλες;”. Αφετέρου δεν δέχονται στις κατασκηνώσεις άτομα 30και – πολύ βολικό αυτό το “και” στο “30και”, “και βάλε και βγάλε” ό,τι βολεύει τον καθένα – σαν κατασκηνωτές παρά μόνο σαν ομαδάρχες – ομαδάρχισσες. Ναι δεν ήξερα να φάω τρείς βδομάδες από την ζωή μου σαν ομαδάρχισσα για να μου κάνουν όσα έκανα τα 10 μου χρόνια σαν κατασκηνώτρια!
Αυτό το καλοκαίρι δεν ήταν αυτό που θα περίμενα ή θα φανταζόμουνα. Ξεκίνησε με την γιορτή μου – των Αγίων Πάντων, -γελάστε ελεύθερα- που μόνο οι γονείς μου, ο συγκάτοικος μου και ο φίλος μου ο Δημήτρης την θυμήθηκαν. Οι γονείς μου αφενός την θυμήθηκαν μάλλον επειδή : Α) είμαι παιδί τους, και Β) ίσως γιατί έχουν τύψεις που μου έδωσαν ένα όνομα που δεν γιορτάζει, επειδή όταν ήμουν μικρή κοπανιόμουνα και έκλαιγα που δεν με λένε “Ελένη, Μαρία, ή Δήμητρα” για να κεράσω τα παιδάκια στο σχολείο γλυκά για την γιορτή μου. Απ’ όταν μπήκαμε στην κρίση όμως αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος να μου αρέσει το όνομα μου εκτός από το ότι ήταν το όνομα της αγαπημένης μου γιαγιάς. Ο Βασίλης και ο Δημήτρης αφετέρου, θυμήθηκαν την γιορτή μου γιατί φρόντισα επί δυο μήνες να τους υπενθυμίζω ότι “των Αγίων Πάντων πέφτει την Κυριακή μετά του Αγίου Πνεύματος”. Ανήμερα της γιορτής μου πήγαμε και φάγαμε καβούρια και γαρίδες και όταν τελειώσαμε το φαγητό τραγουδάγαμε παλιά λαϊκά τραγούδια στην ταβέρνα, γίναμε δηλαδή οι γονείς μας και κάναμε αυτά που κοροϊδεύαμε. Ο Ιούνιος κινήθηκε στο ίδιο μουσικό υπερθέαμα με την συναυλία του Ρόμπι του Γουίλιαμς , με εμένα και την Τζένη δέκα λεπτά πριν αρχίσει η συναυλία να κατουριόμαστε και να τρέχουμε από την πρώτη σειρά της αρένας να πάμε στην τουαλέτα στην ααααααάλλη πλευρά του τέραβάιμπ, ποδοπατώντας όλη την Μαλακάσα παραλίγο και η μία την άλλη και ακούγοντας ό,τι βρισιά υπάρχει ή δημιουργήθηκε εκείνη την στιγμή που παταγάμε όλη την Μαλακάσα. Τελικά όλα καλά, κατουρήσαμε και τρέξαμε πίσω ποδοπατώντας όσους δεν είχαμε ποδοπατήσει και ξαναποδοπατώντας μερικούς που είχαμε ξαναποδοπατήσει, φτάνοντας στην θέση μας δευτερόλεπτα πριν βγει ο Ρόμπι, γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι βάση της συνέπειας μας αλλά και της αγάπης μας για το Τζιν, ότι είμαστε πραγματικές Αγγλίδες.
Ε, η συνέχεια του Ιουνίου μέχρι και τα μέσα Ιουλίου ήταν γεμάτη με Γιούρογκρουπς, Συνόδους Κορυφής, Ολομέλειες της Βουλής, διαγγέλματα, κάλπες, “ναι”, “οχι”, “οχι” που έγιναν “ναι”, κάπιταλ κοντρόλς, άγχος για το πώς θα ξυπνήσουμε την επόμενη μέρα, για το αν μας θέλουν ή δεν μας θέλουν, για το αν τους θέλουμε ή δεν τους θέλουμε, απορία για το “τι τους έχουμε κάνει μωρέ των μ@λ@κισμένων”, αλλά και για το “τι μας έχουμε κάνει μωρέ των μ@λ@κισμένων”, λίγο φόβος, λίγο άγνοια, λίγο “τι έγινε ρε παιδιά”, γενικά λίγο πολύ χάλια αυτή η περίοδος με μια φωτεινή εξαίρεση τα πουκάμισα του Γιάνη και η προσμονή των διακοπών που πλησίαζαν. Των δικών μου, όχι του Γιάνη.
Και φτάνουμε στα μέσα Ιουλίου, μια μέρα πριν τις διακοπές να πηγαίνω στα επείγοντα εξαιτίας μιας παρενέργειας στο φάρμακο της διαγνωσμένης προ διημέρου νευραλγίας τριδύμου. Μεγάλη πίεση 19μισό -“θερμοσίφωνας είμαι;”, που έλεγε ο Γιάννης στους “απαράδεκτους”-, ζαλάδα, τρέμουλο, κρίση πανικού συν ο πόνος της νευραλγίας. Αν δεν ξέρετε τι είναι ο πόνος της νευραλγίας να σας πω ότι πώς είναι ο πονοκέφαλος και η ημικρανία; ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ. Ξεκινάει με ένα κάψιμο στην μια πλευρά του προσώπου που υπάρχει η νευραλγία και εξαπλώνεται σιγά σιγά σε ολόκληρη την μισή πλευρά αυτή και θες να ξεριζώσεις το κεφάλι σου, να το βαρέσεις στον τοίχο, να το γυρίσεις γύρω γύρω σαν το κοριτσάκι του εξορκιστή. Αυτός ο πόνος δεν ξέρεις πότε θα σε πιάσει και κρατάει μία ώρα περίπου, συχνά έχει και εμετό, δακρύζει το ένα μάτι και τρέχει το ένα ρουθούνι, και απλά περιμένεις να περάσει. Στα επείγοντα μου είπαν οτι δεν είναι “απλή νευραλγία τριδύμου, αλλά αθροιστική προσωπαλγία” και μου απαγόρεψαν ήλιο, ζέστη, αλκοόλ, -Ιούλιος στην Ελλάδα είμαστε, φορ γκαντς σέικ δηλαδή!- , μου έγραψαν μαγνητική τομογραφία για να αποκλείσουμε τα υπόλοιπα, και με αποχαιρέτησαν λέγοντας μου να μην ανησυχώ δεν θα πεθάνω από αυτό και να πάρω κορτιζόνη για δώδεκα μέρες. Για όσο ακριβώς θα κράταγαν οι διακοπές μου. Την επόμενη μέρα ξεκίνησα τις διακοπές μου με ένα καπέλο πιο μεγάλο απο αυτά των ιπποδρομιών του Άσκοτ και μισή βαλίτσα φάρμακα χωρίς κορτιζόνη. Αν ήταν να φύγω από τον μάταιο τούτο κόσμο ας έφευγα χορτασμένη από αλάτι και ζάχαρη.
Φτάσαμε στο νησί και ενημερωθήκαμε οτι ήταν εκεί και η Αντζελίνα και ελπίζαμε να την δούμε μήπως και μας υιοθετήσει και σωθούμε. Το πρώτο βράδυ στο νησί, μόλις κάτσαμε στην βεράντα, άρχισε το ΔΙΗΜΕΡΟ φεστιβάλ παραδοσιακών χορών με ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Ωτοασπίδες δεν είχαμε κι έτσι μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο και ανοίξαμε την τηλεόραση. Το βράδυ εκείνο και το επόμενο πήραμε τα βουνά και τα λαγκάδια, τα όρη τις ραχούλες. Μπορεί να μην πετύχαμε την Αντζελίνα αλλά σώσαμε τα αυτιά μας. Τις μέρες των διακοπών έπαθα πέντε φορές τον πόνο της νευραλγιάς, καθόμουνα με την καπελαδούρα κάτω από τις ομπρέλες λες και κρυβόμουν από τους παπαράτσι, με τσίμπησαν μολυσμένα κουνούπια και πήρα τελικά κορτιζόνη – όταν ο ανθρωπος κάνει σχέδια η κορτιζόνη χαμογελάει -, και την προτελευταία μέρα έπαθα ηλίαση και κατέληξα στο κέντρο υγείας με αφυδάτωση. Σε μιάμιση ώρα μου έβαλαν δύο ορούς με ζαντάκ και μου έκαναν – ντρέπομαι να πω πού- παυσίπονη ένεση.
Την τελευταία μέρα των διακοπών την πέρασα στο δωμάτιο σαν συνταξιούχος λύνοντας σταυρόλεξα, διαβάζοντας βιβλία και βλέποντας τηλεόραση. Μπορεί να είδα μέχρι και τον καιρό για τους αγρότες, δεν είμαι σίγουρη, μπορεί.
Πέρα από τα εφτά κακά της μοίρας μου που με βρήκαν στις διακοπές, δεν βρήκα τον έρωτα. Να μου πεις αν δεν εχεις βρει κάτι 353 μέρες, θα το βρεις σε 12; Γύρισα από τις διακοπές και ενώ το καλοκαίρι συνεχιζόταν για κάποιους άλλους προφανώς εγώ έτρεχα να κάνω μαγνητική, και να βλεπω νευρολόγους. Η μαγνητική πεντακαθάρη, ούτε εγκέφαλο δεν έδειξε που λέει ο λόγος και οι γιατροί ναι μεν μου έδωσαν κάποια φάρμακα – βαριά – αλλά μου σύστησαν να κάνω υπομονή και να μην τα πάρω γιατί αυτό κάνει την έξαρση του και υποχωρεί. Μέχρι να ξανάρθει. “Αυτό” το χαρακτήρισε και ο πρώτος γιατρός που είδα αλλά και όλοι οι επόμενοι που πήγα για να πάρω μια δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη γνώμη. “Δεν ξέρουμε τι το προκαλεί, ούτε είναι επικίνδυνο, ούτε έχει στάνταρ ονομασία και θεραπεία. Σημασία δεν έχει πώς το λένε, σημασία έχει να μην υποφέρεις, αλλά και πάλι μπορεί να μην σου κάνει η συγκεκριμένη θεραπεία και να χρειαστεί να την αλλάξουμε. Καθόλου ήλιο και καθόλου ζέστη έτσι; Όλα καλά θα πάνε”. Όλη η πρόταση λάθος, η τελευταία. Έξω ήταν καλοκαίρι, κι εγώ δεν μπορούσα να πάω στην θάλασσα και καθόμουνα κλεισμένη στο σπίτι μου σαν την Σιγκούρνι Γουίβερ από τον φόβο μου μην με πιάσει πάλι “αυτό” και είμαι έξω. Έξω ήταν καλοκαίρι κι εγώ δεν ήμουν ούτε στο χωριό, ούτε κατασκήνωση, ούτε στην θάλασσα, ούτε με υιοθέτησε η Αντζελίνα, ούτε βρήκα τον έρωτα.
Και μπήκε ο Αύγουστος. Δεν χάρηκα. Κολιός είμαι για να χαρώ; Έμεινα στην άδεια Αθήνα να προσπαθώ να πιστέψω αυτό το “είναι ωραία η Αθήνα τον Αύγουστο”. Οι πόνοι σταδιακά υποχώρησαν κι εγώ μπορούσα πλέον να κυκλοφορήσω, αλλά είχαν αναχωρήσει και οι περισσότεροι φίλοι μου. Κι έμεινα στην άδεια Αθήνα σαν τον Τσίου. Δεν έψαχνα ναρκωτικά, έψαχνα το αν είναι ωραία η Αθήνα τον Αύγουστο. Καλά ήταν τελικά. Ήπιαμε ποτά και δεν μεθύσαμε, πήγαμε θερινό σινεμά να δούμε μια κωμωδία και πλαντάξαμε στο κλάμα και γενικά τα κάναμε όλα ανάποδα. Και ενώ αναθάρρησα πώς μπορεί να καταλάβω ότι είναι καλοκαίρι πλησίασαν οι μέρες για τον προεγχειρητικό έλεγχο και για την επέμβαση του διαφράγματος.
Κι εκεί που σκεφτόμουνα ότι “Αυτό το καλοκαίρι πιο πολλές φορές πήγα στο νοσοκομείο παρά στην θάλασσα”, καθώς έκλεινα τα εισητήρια για το τριήμερο 17-21 Σεπτεμβρίου που κανόνισαμε μήπως και νιώσω λίγο καλοκαίρι, ενημερώθηκα για τις εκλογές στις 20 Σεπτεμβρίου. “Λάθος και πάλι η προηγούμενη πρόταση. Αυτό το καλοκαίρι πιο πολλές φορές πήγα στο νοσοκομείο και στην κάλπη παρά στην θάλασσα”