Καθόμουν στον καναπέ με τα πόδια μαζεμένα κάτω από το σώμα μου. Το φως της τηλεόρασης τρεμόπαιζε, αλλά δεν το έβλεπα πραγματικά. Ο ήχος από τις ειδήσεις ήταν απλώς λευκός θόρυβος – κάτι να γεμίζει το κενό. Στην άλλη άκρη του δωματίου, εκείνη. Σιωπηλή, με το κινητό στο χέρι. Δεν θυμάμαι αν είχαμε ανταλλάξει πάνω από τρεις προτάσεις όλο το βράδυ.

Καμία ένταση. Δεν υπήρχαν φωνές, δράματα ή μεγάλες σκηνές. Κανείς δεν έφευγε από το δωμάτιο θυμωμένος, κανείς δεν έκλεινε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Μόνο αυτή η αόρατη απόσταση, μια σιωπή που κάποτε θα με έπνιγε, αλλά τότε ήταν απλώς… φυσιολογική.

Πότε είχε γίνει φυσιολογικό το κενό;

Θυμάμαι όταν δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τα χέρια μας μακριά ο ένας από τον άλλον. Όταν ένα απλό άγγιγμα στη μέση του δρόμου με έκανε να ανατριχιάζω. Θυμάμαι τα ξενύχτια με κουβέντες που δεν ήθελα να τελειώσουν, τα γέλια μας που έσπαγαν τη σιωπή της νύχτας. Θυμάμαι όταν έμπαινα στο σπίτι και η καρδιά μου χτυπούσε λίγο πιο δυνατά βλέποντάς την.

Μετά όμως, σιγά-σιγά, όλα άλλαξαν.

Οι συζητήσεις μας έγιναν αριθμοί, προθεσμίες, υποχρεώσεις. Μιλούσαμε για δουλειές, για το πόσο ακριβά είχαν γίνει τα ψώνια, για λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν. Δεν υπήρχε ελαφρότητα, δεν υπήρχε ενθουσιασμός. Το γέλιο μας έγινε ευγένεια, το άγγιγμα συνήθεια.

Στο κρεβάτι, η απόσταση ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Δύο σώματα που απλώς συνυπήρχαν κάτω από το ίδιο πάπλωμα. Δεν υπήρχε φιλί πριν κοιμηθούμε, ούτε εκείνη η έλξη που κάποτε μας έκανε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μερικές φορές ένιωθα σαν να ήμασταν απλώς συγκάτοικοι.

Και το πιο παράξενο; Δεν μου έλειπε.

“Έτσι είναι οι σχέσεις μετά από καιρό”

Αυτό μου έλεγαν. Οι φίλοι μου, οι συγγενείς, ακόμα και τυχαίοι άνθρωποι στο ίντερνετ που μιλούσαν για τον έρωτα σαν κάτι αναλώσιμο. Σαν κάτι που ξεκινάει σαν φωτιά, αλλά είναι αναμενόμενο να σβήσει.

Μόνο που εγώ δεν το ήθελα έτσι.

Δεν περίμενα να ζήσω μια ατελείωτη ιστορία πάθους, αλλά ούτε και να κοιτάζω έναν άνθρωπο που κάποτε λάτρευα και να μη νιώθω τίποτα. Ούτε ευτυχία, ούτε δυστυχία. Μόνο μια απόλυτη στασιμότητα.

Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της πια. Και ήξερα πως ούτε εκείνη ήταν. Δεν το λέγαμε, δεν το παραδεχτήκαμε ποτέ, αλλά ήταν εκεί. Στην αμηχανία όταν αγγίζαμε ο ένας τον άλλον κατά λάθος, στα ψεύτικα χαμόγελα όταν βγαίναμε με φίλους, στα “σ’ αγαπώ” που ακούγονταν περισσότερο σαν συνήθεια παρά σαν αληθινό συναίσθημα.

Και κάποια στιγμή, πολύ απλά, τελείωσε.

Μεγάλα λόγια δεν υπήρξαν. Ούτε ξεσπάσματα, ούτε κατηγορίες. Ίσως γιατί δεν είχε μείνει κάτι για να σωθεί. Ήμασταν ήδη χαμένοι, απλώς δεν το είχαμε παραδεχτεί ακόμα.

Και ίσως αυτή να ήταν η πιο λυπηρή αλήθεια από όλες.