-Έλα.
-Έλα.
-Πού είσαι;
-Μόλις τελείωσα ψυχολόγο.
-Ντάξει, όλα καλά; Είσαι το ίδιο τρελη με όσο πριν πας;
-Ναί, ναί, όλα καλά, το ίδιο και περισσότερο.
-Τι θα κάνεις;
-Τίποτα, εσύ;
-Έστειλα στην άλλη να βρεθούμε και δεν μου απάντησε.
-Στην χθεσινή;
-Ναι μωρέ, ντάξει σιγά.
-Ε πάλι καμιά μαλακία θα έκανες.
-Ναι μωρέ, ντάξει σιγά.
-Το αναμενώμενο.
-Κάνουμε τίποτα;
-Όπως;
-Ξέρω εγώ; Πάμε ικεα;
-Να ψωνίσουμε;
-Να φάμε.
Και πήγαμε. Να φάμε. Χαζέψαμε όλα τα έτοιμα διαμερίσματα ικέα, “το σπίτι μου 32 τετραγωνικά”, δοκιμάσαμε όλα τα στρώματα με τον γνωστό τρόπο που κάποιος δοκιμάζει τα στρώματα στις εκθέσεις, πέφτοντας πάνω τους με κωλοτούμπα, με διπλό τόλουπ, με άλμα Μελισσανίδη, χτυπάγαμε με το χέρι τα έπιπλα και λέγαμε “γερό ε;”, όπως κάνουν οι μεγάλοι όταν θέλουν να δουν την ανθεκτικότητα των επίπλων, καθόμασταν στα παιδικά έπιπλα και λέγαμε “ορίστε, να μιά άνετη καρέκλα” και πήγαμε να φάμε. Εγώ έφαγα σαρανταδύο κεφτεδάκια και εκείνος έφαγε σολομό γιατί έκανε δίαιτα. Με μισό κιλό μαγιονέζα.
Βγήκαμε από το ικέα αφήνοντας οικογένειες, φοιτητές και εργένηδες να στήνουν το σπιτικό τους, να τσακώνονται, να δοκιμάζουν στρώματα, να μετράνε διαστάσεις επίπλων, να ρωτάνε για τα βατ των φωτιστικών, να φαντάζονται πώς θα γίνει το δωμάτιο τους, η κουζίνα τους, το “σπίτι τους 32 τεραγωνικά”.
-Τι θες να κάνουμε; Με ρώτησε και έκατσε στο παγκάκι που έβλεπε προς την εθνική.
-Ξέρω κι εγώ; Δεν έχω πολλή όρεξη.
-Τι έχεις;
-Δεν ξέρω. Ήξερα. Ήταν δύσκολη η συνεδρία εκείνη την ημέρα και είχα στείλει και εγώ μήνυμα στον άλλο και δεν μου είχε απαντήσει. Πάλι καμιά μαλακία θα είχα κάνει. Δεν ήθελα να του το πω γιατί θα άρχιζε πάλι να μου λέει ότι μπορεί να έκανα πάλι κάμια μαλακία αλλά ότι η μεγαλύτερη μαλακία μου είναι οι λάθος επιλογές μου. Και θα είχε δίκιο. Μόνο που δεν ήθελα να ακούσω πάλι πόσο λάθος ήμουνα και πόσο δίκιο είχε εκείνος. Γιατί όσο κι αν δυο άνθρωποι είναι φίλοι, όσο και αν γελάνε με τα ίδια πράγματα, όσο κι αν διασκεδάζουν με το να δοκιμάζουν τα στρώματα κάνοντας κωλοτούμπες, όσο κι αν συμφωνούν στο ποιά ταινία θα δούν ή σε ποιό μαγαζί θα πάνε, όσο κι αν ξέρει ο ένας τον άλλο, δεν αντέχουν πάντα και στον ίδιο βαθμό να ακούσουν την αλήθεια ο ένας από τον άλλο. Κι εγώ εκείνη την μέρα του Μαρτίου δεν άντεχα να ακούσω καμιά αλήθεια που να αφορούσε στις λάθος επιλογές μου.
Κάτσαμε αρκετή ώρα σε εκείνο το παγκάκι έξω από το Ικέα που έβλεπε προς την εθνική. Βλέπαμε τα αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται και πλάθαμε ιστορίες για το πού πάνε ή από γυρνάνε. Λέγαμε και γελάγαμε πόσο δεν έχουμε ζωή που βλέπουμε τους άλλους να πηγαινοφέρνουν τις ζωές τους στην εθνική. Φανταζόμασταν πόσο ωραίο θα ήταν να το κάναμε αυτό σε έναν αυτοκινητόδρομο στην Αμερική, από αυτούς τους τεράστιους που ανά 30 χιλιόμετρα υπάρχει ένα βενζινάδικο της συμφοράς και μπάλες από στάχυα πάνε όπου τις πάει ο αέρας. Καθόμασταν και λέγαμε τι λείπει από τις ζωές μας, τι θα θέλαμε να βρούμε, τι θα αλλάζαμε αν θα μπορούσαμε, ποιους θα αλλάζαμε αν θα μπορούσαμε, πού θα πηγαίναμε αν ήμασταν σε ένα από αυτά τα αυτοκίνητα που ανεβοκατέβαιναν την εθνική. Λέγαμε όσα μπορούν να που δυο φίλοι που νιώθουν σαν μπάλες από στάχυα που τις πηγαίνει όπου θέλει ο αέρας.
-Έλα λέγε. Τι θες να κάνουμε; Με ρώτησε.
-Δεν ξέρω, αλλά ό,τι και να κάνουμε δεν θέλω να είναι κάπου μέσα. Δεν θέλω να κλειστώ, πνίγομαι.
-Πάμε λούνα παρκ;
-Πάμε.
Και πήγαμε. Και παίξαμε σαν παιδιά που δεν έχουν σχολείο την επόμενη μέρα. Σαν παιδιά που δεν έχουν έγνοιες παρά το αν θα έχουν απροειδοποίητο διαγώνισμα. Άλλο που εμείς έπρεπε να πάμε στις δουλειές μας την επόμενη μέρα και είχαμε πολλές και παραπάνω έγνοιες από το αν θα έχουμε κανένα απροειδοποίητο διαγώνισμα. Μάλλον αυτό σημαίνει να μεγαλώνεις, κάθε μέρα έχεις πολλά απροειδοποίητα διαγωνίσματα.
Το λούνα παρκ δεν είχε πολύ κόσμο. Μάλλον τα παιδιά διάβαζαν για να πουν σωστά το μάθημα τους ή για να γράψουν καλά σε κάποιο απροειδοποίητο διαγώνισμα. Εμείς κάτσαμε και παίξαμε αδιαφορώντας για τα λάθη που θα κάναμε την επόμενη μέρα και αν θα ξέραμε να πούμε σωστά το μάθημα που δεν διαβάσαμε. Ίσως γιατί το μόνο που ξέραμε να κάνουμε σωστά ήταν τα λάθη μας.
Πέρασαν δυο χρόνια από τότε. Και συχνά αναφερόμασταν σε εκείνο το απόγευμα που βλέπαμε τα αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται στην εθνική και στα κουκλάκια που κέρδισε και μου έδωσε στον “ιππόδρομο”, στο “πέτα τις κότες στην κατσαρόλα”, στον “γάντζο”. Τα χρόνια πέρασαν, οι ζωές άλλαξαν και δεν βλεπόμαστε τόσο συχνά όσο παλιά. Υποχρεώσεις, δουλειές, “διαγωνίσματα”, λάθη και σωστά δεν μας επιτρέπουν να καθόμαστε τόσο συχνά σε ένα παγκάκι ή να ανεβαίνουμε στην ρόδα του λούνα παρκ. Γιατί ο καθένας ανεβαίνει στην δική του ρόδα κάθε μέρα. Που την γυρίζει ή περιμένει να γυρίσει. Σαν την ρόδα του αμαξιού που τον πηγαινοφέρει. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν και οι φίλοι καμιά φορά χάνονται. Αλλά δεν ξεχνιούνται. Γιατί ξέρεις ότι θα υπάρχουν εκεί να σου θυμίσουν ότι “πάλι καμιά μαλακία θα έκανες” και να σου πουν “ευχαριστώ” για τα κουκλάκια που κέρδισαν στο λούνα παρκ και στα χάρισαν. Ίσως για αυτό και να είναι φίλοι.