Στη «Γέννηση της Τραγωδίας» ο Νίτσε μιλάει για το Διονυσιακό και το Απολλώνιο. Δύο έννοιες αντιθετικές, με την πρώτη να αντιπροσωπεύει το χάος, το σκοτάδι, το πάθος και την δεύτερη να ορίζει το οτιδήποτε λαμπερό, απτό και λογικό. Στο τρίτο έτος της Σχολής, όταν ένας καθηγητής προσπαθούσε να μας εξηγήσει αυτά τα δύο, έφερε τον Σάκη Ρουβά ως κατάλληλο παράδειγμα για την έννοια του Απολλώνιου. Όταν λοιπόν άκουσα για την βράβευση του Σάκη Ρουβά στα βραβεία Καρόλου Κουν για τον ρόλο του στις Βάκχες, απόρησα, όχι όμως επειδή αμφισβήτησα το υποκριτικό/ μουσικοχορευτικό του ταλέντο, εξάλλου δεν έχω σπουδάσει θεατρολογία, αλλά μίντια.
Ο λόγος που οι περισσότεροι απόρησαν με αυτή την κίνηση, δεν οφείλεται κατά τη γνώμη μου στα «γραμμάρια ταλέντου» που κουβαλάει ο Ρουβάς, αλλά στο κατά πόσο ταιριάζει η ιδιοσυγκρασία του στον χώρο του θεάτρου. Το θέατρο ξεκίνησε στην αρχαία Ελλάδα ως Διονυσιακή λατρεία και συνεχίζει να κουβαλάει μέχρι και σήμερα το σκοτάδι, την μεταμόρφωση, το χάος και τον πόνο. Ο ηθοποιός λανθασμένα λένε πως πλάθει χαρακτήρες, γιατί στην πραγματικότητα τους γεννάει και μια γέννα είναι μακριά από το «λαμπερό» και το «θεϊκό». Η γέννα έχει πόνο και αίμα, είναι ανθρώπινη. Ο «λαμπερός κόσμος της showbiz» από την άλλη πλάθει άρτιες προσωπικότητες με μια αναίμακτη διαδικασία.
Αν για ένα λόγο συμφωνώ με την κυρία Διαβάτη είναι εκείνο το «τσούξιμο» που νιώθεις όταν βλέπεις τα πλασμένα από τα μίντια είδωλα να εισέρχονται βίαια στον κόσμο των παθών. Στο θέατρο δεν πας για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, ούτε για να βρεις πρότυπα. Το θέατρο σου δίνει την ευκαιρία να συνομιλήσεις με τα πιο σκοτεινά βάθη της ψυχής σου, να μεταμορφωθείς και ως σάτυρος να βιώσεις την μέθεξη.