Κάθεσαι μπροστά από το pc. Ανοίγεις το word. Κενό. Ούτε μια φράση. Τίποτα. Πώς το λένε; Θες να γράψεις, αλλά δεν ξέρεις τι. Ραντεβού. Έχουν περάσει λίγες ώρες που είστε μαζί, έχετε καθίσει, έχετε περπατήσει, φτάνει η ώρα του αποχαιρετισμού. Ξανά κενό. Είσαι για καφέ. Οι φίλοι σου μιλάνε, μιλάνε, όλο λένε, λένε, κι εσύ είσαι εκεί. Τα ακούς όλα. Κάποια στιγμή κάποιος σε ρωτάει κι εσύ σηκώνεις τους ώμους και σφίγγεις τα χείλη.

Νιώθεις σα να είσαι σινεμά και οι τίτλοι τέλους πέφτουν λίγη ώρα νωρίτερα από το καθορισμένο. Σα να εμφανίζεται το “The End” αμέσως μετά το διάλειμμα. Μόνο που δεν πρόκειται για τέλος. Είναι απλώς αυτές οι μικρές στιγμές στη ζωή σου που συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις τίποτα. Δεν ξέρεις πώς να γεμίσεις την άδεια σελίδα στο word, ούτε πώς θες να αποχαιρετίσεις εκείνο το αγόρι.

Και να σου πω κάτι; Ξέρω ότι αγχώνεσαι. Ξέρω ότι όταν πέφτει το μαύρο στο μυαλό σου δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις. Γιατί οι άνθρωποι δεν έχουμε συνηθίσει στην ιδέα ότι δεν ξέρουμε τα πάντα. Και αν το συνηθίσεις κάποια στιγμή, ακόμη θα σου είναι δύσκολο να το αποδεχθείς. Γιατί θα έχεις στο μυαλό σου ότι αν παραδεχθείς πως δεν ξέρεις τίποτα, αυτόματα χάνεις το δικαίωμα να λες τη γνώμη σου. Να υπερασπίζεσαι τα πιστεύω σου.

Κι όμως η στιγμή που φτάνεις στο σημείο να παραδεχθείς πως δεν ξέρεις τίποτα, στην πραγματικότητα είναι η στιγμή που βιώνεις την απόλυτη ελευθερία.

Η ζωή τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Στη δουλειά σου πρέπει να είσαι τέλεια. Οι φίλοι σου σού ζητάνε συνεχώς συμβουλές, σε ρωτάνε ποια είναι η γνώμη σου. Και εσύ, σα να είναι κάποιος άγραφος νόμος, πρέπει αμέσως να τους απαντήσεις ποια είναι η γνώμη σου. Σχεδόν δεν έχεις το δικαίωμα να ζητήσεις λίγο χρόνο. Καλείσαι να απαντήσεις στα πάντα τώρα.

Το «δεν ξέρω» δεν είναι μια απλή απάντηση

Πολλές φορές έχει κάτω κείμενο. Μπορεί να σημαίνει «δε θέλω», «δεν μπορώ», «θέλω λίγο χρόνο», «φοβάμαι να σου απαντήσω τώρα». Εσύ όμως ξέρεις πότε το «δεν ξέρω» σου είναι ξεκάθαρο. Τη στιγμή, όμως, που το λες και το εννοείς, τότε ο χρόνος σταματά για λίγο. Ακόμη κι αν δεν το πεις δυνατά. Ακόμη κι αν δεν το ξεστομίσεις. Αρκεί εσύ η ίδια να το νιώσεις. Αυτός που βρίσκεται απέναντί σου θα το καταλάβει. Και θα σου χαμογελάσει. Και τότε θα γελάσεις κι εσύ, και θα το πεις και δυνατά.

Δεν ξέρω πώς να γεμίσω αυτήν την άδεια σελίδα του word. Δεν ξέρω αν θέλω πριν σε αποχαιρετίσω να σε φιλήσω. Δεν ξέρω αν συμφωνώ μαζί σας, δεν ξέρω αν διαφωνώ κιόλας. Δεν ξέρω. Αλλά μπορώ να το ψάξω. Μπορώ να πάρω λίγο το χρόνο μου και να σκεφτώ. Μπορώ να γεμίσω την άδεια σελίδα με ένα κείμενο για εκείνο το αγόρι που είδα στο μετρό της προάλλες και ερωτεύτηκα χωρίς να ξέρω το όνομά του. Μπορώ να σε γεμίσω με φιλιά, χωρίς αυτό να είναι κάποιου είδους δέσμευση ότι θα ξαναβρεθούμε άμεσα. Και μπορώ πάντα να σας πω ότι απλώς δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάτε όλη αυτήν την ώρα. Αλλά θέλω να μάθω. Μου εξηγείτε;

Είναι απελευθερωτικό να μην ξέρεις

Και είναι απείρως γοητευτικό να μπορείς να το παραδεχθείς δυνατά. Ή και σιωπηλά, στον εαυτό σου. Αρκεί να μπορείς. Να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να αποφασίσεις ότι κάθε «δεν ξέρω» που ξεστομίζεις είναι ένα βήμα πιο κοντά στον εαυτό σου. Και να θυμάσαι ότι μετά από αυτήν τη μαγική φράση μπορείς να συμπληρώσεις ό,τι θες. Να ζητήσεις μία επεξήγηση, να πάρεις το χρόνο σου, να σκεφτείς, να γελάσεις πονηρά. Να σταυρώσεις τα χέρια και χαμογελώντας να πεις, «άκου. Δεν ξέρω. Αλλά τώρα δε θέλω να μάθω.» Εκεί κρύβεται η ελευθερία.

>> Ακολούθησε μας στο Instagram <<


featured image: Darling Magazine