Να βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη.
Να τη βάλω. Αλλά σε ποια τάξη;
Στην Α΄δημοτικού που το μόνο μου άγχος ήταν αν με αγαπούσε ο Μανώλης; (Mανώλη, αν με διαβάζεις ξέρω πως δεν με αγάπησες ποτέ).
Στην Ε΄δημοτικού που πήγα να πηδήξω κάτι κάγκελα και μου μπήκε το κάγκελο στο κάγκελο;
Στην Α΄προκαταρκτική στα Αγγλικά που μπέρδευα το “red” με το “bed”;
Στην Α΄τάξη στα Ιταλικά που το πρώτο πράγμα που ρώτησα τον καθηγητή ήταν πότε θα μεταφράσουμε Ραμαζότι;
Στη Β΄τάξη στα Γαλλικά που η καθηγήτρια μας είπε: “Την κατάληξη “gn” να τη λέτε βλάχικα, πείτε Yβ Moνταgn, όχι Yβ Μοντάν. Σαν να είναι ο βλάχος ο Υβ”. Και της απάντησα πως ο Υβ Μοντάν δεν είναι βλάχος και πως ποτέ δεν θα γίνει και πως ποτέ δεν θα μάθω να λέω το “gn” βλάχικα;
Στη Β΄γυμνασίου που πήγα να βάλω τρικλοποδία στην Κατερίνα και τελικά έπεσα εγώ κάτω;
Στην Α΄λυκείου που στο Ά τρίμηνο πήρα 9 στη Φυσική;
Στη Γ΄λυκείου που είχα γράψει τον αποχαιρετιστήριο λόγο για την τελετή αποφοίτησης;
Μετά πέρασα στο πανεπιστήμιο.
Εκεί δεν είχαμε “τάξεις”. Εκεί είχαμε “έτη”.Σαν να μην υπήρχε λόγος να είναι κάτι σε τάξη, παρά μόνο να μετριέται σε “έτος”. Σαν να μεγαλώσαμε ξαφνικά επειδή διαβάσαμε λατινικά και γράψαμε σωστά την αφαιρετική ενικού του “retia vaqua”. Επειδή κάναμε μια σωστή χρονική αντικατάσταση στη μέση φωνή στα αρχαία. Επειδή αναπτύξαμε την εκπαιδευτική δραστηριότητα των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Κι επειδή γράψαμε έκθεση για το πόσο σημαντικό είναι το γέλιο στη ζωή μας. Σαν να ήταν ξαφνικά όλα “σε τάξη”.
Και πέρασαν τα έτη. Και μπαινόβγαινα σε αίθουσες. Που εγώ όμως τις έλεγα “τάξεις”. Σαν να μην ήθελα να μεγαλώσω, σαν να είχα ανάγκη την τάξη στη ζωή μου.
Σε τάξεις με μαθήματα, σε τάξεις με εξετάσεις προφορικές και γραπτές, σε τάξεις που καπνίζαμε, σε τάξεις που μπαίναμε ξενυχτισμένοι από το χθεσινό πάρτυ, σε τάξεις που καθόμασταν στο πάτωμα γιατί δεν είχαν αρκετά έδρανα και θρανία, σε τάξεις σεμιναρίων.
Και τελείωσαν τα έτη. Και μπήκα στην αίθουσα ορκωμοσίας και ορκίστηκα. Δεν θυμάμαι τι ορκίστηκα. Θυμάμαι ότι γι’αυτό για το οποίο ορκίστηκα πήρα και πτυχίο. Και γύρισα σπίτι μου και το τακτοποίησα με τάξη σε ένα συρτάρι μαζί με όλα τα άλλα πτυχία που αποδείκνυαν πως ξέρω κάτι. Πως ίσως είμαι κάτι, πως μπορώ να κάνω κάτι. Ήταν όλα σε τάξη.
Και ξαφνικά ψάχνω πού πήγε αυτή η τάξη. Και δεν την καλοβρίσκω. Και την ψάχνω. Να την βάλω. Στο αν με αγαπάει, στα κάγκελα που πηδάω καθημερινά και μου καρφώνονται. Στο να μπερδεύω βασικά πράγματα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους, στο να μεταφράζω τα λόγια που ακούω. Στο να αρνούμαι να θεωρήσω κάποιον κάτι που δεν είναι, στις τρικλοποδιές που μου βάζω, στα “κάτω από τη βάση” που παίρνω στη ζωή μου, στους αποχαιρετίστηριους λόγους.
Στις αίθουσες που μπαινοβγαίνω. Σε εκείνες για συνεντεύξεις, για μίτινγκς, σε εκείνες των νοσοκομείων, σε εκείνες της αναμονής, των αφίξεων, των αναχωρήσεων.
Δεν ξέρω σε ποια τάξη είμαι, ούτε σε ποιο έτος. Δεν ξέρω τι προσπαθώ να βάλω σε τάξη. Το μόνο που έχω σε τάξη είναι τα ρούχα μου. Κατηγοριοποιημένα ανά χρώμα. Τα λευκά μαζί, τα μαύρα μαζί τα γκρι όλα μαζί δίπλα στα μαύρα, τα μπλε κοντά στα γκρι και κάποια λιγοστά χρωματιστά είναι σε άλλη ντουλάπα, σε άλλο ράφι, σε άλλο συρτάρι. Σε άλλη “τάξη¨από τα σκούρα. Λες και αν είναι κοντά, ή μαζί τους θα τους χαλάσουν αυτή τη μονόχρωμη, μουντή εκκωφαντική ησυχία. Αλλού, σε άλλη “τάξη”. Σαν να είναι τα παιδιά μεγαλύτερης τάξης που δεν έχουν και πολλά λινά να μοιραστούν στα διαλείμματα. Δεν θα φάνε τυρόπιτα μαζί στο δεύτερο διάλειμμα, δεν θα καπνίσουν μαζί στο καπνιστήριο, δεν θα κάνουν μαζί κοπάνα. Άντε ίσως να πούνε κανένα “γεια” κι αυτό με νεύμα αν συναντηθούν εκτός σχολείου κι αυτό επειδή είναι γνωστοί, όχι φίλοι. Καμιά φορά ωστόσο, χαλάω την τάξη αυτή και φοράω κανένα χρώμα μαζί με τα σκούρα, σαν να θέλω να γνωριστούνε. ” Μαύρο από εδώ το κόκκινο, πείτε τα λίγο”. Κι αυτά τα λένε για λίγο κι επιστρέφουν μετά το καθένα στην τάξη του.
Δεν ξέρω σε ποια τάξη να βάλω τη ζωή μου.
Σκέφτομαι να τη βάλω σε εκείνη που όταν ο καθηγητής της Φυσικής εξηγούσε τη δύναμη Λαπλας-ρεύμα.πεδίο.δύναμη- εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο.