Και έρχεται μια μέρα που ξαφνικά όλα μοιάζουν σαν να μην έχουν σημασία.
Που δεν υπάρχει λόγος να σηκωθείς από το κρεβάτι, αλλά πρέπει να σηκωθείς. Ή θέλεις να σηκωθείς γιατί δεν υπάρχει και τίποτα αξιόλογο να κάνεις στο κρεβάτι.
Σηκώνεσαι και κοιτάς τον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι, τον τοίχο εκείνο που είναι γεμάτο με φωτογραφίες που ακόμα δεν έχεις αξιωθεί να κατεβάσεις. Και βλέπεις απέναντι σου “παγωμένους”, “ακινητοποιημένους”, “σταματημένους” όλους εκείνους τους ανθρώπους που κάποτε σήμαναν αρκετά για εσένα και εσύ σήμαινες αρκετά για αυτούς, αλλά τώρα είναι σαν να μην αναγνωρίζεις ούτε εκείνους τους ανθρώπους ούτε τον εαυτό σου. Και σκέφτεσαι μήπως τελικά ισχύει αυτό που φοβούνται οι Ινδιάνοι και δεν θέλουν να φωτογραφίζονται, μήπως τελικά οι φωτογραφίες κλέβουν την ψυχή.
Κι εσύ λοιπόν κοιτάς τους ανθρώπους που κάποτε ανταλλάξετε ψυχές και τώρα δεν έχετε διάθεση ούτε βλέμματα να ανταλλάξετε, να στέκονται εκεί κρεμασμένοι στον τοίχο περιμένοντας την “αποκαθήλωση”. Από τον τοίχο, γιατί μέσα σου έχει γινει ήδη η “αποκαθήλωση”. Και από μέσα τους. Προφανώς.
Περιμένουν και περιμένεις να ξεκρεμαστούν από τον τοίχο που ορίζει και περιορίζει τον χώρο σου, την ανάγκη σου, την ιδιοτηκότητα σου.
Κι ίσως να θεωρείς περιττή αυτή την “αποκαθήλωση” από τον τοίχο, αφού κάποια στιγμή “αυτοαποκαθηλωθήκατε” υψώνοντας έναν άλλο τοίχο ανάμεσα σας. Έναν τοίχο χτισμένο με λάθη, ασυμφωνίες, “δεν μου κάνεις πια”, έναν τοίχο που υψώθηκε για να ορίσει και να περιορίσει τις ψυχές σας. Αυτές που οι Ινδιάνοι φοβούνται πως θα κλέψουν οι φωτογραφίες. Κι ίσως τελικά να μην σε νοιάζει που ακόμα δεν τους έχεις “αποκαθηλώσει” από τον τοίχο, γιατί τους “αποκαθήλωσε” η ψυχή σου, αυτή που πήρες πίσω από αυτούς που στην έκλεψαν.
Και κάπως έτσι ξεκινά μια ακόμα μέρα που απλά συμβαίνει να υπάρχει υπάρχει.
Κι εσύ συμβαίνει να υπάρχεις.
Συμβαίνει να ξυπνάς, να σηκώνεσαι απο το κρεβάτι, να αντικρίζεις αυτόν τον τοίχο και να κουτουλάς πάνω του για να βγείς από το δωμάτιο σου.
Και πας στο μπάνιο για μα “εναποθέσεις” τις τοξίνες και τα υγρά που ο οργανισμός σου έκρινε όσο εσύ κοιμόσουν και τώρα κρίνει πως πρέπει να αποβληθούν. Και πλένεις το πρόσωπο σου, τα δόντια σου, το σώμα σου λες και αρκεί λίγο ή πολύ νερό για να καθαρίσει αυτό που νιώθεις, αυτό που είσαι.
Και κάπως έτσι, μέσα στην καθαριότητα σου πας στην κουζίνα για να γεμίσεις πάλι τον εαυτό και τον οργανισμό σου με τοξίνες. Με τον πρώτο καφέ και το πρώτο τσιγάρο της ημέρες που με μηχανικές, αυτόματες κινήσεις θα φτάσουν στο στόμα σου, με τις πρώτες σκέψεις της ημέρας που μηχανικά, αυτόματα φτάνουν στο μυαλό σου. Δεν καταλαβαίνεις πώς, αλλά ξαφνικά καφές, τσιγάρο και σκέψεις είναι εκεί, στο στόμα σου, στο σώμα σου και στο κεφάλι σου. Σε εσένα.
Και ανάβεις το δεύτερο τσιγάρο της ημέρας και ξαφνικά ακούγεται απέξω να παίζει μουσική. “Ο γείτονας”, σκέφτεσαι πάλι. Εκείνος ο γείτονας που κάθε πρωί ακούει μουσική και πώς τυχαίνει πάντα το τραγούδι που ακούει να είναι αυτό που περιγράφει αυτό που έχεις στο στόμα σου, στο σώμα σου και στο κεφάλι σου.
“…Cause everybody hurts sometimes… Sometimes everything is wrong…”.
Και κάπου εκεί σκέφτεσαι να μην δώσεις ιδιαίτερη σημασία σε ένα τραγούδι που συνέβη να ακούγεται. Δεν θα δώσεις ιδιαίτερη σημασία τώρα. Πάλι.
Φτάνουν εκείνες οι στιγμές που πλήγωσες και πληγώθηκες, πόνεσες και σε πόνεσαν, έκανες λάθη και έκαναν λάθη. Συμβαίνουν και αυτά.
Ετοιμάζεσαι, ντύνεσαι, τσεκάρεις αν έχεις μπαταρία – το κινητό σου όχι εσύ, εσύ νιώθεις να μην έχεις-, παίρνεις τα κλειδιά σου και φεύγεις για να πας στην δουλειά σου. Σου αρέσει δεν σου αρέσει θα πας. Συμβαίνει.
Θα σου πουν πέντε “καλημέρες”, θα πεις δύο “καλημέρες” γιατί βαριέσαι κιόλας, θα δουλέψεις, θα σχολάσεις.
Θα μπεις στο αμάξι σου που ακόμα ξεχρεώνεις και δεν έχεις κάνει και το σέρβις κιόλας- και του αμαξιού και το δικό σου-, ή θα μπείς στο μετρό αφού το περίμενες είκοσι λεπτά- συνήθισες να περιμένεις άλλωστε-, ή θα πάρεις ταξί γιατί δεν μπορείς άλλο την αναμονή και θα κουνάς αδιάφορα το κεφάλι σου λέγοντας “ναι, ναι” σε όσα λέει ο ταξιτζής- συνήθισες άλλωστε να κουνάς βαριεστημένα το κεφάλι σου και να συμφωνείς χωρίς να ξέρεις σε τι συμφωνείς-.
Και θα βρίζεις την κίνηση, θα βρίζεις που δεν μπορείς να βρεις θέση να καθίσεις, θα βρίζεις που πέτυχες άλλον έναν ταξιτζή που έχει πάρει κούρσα πράκτορα της c.i.a . Θα βρίζεις την τύχη σου. Συμβαίνει.
Και θα φτάσεις σπίτι σου και θα ξεφυσήξεις με ανακούφιση, η πρώτη ανακούφιση της ημέρας που δεν κρατάει πολύ γιατί βρίσκεις να σε περιμένουν 45 λογαριασμοί. Θα πετάξεις τους λογαριασμούς πάνω στο τραπέζι γιατί προτιμάς να έχεις κάποιους κλειστούς λογαριασμούς παρά κάποιους ανοιχτούς.
Και θα καθίσεις να φας, θα ανοίξεις την τηλεόραση για να “έχεις παρέα” και θα την κλείσεις στο λεπτό γιατί δεν θες για παρέα επαναλήψεις ανιαρές, ούτε αντέχεις να βλέπεις όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο. Συμβαίνουν.
Και θα πας να κάνεις μπάνιο και θα σκέφτεσαι όλα αυτά που “απλά συμβαίνουν”. “Shit happens”, θα πεις στον εαυτό σου. Και θα συμβεί να συμφωνήσεις με τον εαυτό σου.
Και θα συνειδητοποιήσεις πως ίσως να μην μπορείς να αλλάξεις αυτά που συμβαίνουν αλλά ίσως να μπορείς να αλλάξεις αυτά που εσύ αφήνεις να συμβούν.
Και αποφασίζεις να κατεβάσεις από τον τοίχο τις ψυχές εκείνες που εκατέρωθεν φερθήκατε ίσως άψυχα.
Και αποφασίζεις να διαλέγεις εσύ το πρώτο τραγούδι της ημέρας και να μην ακούς αυτό που θέλει ο γείτονας.
Και ανοίγεις τους λογαριασμούς και υπολογίζεις πόσα χρωστάς. Για να ξέρεις.
Και ανοιγείς και κάποιους άλλους λογαριασμούς και υπολογίζεις πόσα σου χρωστάνε. Για να ξέρουν.
Και θα πάρεις τηλέφωνο έναν φίλο, ένα αίσθημα και θα του πεις πως θέλεις να βρεθείτε.
Και θα πείτε να πάτε για ένα ποτό, ή ένα σινεμά, ή να κάτσετε στον καναπέ και να συζητάτε για όλα αυτά που συμβαίνουν.
Θα κλείσεις το τηλέφωνο για να ετοιμαστείς και θα σκέφτεσαι πως ευτυχώς συμβαίνει να υπάρχουν άνθρωποι “ένα τηλέφωνο μακριά”.
Άνθρωποι σαν κι εσένα που μπορούν να μην μπορούν, κλαίνε, γελάνε, θέλουν, δεν θέλουν, αντέχουν, δεν αντέχουν, έχουν, δεν έχουν, ελπίζουν, απελπίζονται.
Και θα σκεφτείς πως οι άνθρωποι πολλές φορές είναι σαν “shit”.
Συμβαίνουν.
Και θα σκεφτείς πως και στις δυο περιπτώσεις έχεις δύο επιλογές.
Ή να τα κρατήσεις ή να τα πετάξεις.
Το διάβασα δυο φορές συνεχόμενες με μια ανάσα.
Θα μπορούσε να ταν ένας θεατρικός μονόλογος ή μια ταινία μικρού μήκους χωρίς λόγια, μόνο με βλέμματα.
Εξαίρετο!