Δεν θα καταλάβεις ποτέ πόσο τυχερή είσαι, μέχρι που αυτό που έχεις, πάψει να υπάρχει στη ζωή σου. Και μετά λέω σε μια φίλη μου ότι δεν είχα ποτέ εντομοκτόνο στο σπίτι για να με κοιτάξει με δυσπιστία.

«Αλήθεια, έχω δει δύο κατσαρίδες μέσα στα έξι χρόνια που ήμουν στο παλιό διαμέρισμα. Η μία δεν μπήκε καν μέσα στο σπίτι, έκατσε για λίγο στο μπαλκόνι κι έφυγε. Της άρεσε ο βασιλικός».

Και δεν είχα σήτες. Στον πρώτο. Στο κέντρο της Αθήνας, Μπροστά στο μπαλκόνι υπήρχε βλάστηση και πρασινάδα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήμουν ο πιο τυχερός άνθρωπος στην πόλη. Άνοιγα τις μπαλκονόπορτες το καλοκαίρι ανέμελη, σ’ ένα δικό μου πλανήτη όπου δεν ζούσαν σιχαμερά έρποντα έντομα που αναπαράγονται έξι φορές το χρόνο και που το καφέ χρώμα τους προκαλεί τέτοια αποστροφή και απέχθεια που δεν καταδέχεται να το συμπεριλάβει ούτε καν η Μοιραράκη στις ευφάνταστες αποχρώσεις της.

Σκέψου τώρα ότι η φύση έφτιαξε ένα έντομο που μπορεί να τρέφεται με οτιδήποτε, να πετάει, να κολυμπάει, και να κρατάει την αναπνοή του για σαράντα ολόκληρα λεπτά! Αυτό δε το ήξερες, πάω στοίχημα. Ναι, δηλαδή αν είχες ποτέ τη φαεινή ιδέα να στείλεις αυτό το προκλητικά ανθεκτικό έντομο πίσω στην αποχέτευση, τραβώντας ας πούμε το καζανάκι, σε πληροφορώ ότι δεν το σκότωσες αλλά του χάρισες ένα fun experience με νεροτσουλήθρες.

Όταν μπήκε κατσαρίδα στο παλιό σπίτι, ένα καλοκαίρι πριν τέσσερα χρόνια, ήμουν μόνη. Μπήκα, είδα το έντομο στην κρεβατοκάμαρα, έκλεισα τη πόρτα κι έφυγα. Έλειψα δύό μέρες μέχρι που τη τρίτη μέρα αποφάσισα να μπω στο σπίτι και να το αντιμετωπίσω. Μόνη μου.

«Τι εννοείς; Κοιμήθηκες αλλού;»

«Ναι»

Θα προτιμούσα να είχε μπει στο σπίτι κροκόδειλος, ληστής, αυτή η τρομακτική καλόγρια από εκείνη τη ταινία τρόμου που δε θυμάμαι πως λέγεται, και ο κλόουν από το «It». Τότε θα έμενα και θα τους αντιμετώπιζα. Θα έτρωγα τη καλόγρια για πρωινό. Αν έμπαινε ληστής θα του έσπαζα τα κροκί μου βάζα στο κεφάλι. Σκέφτομαι ότι υπήρξα ατρόμητη μπροστά όχι σε έναν, αλλά σε τρεις ληστές και καμαρώνω. Δε φοβάμαι τίποτα ρε!

«Εκτός απο ένα πράγμα».

 Η φίλη μου με επαναφέρει στη πραγματικότητα. Ήρθε στο καινούργιο διαμέρισμα και μου μάζεψε τις κατσαρίδες απο το μπαλκόνι. Δε μπορώ ούτε να τις μαζέψω από το πάτωμα. Πριν δύο μέρες μου έκαναν απεντόμωση.

«Ναι, και έμαθα πολλά πράγματα που δεν ήξερα.»

«Όπως;»

«Ρίχνουν ένα υγρό στις γωνίες και αν πατήσει το έντομο ζαλίζεται και μετά πέφτει νεκρό.»

«Ναι, και;»

«Δε σου λένε ότι πέφτει ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ νεκρό.»

Όταν το ανακάλυψα αυτό, αισθάνθηκα ότι πρωταγωνιστώ σε κάποιο επεισόδιο από τις «Ιστορίες από την Κρύπτη». Τη μέρα μετά την απεντόμωση, είδα δύό σκοτωμένα έντομα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δε ξέρω τι μου ήρθε και πήγα να τα σκουπίσω. Σε πληροφορώ ότι το ένα αναποδογύρισε, άρχισε να τρέχει για λίγο σαν τρελό και ξαφνικά σταμάτησε, όπως τα παιχνίδια που δεν έχουν μπαταρία. Εκείνη τη στιγμή άκουσα τον φύλακα της Κρύπτης να γελάει σατανικά στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Γι’ αυτό κουνάνε τα ποδαράκια τους όσο κείτονται ανάσκελα. Γιατί είναι ΖΩΝΤΑΝΑ.

«Όταν μπήκα στο καινούργιο διαμέρισμα δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό να πάρω ένα εντομοκτόνο.»

«Και τι έκανες όταν είδες την κατσαρίδα στο σπίτι;»

«Έκλεισα με ταινία τη πόρτα.»

Ναι, είδα το έντομο στο δωμάτιο, άρπαξα την κολλητική ταινία και σφράγισα τη πόρτα. Ούτε τα ρούχα μου δε πήρα από το δωμάτιο. Έψαξα αμέσως στο Ιντερνετ και έμαθα ότι οι κατσαρίδες είναι εξαιρετικά κοινωνικά έντομα. Δεν πάνε πουθενά μόνες τους. Αν δείτε μία, υπάρχει σίγουρα και άλλη μία εκεί κοντά. Κοίταξα γύρω μου και ήταν αλήθεια. Με κοίταξε κι αυτή (γιατί οι κατσαρίδες έχουν και εξαιρετική όραση) και χώθηκε στο παρκέ. Σοκαρίστηκα. Την επόμενη μέρα κάλεσα την απολύμανση.

Τώρα στο σπίτι έχω δύο εντομοκτόνα, δύο σύριγγες με gel και μια σκόνη. Έχω στοκάρει όλο το παρκέ με σιλικόνη. Τα σιφώνια είναι μονίμως καλυμμένα. Ψεκάζω τα πάντα. Κάνω σαν τρελή για κάθε ψίχουλο ή στάλα νερού που θα πέσει στο πάτωμα και κοιμάμαι με τα φώτα ανοιχτά και το εντομοκτόνο στο κομοδίνο.

Τις πρώτες ημέρες είχα γεμίσει δάφνες το μπάνιο. Είχα διαβάσει στο Ιντερνετ ότι οι κατσαρίδες σιχαίνονται τη δάφνη. Δεν είναι αλήθεια.

«Εγώ διάβασα ότι τις προσελκύει ο καφές γιατί τους αρέσει η μυρωδιά.»

Με το που το είπε αυτό η φίλη μου, ο καφές εξαφανίστηκε απο τη καφετιέρα και βρήκε φανταστική θέση στο ψυγείο μαζί με όλα τα υπόλοιπα τρόφιμα.

«Κάπου όμως διάβασα ότι δεν τους αρέσει ο καπνός του τσιγάρου.»

Και από τότε είμαι μονίμως με ένα τσιγάρο στο χέρι. Σκέφτομαι ότι θα πεθάνω απο δηλητηρίαση, από καρκίνο, από ελλειπή ύπνο και μειωμένη μελατονίνη.

«Βέβαια θα μπορούσε να είναι και χειρότερα.»

«Δηλαδή;»

«Ε, να… Θα μπορούσαν να με κυνηγάνε και τα κουνούπια…»