Το Station Eleven έκανε κάτι αναπάντεχο: πήρε ένα κοινότυπο post-apocalyptic σενάριο με μία πανδημία που αφάνισε σχεδόν όλη την ανθρωπότητα κι έχτισε πάνω του μία από τις πιο ανθρώπινες και συγκινητικές ιστορίες που έχω διαβάσει ποτέ.
Το βιβλίο ανοίγει με την παράσταση του King Lear στο τεράστιο θέατρο του Τορόντο. Στίχοι του Shakespeare αντηχούν σε όλη την αίθουσα αφήνοντας το κοινό θαμπωμένο, μέχρι που ο πρωταγωνιστής καταρρέει πάνω στη σκηνή μπροστά στα μάτια τους. Ο πρώτος θάνατος σημαδεύει το τελευταίο βράδυ πάνω στη Γη που θυμόμαστε. Η γρίπη σκοτώνει ραγδαία δισεκατομμύρια ανθρώπους και αφήνει πίσω της έναν κόσμο χωρίς αστυνόμευση, χωρίς νοσοκομεία, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς τηλέφωνα και ίντερνετ…
Ένας κόσμος που δεν μπορείς να διανοηθείς ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου, καθώς αλλάζεις κεφάλαιο και βρίσκεσαι είκοσι χρόνια στο μέλλον, μετά την ολική καταστροφή. Αρχίζουμε ν’ακολουθούμε μία συμφωνία ηθοποιών που περνά από πόλη σε πόλη ανεβάζοντας έργα του Shakespeare. Η τέχνη σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζει αμοιβή, αλλά γίνεται για ένα λόγο ανώτερο, έναν λόγο που αγγίζει την εξήγηση ύπαρξης της ψυχής. Η επιβίωση από μόνη της εξάλλου, δεν ήταν ποτέ αρκετή για τον άνθρωπο, ούτε εν μέσω της μεγαλύτερης τεχνολογικής εξέλιξης, ούτε εν μέσω του αφανισμού του.
Η αφήγηση μπερδεύεται στο πριν και το μετά, ανάμεσα σε μία πληθώρα χαρακτήρων που τους συνδέει κάτι αναπάντεχο, αλλά απόλυτα ανθρώπινο. Δεν συνειδητοποίησα πόσο με είχε επηρεάσει σαν ιστορία και δεν κατάλαβα πόσο αριστοτεχνική είναι η γραφή της Emily Mandel μέχρι που πέρασαν μέρες αφού το τελείωσα και το σκεφτόμουν ακόμη. Οι συμβολισμοί του είναι πανέμορφοι (και συγκεκριμένα του τίτλου), η γραφή ιδιαίτερη, ειδικά για το είδος που αντιπροσωπεύει και η ιστορία είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό…
*Σύντομα θα μεταφραστεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.