FullSizeRender

-Έλα μωρέ θα έχει πλάκα!

-Τι ακριβώς θα έχει πλάκα; Να μου πουν τον καφέ;

-Ναι.

-Δηλαδή εσύ την φώναξες να σου πει τον καφέ για να γελάσεις;

-Ούφου κι εσύ! Έλα, θα μαζευτούμε, θα μας πει τον καφέ, θα γελάσουμε. Πώς κάνεις έτσι; Δεν έχεις περιέργεια;

– Δεν τα πιστεύω αυτά τα πράματα.

– Για τον χαβαλέ θα το κάνουμε, όχι για την πίστη.

Αυτή ήταν η Μαρία. Έλεγε για τον χαβαλέ αλλά τα πίστευε κάτι τέτοια. Πότε καφετζούδες, πότε χαρτούδες, πότε ταρούδες, πότε αστρολόγοι, πότε μελλοντολόγοι, αυγολόγοι, μέντιουμ, κληρονομικοί χαρισματίες, πάντα έβρισκαν μια καλή πελάτισσα στο πρόσωπό της. «Εκπληκτική» η Λίτσα από την Νίκαια, «πάντα μέσα πέφτει» ο Τζόχαφ από την Κυψέλη, «καλέ μου βρήκε το κέρατο που μου ‘ριχνε ο άλλος», η Φώφη από την Γλυφάδα, «δεν είναι περίοδος για συζητήσεις» είπε ο Σαμίρ από το Μενίδι, ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες, τις ενοράσεις, τις προφητείες η Μαρία. Και θεωρούσε πως ό,τι της έλεγαν έβγαινε αληθινό.

Εγώ από την άλλη θεωρούσα πως αυθυποβαλλόταν και επιβεβαίωνε μόνη της τα όσα της «προέβλεπαν». Και ότι οκ όλοι διαβαίνουμε μεγάλες πόρτες, όλες μας έχει βασανίσει μελαχρινό πρόσωπο, όλες έχουμε κοντά μας γυναίκα που μας κακολογεί. Δεν χρειάζεται ενόραση η κανονικότητα των προσώπων. Ήμουνα της Παντείου, δεν τα πίστευα εγώ αυτά.

Την μέρα εκείνη αποφάσισα να πάω κι εγώ όμως στο σπίτι της Μαρίας που θα ερχόταν «η Στέλα η Σμυρνιά» να πει τον καφέ. Πήγα για να αποδείξω στην Μαρία, στις άλλες κάργιες φίλες μας που είχε μαζέψει αλλά και στην Στέλα την Σμυρνιά, πως το «κισμέτ» δεν το γνωρίζει κανένας και πως μεγαλύτερη απόδειξη του ότι ο καθένας μεταφράζει όπως θέλει τις «προβλέψεις» από το «ήξεις αφήξεις» δεν υπάρχει. Δεν ξέρει η Πυθία και ξέρει η Στέλα η Σμυρνιά;

Μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι της Μαρίας. Ο ενθουσιασμός και η αγωνία των καργιών στο σαλόνι μεγάλωνε καθώς πλησίαζε η σειρά της κάθε κάργιας. Η κάθε κάργια έβγαινε ενθουσιασμένη από την κουζίνα καθώς η Στέλα η Σμυρνιά «τα είχε βρει όλα», όπως έλεγε η κάθε κάργια. «Καλά εντάξει να προβλέψει το μέλλον, αλλά να βρίσκει και το παρελθόν; Και το παρελθόν;» απορούσαν με σοκ και δέος.

Έφτασε η σειρά μου. Μπήκα στην κουζίνα με το φλιτζάνι του καφέ τούμπα και με μεγαλύτερη ντροπή από αυτήν που θα έπρεπε να νιώθει ο Μπεν Άφλεκ που θα κάνει τον Μπάτμαν.

– Καλώς την, μην ντρέπεσαι, έλα κοπέλα μου, με προέτρεψε η ευγενέστατη -οφείλω να ομολογήσω- κυρία Στέλα.

– Γεια σας, της είπα προσπαθώντας να κρύψω την ντροπή και την υφέρπουσα ειρωνεία μου.

– Άσε μπρε τους πληθυντικούς. Εγγόνα μου είσαι. Σαν γιαγιά σου να με βλέπεις και σαν γιαγιά σου που θέλει το καλό σου να ακούς όσα σου πω, χαμογέλασε σαν γιαγιά η κυρία Στέλα.

«Είπε «μπρε»;», σκέφτηκα απορημένη. «Πόσο στο πετσί του ρόλου έχει μπει η Στέλα η Σμυρνιά!», θαύμασα με ειρωνεία.

– Χάιντε, δώκε μου το φλιτζάνι σου και μην ντρέπεσαι για, με προέτρεψε.

Τι να κάνω κι εγώ; Χάιντε κι εγώ της το ‘δωκα.

– Καλός είναι να ξέρεις. Και σ’αγαπάει. Να, να μεγάλη αγάπη βλέπω. Πω, πω μια καρδιά. Μέσα στην καρδιά του σε έχει γιαβρί μ.

– Πού; Πού; Πού κοιτάω, την ρώτησα τάχα με αγωνία.

– Να εδώ! Κοίτα, βλέπεις μια καρδιά κι εσένα μέσα; Μου απάντησε με την περηφάνια της Μαρίας Κιουρί όταν ανακάλυψε το ράδιο καθώς μου έδειχνε απλά ένα υπόλειμμα καφέ στο φλιτζάνι.

– Ναι, ναι το βλέπω, της είπα κι εγώ μην της το χαλάσω. “Αλλά ποιος με έχει μέσα στην καρδιά του;” την ρώτησα.

– Καλά δεν φαίνεται ποιος είναι, αλλά είναι δίπλα σου. Άντρας είναι, το βλέπεις αυτό το «άλφα;» , δήλωσε με βεβαιότητα.

– Ναι, ναι, το βλέπω αλίμονο! Υποκρίθηκα και εγώ. Το «άλφα» είναι άντρας;

– Ναι, κοντινός σου άντρας. Που σ’ αγαπάει πολύ. Ο έρωτάς σου είναι να σε χαρώ. Δήλωσε με περίσσια συγκίνηση.

– Α μάλιστα. Κάτι άλλο βλέπετε;

– Σπίτι βλέπω. Σε άλλο σπίτι θα πας.

– Μετακομίζουμε οικογενειακώς; Έξωση;

– Όϊ. Εσύ θα φύγεις μόνη σου.

– Θα με διώξουν οι δικοί μου;

– Όϊ. Θα φύγεις μόνη σου να πας να μείνεις εκεί που είναι η καρδιά σου.

– Α με τον έρωτά μου;

– Ναι να σε χαρώ!

– Ξέρετε κυρία Στέλα με τον έρωτά μου έχουμε χωρίσει. Με άφησε για κάποια άλλη, της είπα γκρεμίζοντας τα όνειρά της να με δει νυφούλα και αφήνοντάς την έτοιμη να σπάσει το φλιτζάνι.

– Τι να σε πω. Σε αγαπάει βλέπω. Δικό σου είναι το φλιτζάνι σίγουρα;

– Ε λέτε να έφερα της καινούργιας του;

– Σε αγαπάει αυτό βλέπω. Είπε η κυρία Στέλα θυμωμένη που τόλμησα να αμφισβητήσω την αγάπη που έβλεπε στο φλιτζάνι αλλά εγώ δεν είδα από τον άλλο.

– Κάτι άλλο βλέπετε;

– Ταξίδι βλέπω. Να θάλασσα (πάλι έναν λεκέ μου έδειχνε). Αλλά δεν είναι καλό.

– Τι; Θα έχει τραμουντάνα;;

– Κοροϊδεύεις ε; Εσένα κοροϊδεύεις όμως, όχι εμένα. Σώπα κι άκου, με ψευτομάλωσε.

– Μάλιστα.

– Εκεί που θα πας να προσέχεις τα πόδια σου, μου είπε και μου έπιασε στοργικά το χέρι.

Την λυπήθηκα. Φαινόταν καλή γυναίκα και άσχετα με το αν δεν πίστευα αυτά που μου έλεγε, άσχετα με το αν είδε μια αγάπη που δεν υπήρχε, άσχετα με το αν εγώ δεν πήγαινα πουθενά με καράβι γιατί βαριόμουνα, όφειλα να την σεβαστώ.

– Κυρία Στέλα δεν θέλω να συνεχίσουμε. Από περιέργεια ήρθα σήμερα και βασικά για να επιβεβαιώσω ότι δεν πιστεύω πως το φλιτζάνι θα μου πει το μέλλον μου. Συγγνώμη που σας σπατάλησα τον χρόνο σας, συγγνώμη αν φάνηκα αγενής. Θα αφήσω τα χρήματα στην Μαρία να σας τα δώσει. Αν ήσασταν γιαγιά μου θα απολάμβανα τον καφέ μου μαζί σας, χωρίς να μου τον λέτε. Μόνο να μου τον φτιάχνατε.

– Από πού κρατάς; Με ρώτησε χωρίς να αφήσει το φλιτζάνι από το χέρι της.

– Η μια γιαγιά και ο ένας παππούς από την Σμύρνη. Οι άλλοι από την Αθήνα.

– Εεεεμ, τώρα εξηγείται. Εμείς οι Σμυρνιές και πονηρές είμαστε και ντόμπρες. Δεν θέλω λεφτά. Θέλω να ξέρεις πως μια μέρα θα μιλάει όλος ο κόσμος για εσένα. Στο καλό να πας παιδί μου, να προσέχεις. Είσαι καλό παιδί.

Έφυγα με περισσότερη ντροπή απ’ όση μπήκα. Αυτή η γυναίκα με χαιρέτησε με την ευχή της, όχι με κάτι που «είδε στο φλιτζάνι».

Ο καιρός πέρασε. Κάποια στιγμή βρήκα αλλού την αγάπη που «είχε δει» η κυρία Στέλα στο φλιτζάνι και μείναμε μαζί. Κάποια στιγμή επίσης πήγα στην Μύκονο, με καράβι αναγκαστικά αφού με καράβι ήθελαν να πάμε οι υπόλοιποι και ακολούθησα εφ’ όσον δεν ήθελα να ταξιδέψω μόνη μου με αεροπλάνο. Και εκεί στην Μύκονο πέσαμε με το νοικιασμένο μηχανάκι της κακιάς ώρας και σύρθηκε το γόνατό μου στην άσφαλτο. Το σημάδι το έχω ακόμα, τόσα χρόνια μετά. Και κάθε φορά που το βλέπω θυμάμαι την κυρία Στέλα και σκέφτομαι τις περίεργες συμπτώσεις που φέρνει η ζωή, τα τυχαία γεγονότα, τα περίεργα που σε κάνουν να απορείς από την μία αλλά από την άλλη να λες «απλά έτυχε». Και σκέφτομαι πως αν κάποια στιγμή θα μιλάει όλος ο κόσμος για εμένα, τότε θα την κεράσω έναν καφέ.