Ο Νίκος Σταϊκούλης έχει την χαρά να είναι τιμονιέρης μιας ομάδας φανταστικών νέων ανθρώπων, οι οποίοι, κάτω από το όνομα ‘’στίξη’’ γράφουν ποίηση, πεζά και ανακαλύπτουν )για να δημοσιεύσουν) ό, τι πιο τρυφερό, αυθεντικό και ξεχωριστό γράφεται από ανήσυχους ανθρώπους αυτής της πόλης.

Η Ελένη Γεωργίου, ο Γιώργος Σ. Αλεξάνδρου και η Ισμήνη Κατσάβαρου, παιδιά στα 20s και στα όψιμα 30s τους, είναι η απόδειξη ότι η νέα γενιά ούτε χαμένη είναι, ούτε βαριεστημένη, ούτε αντιδημιουργική.

Α, επίσης, η νέα γενιά δεν είναι μόνο τράπερς, τικτόκερς και ινφλουένσερς. Βασικό αυτό. Τα παιδιά της στίξης (αποσιωπητικά ο Νίκος, θαυμαστικό η Ελένη, τελεία ο Γιώργος και μικρά, γλυκά κόμματα η Ισμήνη) τα συναντώ συχνά σε καφέ, μπαρ, εκδηλώσεις για το βιβλίο, ακόμα και στο σπίτι μου. Είμαι φαν τους, με τρόπο που δεν υπήρξα ποτέ φαν μιας ομάδας ή μιας μπάντας ας πούμε.

Μες στο site τους ξεκουράζομαι σα να βρίσκομαι σε Σπίτι φίλων και, άμα λάχει και με φιλοξενήσουν στον ζεστό Ξενώνα τους, τότε με αφήνω ελεύθερη και γράφω δίχως σταματημό. Εγώ και πολλοί άλλοι, πολλές άλλες. 

Εάν η στίξη ήταν μουσικό συγκρότημα, σίγουρα θα ήταν πανκ. Με πολλά στοιχεία ρομαντισμού, απόγνωσης, τρυφερότητας, σχεδόν ψιθύρου. Θα δημιουργούσαν δικό τους ήχο. Όπως, αυτή τη στιγμή, δημιουργούν δικό τους λόγο. Και εν αρχή ην Αυτός…      

Έχετε απαντήσει ποτέ ”είμαι συγγραφέας” σε ερώτηση σε παρέα ”με τι ασχολείσαι;” 

Ισμήνη: Εννοείται πως όχι (γέλια). Νομίζω ότι η ίδια η ερώτηση γεννά το υποερώτημα  ”Τι είναι ο συγγραφέας;” με ανορίωτο υποκειμενικό γνώρισμα που διακατέχει και την απάντηση που έρχεται. Ας πούμε ότι δεν έχει αντικειμενικές προϋποθέσεις, άρα ενοχικά πολλές φορές δυσκολευόμαστε να δηλώσουμε κάτι που δεν είναι χειροπιαστό ή αρκετά τεκμηριωμένο, όπως το πτυχίο παιδαγωγικών που έχω στον τοίχο μου καδραρισμένο. Αυτό θα έλεγα ότι συνυφαίνεται και με τα κοινωνικά στερεοτυπικά κατάλοιπα, που χαρακτηρίζουν από τα παλιότερα μέχρι και τα σημερινά χρόνια -με μικρές διαφορές-τους καλλιτέχνες μαζικά, ως χομπίστες, τεμπέληδες ή ουρανοκατέβατους και ψώνια. Οπότε για εμένα, για να το γενικεύσω λίγο περισσότερο, με την ίδια ευκολία που ένα παιδί θα γράψει ένα στιχάκι σε μια χαρτοπετσέτα και θα με συγκινήσει, άλλο τόσο αντίστοιχα, θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα ή όχι. Με την αφέλεια και την αθωότητα κάτι πρώιμου, που καταφέρνει να παρουσιάσει την επεξεργασία και την ωριμότητα μιας επώδυνης κατάστασης, ανοίγω την παρένθεση και λέω, δεν χωρά περισσότερες επεξηγήσεις ή σύνθετους αστερίσκους. 

Γιώργος: Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν πρόβαλλα την συγγραφική μου ιδιότητα, δεν το έδειχνα προς τα έξω, ούτε το έλεγα, μολονότι έγραφα δημόσια ποιήματα μου ή ακόμα και σκέψεις μου στα κοινωνικά δίκτυα ας πούμε. Ένιωθα ότι αν έλεγα ότι είμαι συγγραφέας, θα προδίκαζα μια διαδικασία που μου βγαίνει αυθόρμητα και που ενεργοποιείται μόνο όταν έχω κάτι να πω, είτε μέσα από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, είτε μέσα από μια έκλαμψη, αναλαμπή που προέκυπτε από τη νέα θέαση ενός πράγματος ή μιάς κατάστασης που ήδη υπήρξε. Προτιμώ να λέω ότι γράφω, χωρίς πολλούς τίτλους και ταμπέλες. 

Νίκος: Πάντα σαν δεύτερη επιλογή. Όταν θα πεις «γράφω» σε μια παρέα που δεν έχει άμεση σχέση με κάποιο καλλιτεχνικό χώρο, οι αντιδράσεις κυμαίνονται ανάμεσα στον ποιητή Φανφάρα και στα Ημερολόγια της Ντανιέλα, οπότε πρώτα θα αναφέρω την εργασία μου και μετά αυτό σαν side. Παρόλο που στο δικό μου κεφάλι μάλλον συμβαίνει το αντίθετο, οπότε ίσως θα έπρεπε να αλλάξει και ο τρόπος που συστήνομαι. 

Ελένη: Χμμ, όχι. Για πολλά χρόνια, μάλιστα – παρότι έγραφα από την εφηβεία μου – το είχα και μυστικό. Αργότερα, επειδή ασχολιόμουν με διάφορους τρόπους έκφρασης και κυρίως με το θέατρο, μπορεί σε συγκεκριμένες παρέες και κύκλους να έχω πει ότι ενίοτε γράφω διάφορα… Έτσι, γενικά και αόριστα. Φυσικά, δεν έμπαινα ποτέ σε λεπτομέρειες, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν άνοιγμα σχετικής κουβέντας ή ακόμα χειρότερα να δείξω κείμενά μου, το οποίο ήταν εκτός διαπραγμάτευσης. Αλλά και τώρα που μπορεί να μιλήσω για τα γραψίματά μου και κάμποσα έχουν δημοσιευτεί, δεν θα πω ότι “είμαι συγγραφέας” ή “γραφιάς”. Είναι κατά έναν περίεργο τρόπο, κάτι πιο προσωπικό, πιο… δικό μου, θα το μοιραστώ με λιγότερους ανθρώπους. 

Πόσο διαβάζουμε, τελικά, προτού να γράψουμε; Τις περιόδους συγγραφής ή επεξεργασίας κειμένων διαβάζετε βιβλία; 

Νίκος: Δεν έχω πιάσει τον εαυτό μου να διαβάζει με σκοπό να γράψει. Διαβάζω επειδή θέλω να διαβάσω κάτι τη συγκεκριμένη περίοδο κι αυτό είναι όλο. Το κακό μου είναι ότι επηρεάζομαι πολύ από έναν τρόπο γραφής που θα με συναρπάσει, οπότε όταν έχω σκοπό να γράψω ένα κείμενο αποφεύγω συνειδητά να διαβάσω κάτι που ξέρω ότι θα μου αρέσει. Η αντίστροφη πορεία, βέβαια, είναι αναπόφευκτη: διαβάζω κάτι που με επηρεάζει και μετά -ω, ποιος θα το περίμενε- ξεκινάω να γράφω κάτι κοντά στο στυλ γραφής αυτού που μόλις διάβασα. 

Ισμήνη: Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να απαντήσω στην ερώτηση ποσοτικά. Διαβάζω όταν θέλω να αδειάσω το κεφάλι μου, από την υπερφόρτωση σκέψεων που ανησυχούν για το παρελθόν και το μέλλον. Άρα, η ανάγνωση μού δημιουργεί μια εστίαση στις λεπτομέρειες και στην παύση που προκαλεί το τώρα ή στην ανάγκη απαντήσεων που ήδη ξέρω, για να μεγαλώσουν μια επιβεβαίωση που εκείνη την στιγμή αδυνατεί ή υπεκφεύγει να ανθίσει. Την χρονική ακολουθία, που υποδηλώνει έμμεσα ότι πρέπει να έχουμε διαβάσει πολύ, για να γράψουμε, δεν την ασπάζομαι. Δεν λειτούργησε αποκλειστικά έτσι σ’ εμένα, ούτε το θεωρώ απαράβατο κανόνα, για να αρχίσει να γράφει κάποιος. Τώρα, σε περιόδους συγγραφής, δεν διαβάζω κάτι, φοβούμενη ότι μπορεί να παρασυρθεί η σκέψη μου, συνήθως εστιάζω στο χάος για να βρω από που θα ξεμπλέξει τα ακουστικά και θα αφήσει την μουσική επιτέλους να πάλλεται. 

Γιώργος: Νομίζω ότι η έμπνευση και κατ’ επέκταση η γραφή έχει να κάνει με την παρατήρηση του κόσμου εσωτερικά και εξωτερικά, παρά με την ανάγνωση νέων βιβλίων. Οπωσδήποτε, ένα βιβλίο σου δίνει ιδέες ή μπορεί να σου δώσει ένα νέο πρίσμα μιας πραγματικότητας, αλλά την προσωπική του σφραγίδα την βάζει κανείς από την σύλληψη της στιγμής του, συνοδευόμενη από την κάψα που νιώθει κανείς να γράψει οπωσδήποτε εκείνη τη στιγμή τη σύλληψη αυτή. Όταν “σπάνε τα νερά” δεν μπορείς να τα σταματήσεις ούτε στο τρένο, ούτε στο αυτοκίνητο, ούτε στην ουρά της συναυλίας, του θεάτρου ή της τράπεζας. Ακόμη και η ανάγνωση των βιβλίων, προϋποθέτει παρατήρηση και βαθιά ματιά, αλλιώς είναι απλά ένα ακόμα χάσιμο χρόνου. Άλλωστε τα καλά βιβλία, έχουν πολλές αναγνώσεις, συνεπώς και ερμηνείες. Οπότε ας είναι τα αισθητήρια ανοικτά και βιβλία θα συναντήσει κανείς παντού και εκτός βιβλιοθήκης. 

Ελένη: Η ανάγνωση είναι τρόπος ψυχαγωγίας και μάθησης. Δεν νομίζω, όσο είμαι σε θέση να θυμάμαι, ότι έχω ξεκινήσει να διαβάζω κάτι, ώστε σε δεύτερο χρόνο να ξεκινήσω να γράφω κάτι δικό μου. Άλλωστε, το να γράψω, δεν είναι κάτι που σχεδιάζω. Έρχεται αυτό και με βρίσκει, δεν το αναζητώ εγώ. Αυτό που συχνά παρατηρώ είναι ότι, όταν γράφω κάτι δικό μου (είτε πεζό, είτε ποίημα, είτε σε ελεύθερη φόρμα), μεγαλώνει η όρεξή μου να διαβάσω καινούργια έργα, όχι σε αναζήτηση ερεθισμάτων ή ιδεών, αλλά μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας, το οποίο καλλιεργείται από την δημιουργική διαδικασία. Σαν να μου “ανοίγει” η όρεξη.

Τι σημαίνει η στίξη για την καθεμιά σας/καθένα σας; 

Ισμήνη: Αχ, θα σου το παρομοιάσω. Είναι μια καθημερινή ρουτίνα σαν το μπάνιο που κάνεις αφού γυρίσεις από την δουλειά. Έχει υπάρξει η τριβή, η οικειότητα και το δεδομένο της σχέσης, καθώς ξέρεις ότι η μπανιέρα δεν θα μετακινηθεί στο σαλόνι ή το αντίθετο. Άρα μου δημιουργεί μια σταθερότητα και ασφάλεια. Το ζεστό νερό μετά από μια κουραστική μέρα, δηλώνει κάτι φροντιστικό ή ανακουφιστικό, σε αναγκάζει να γίνεις πιο ευάλωτος με μια αβίαστη μορφή, όταν ακουμπάει το δέρμα σου και πάλι πίσω. Βέβαια μια σχέση, όσο σταθερότητα και να σου προσφέρει, είναι αμφίδρομη. Τι εννοώ; Ο θερμοσίφωνας στο σπίτι μου είναι αρκετά μικρός, άρα για να φτάσει το νερό, ανοίγω και κλείνω με μαθηματικούς υπολογισμούς. Δεν είναι άπλετο, ούτε άκριτο, για να το εκμεταλλεύεσαι. Πολλές φορές, βέβαια, με αφήνει με τις σαπουνάδες στο πρόσωπο. Θα έχει τους λόγους της μάλλον. 

Γιώργος: Η στίξη είναι στιγμή. Η στιγμή της όλη μάλιστα βρίσκεται ακριβώς στο σήμα της, στα αποσιωπητικά δηλαδή που περικλείονται από τις δυο αγκύλες. Αυτές οι αγκύλες προστατεύουν την μαγεία των αποσιωπητικών και όλη τη σωρεία ερμηνειών που μπορεί να κρύβουν. Εκεί μέσα πασχίζουμε να χανόμαστε και να αφηνόμαστε, όπως ακριβώς κάνουμε στις συναντήσεις μας. Αυτά τα αποσιωπητικά, είναι μια τεράστια πηγή, μέσα από την οποία προσωπικά αντλώ έμπνευση και βρίσκω τον χώρο να ξεδιπλώσω όσα με καίνε. Άσε που είναι τέτοια η αλληλεπίδραση των μελών που συνδιαμορφώνουμε ο ένας τον άλλον. Η στίξη είναι χώρος. 

Ελένη: Μπορεί να φανεί κλισέ αυτό που θα πω, αλλά για μένα η Στίξη είναι καταφύγιο. Αν το κάνουμε εικόνα, θα μοιάζει με ένα ζεστό μέρος, με μουσική υπόκρουση από παλιό ροκ, σίγουρα με μια ξύλινη μπάρα, ποτά και ωραίους τύπους με μακρυά παλτό και συναρπαστικές ιστορίες στις τσέπες τους. Ένας χώρος, όπου μπορώ να νιώσω οικεία να μιλήσω ανοιχτά, να εκφραστώ ελεύθερα μακριά από την πολιτική ορθότητα, να πάρω πρωτοβουλίες, να αγκαλιάσω την χαρά της δημιουργίας και να την βιώσω σαν ευκαιρία για παιχνίδι, να νιώσω σίγουρη για την ίδια την δημιουργία καθεαυτή σαν επιλογή και τρόπο ζωής. 

Νίκος: Για μένα είναι κάπως το main thing· είναι αυτό που θέλω να κάνω, είναι ο τρόπος μου να εκφράζομαι λογοτεχνικά και είναι η απόλαυση αυτής της σύνδεσης που προκύπτει, τόσο με τα παιδιά εδώ, όσο και με την ευρύτερη κοινότητα που έχει δημιουργηθεί γύρω από τη στίξη. Και εκκινώντας από την αφορμή του ονόματός της, από το στίγμα και τη στιγμή, θέλω πολύ να δω τι θα μείνει από όλο αυτό μέσα στο χρόνο. 

Πώς συνέβη και δημιουργήθηκε η στίξη; Πώς δουλεύει όλο αυτό; Βάλτε μας λιγάκι μες στον τρόπο λειτουργίας της ομάδας σας. Συναντήσεις, συν-δημιουργία, ιδέες, διαφωνίες, πρότζεκτ… 

Νίκος: Η στίξη ως ομάδα δημιουργήθηκε από την κοινή μας ανάγκη για έναν ελεύθερο και φιλόξενο χώρο και τρόπο έκφρασης, να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε την τέχνη μας με τον τρόπο που θέλουμε. Τον καιρό που δημιουργήθηκε κιόλας δεν υπήρχαν πολλές τέτοιες ευκαιρίες που να μην απαιτούν χρήματα ή που να μην αντιμετωπίζεται ένα κείμενο με σνομπισμό. Προσωπικά βίωσα αρκετά άκυρα πριν να πάρω την απόφαση να μην εξαρτώμαι από άλλους για να επικοινωνήσω την τέχνη μου.  Δουλεύουμε αρκετά μαζί και δουλεύουμε και αρκετά χώρια. Πάει να πει ότι κάποιος έχει μια ιδέα, για ένα πρότζεκτ ή μια εκδήλωση ή ένα κείμενο, και την φέρνει στο τραπέζι. Τη συζητάμε και προσθέτουμε – αφαιρούμε πράγματα μέχρι να φτάσει σε ένα σημείο που να μας ικανοποιεί από άποψη αισθητικής και περιεχομένου. Πάντα, ωστόσο, η αρχική ιδέα προκύπτει από μια αυθόρμητη παρόρμηση, είτε αυτή είναι μια πλάκα μεταξύ μας, είτε είναι η νοσταλγία μας για χρόνια και τόπους που έχουμε χάσει, είτε για το βαθύτερο αίσθημα πως η γενιά μας είναι ίσως η πιο ξεκούρδιστη γενιά της νεότερης ιστορίας. 

Από κει και έπειτα, θέτουμε τους όρους με τους οποίους θα γράψουμε για το συγκεκριμένο θέμα, οι οποίοι συνήθως είναι αρκετά ελεύθεροι, αφού πρόκειται για διαφορετικά κείμενα και άρα την πολυφωνία που προκύπτει τη θέλουμε. Στο πρότζεκτ που δουλεύουμε τώρα αυτό άλλαξε· δουλεύουμε πάνω σε ένα ενιαίο κείμενο και σε ένα κοινό ύφος, χωρίζοντας το θέμα μας σε κομμάτια και διαλέγοντας ο καθένας από ένα. Αφού γράψει ο καθένας το κομμάτι του, επεμβαίνουμε όπου χρειάζεται για αλλαγές στο ύφος, στο περιεχόμενο, στην τεχνική κλπ.Κατά τα άλλα συναντιόμαστε συνήθως πάνω από γεμάτα ποτήρια (βρήκαμε και νέο στέκι, σςςςς), βασικά για να κάνουμε παρέα, αλλά και για να συζητήσουμε ό,τι έχει προκύψει. 

Πείτε μου για τα βιβλία που σας έχουν επηρεάσει σημαντικά στην ζωή σας

Ελένη: Πφφφ, εδώ το εύρος είναι τεράστιο! Κατά καιρούς με έχουν επηρεάσει πολλά και διαφορετικά αναγνώσματα. Πολύ δύσκολο να διαλέξω κάποια από αυτά. Επειδή, όμως,δεν μου αρέσει να αφήνω αναπάντητα ερωτήματα, θα αναφερθώ σε τρεις ποιητές και τρεις πεζογράφους, σπουδαίοι δημιουργοί, των οποίων τα έργα εν συνόλω μετατόπησαν το μέσα μου και με επηρέασαν στον τρόπο σκέψης, έκφρασης και στάσης ζωής: Κωνσταντίνος Καβάφης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Εγγονόπουλος / Τζωρτζ Όργουελ, Τζόναθαν Κόου, Σώτη Τριανταφύλλου.  

Ισμήνη: Κάτσε να το κάνω λίγο εικόνα. Απόγευμα, Δευτέρα Λυκείου, αγόρασα από τα Public την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γώγου, οτιδήποτε αντισυμβατικό εκείνη την εποχή, ηχούσε και με έλκυε από χιλιόμετρα μακριά. Η πρώτη συλλογή που έκανα και δώρο σε έναν τύπο που έπαιζε μουσική και συνηθίζαμε να κάνουμε συζητήσεις, αναλύοντας την κοινωνία του τότε με το τώρα. Κοιτώντας την βιβλιοθήκη τώρα στα αριστερά, θυμάμαι ότι είχα περάσει ατελείωτα καλοκαιρία διαβάζοντας Έρμαν Έσσε στο ράντζο της θείας μου στο χωριό με τα τζιτζίκια δίπλα από το παράθυρο, να κάνουν αρκετά αισθητή την παρουσία τους. Σε αυτήν την φάση, δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω, το βιβλίο ”Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ ” του  Έντουαρ Λούι, ”Η κληρονομιά του τραύματος” της Galit Atlas και το ”Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους ” της Κλαρίσα Πίνκολα Εστέ.  

Γιώργος: Ο αναρχικός τραπεζίτης του Φερνάντο Πεσσόα. Είναι καταπληκτική η σύλληψη του Πεσσόα να ξεδιπλώσει μια αναρχική ιδεολογία από το στόμα ενός ριζοσπάστη τραπεζίτη. Μετά έχουμε τον “Μέγα Ιεροεξεταστή” του Ντοστογιέφσκι, που κανονικά αποτελεί απλώς ένα κεφάλαιο από το “Αδερφοι καραμάζοφ”, αλλά μέσα από αυτό το κεφάλαιο, ο Ντοστογιέφσκι έχει κοιτάξει πέρα από την ανάγκη της πίστης του ανθρώπου, έχει αποκαλύψει τα πραγματικά κίνητρα και τον σκοπό της θρησκείας και μας παραδίδει μια αλήθεια που τσακίζει. Αργότερα, “Ο λύκος της Στέπας” του Έρμαν Έσσε που νομίζω ότι ο Χάρρυ Χάλλερ, ο πρωταγωνιστής είναι ένας από εμάς και απόλυτα σημερινός. Ακόμα τι να σας πω; “Άκου ανθρωπάκο” του Βίλχελμ Ράιχ, “Ο κύκλος με την κιμωλία” του Μπρέχτ, φυσικά Νίτσε, “Τάδε έφη ζαρατούστρα”, “Περιμένοντας τον Γκοντό”, του Σάμιουελ Μπέκετ, “Η δίκη” του Κάφκα και άλλα που ανήκουν στην κλασική λογοτεχνία κυρίως. Τώρα από ποίηση, μου αρέσουν οι ποιητικές συνθέσεις! Πέρα από “Θεία Κωμωδία”, “Φαουστ”, Σαίξπηρ και τους τρεις τραγικούς (Γέλια), μου αρέσει η “Αμοργός” του Γκάτσου, “Το φως που καίει” του Βάρναλη, “Ο μικρός Ναυτίλος” του Ελύτη και φυσικά “Σονάτα του σεληνόφωτος” του Ρίτσου. 

Νίκος: Κατευθείαν στο κεφάλι μου έρχεται το «Στου τελευταίου ποτηριού το σφυροκόπημα», συλλογή του Μπουκόβσκι από τις εκδόσεις Ηριδανός. Όταν τη διάβασα (πρώτη επαφή με Μπουκόβσκι) δεν μπορούσα να διανοηθώ πώς ένας άνθρωπος γράφοντας κάτι καθημερινό καταφέρνει να κάνει βουτιά στην ποίηση. Έπειτα έχουμε το «Στο Δρόμο» του Κέρουακ, που με σύστησε στους Μπητ, μου άλλαξε τελείως οπτική για το τι είναι και πώς βιώνεται η λογοτεχνία και με έκανε να αγαπήσω την αμερικανική γραφή. 

Έχετε δικαιολογηθεί ποτέ σε γκόμενο/έρωτα/κοπέλα/σύντροφο για κάποια αντίδραση ή σφάλμα σας με την δικαιολογία (εμμέσως ή χύμα) ότι ”άκου να δεις, εγώ είμαι καλλιτέχνης, γράφω εγώ!” Την αλήθεια θέλω. 

Ισμήνη: Η καλύτερη ερώτηση με την πιο ξενερωτική απάντηση (γέλια). Όχι, αλλά σίγουρα θα ήταν μια φοβερή δικαιολογία, για να αποφύγεις ερωτοαπαντήσεις και αναλύσεις και αναλύσεις…Ναι σίγουρα, θα ήταν. Κάπου θα έχω ξεφουρνίσει εμμέσως πλην σαφώς, σε φίλους με αμέριστο αυτοσαρκασμό, τύπου ότι ”εντάξει εμείς οι πνευματώδεις, δεν αναλωνόμαστε σε ευτελείς μικροπρέπειες ή σε πρακτικές περιοριστικές οδηγίες”. Όταν κοτσάρω και το Υδροχόος, από δίπλα, είναι το καλύτερο. Το συνιστώ. 

Γιώργος: Ωχ μας έπιασαν! (γέλια), πλάκα κάνω, νομίζω ότι δεν έχω να αναφέρω κάποιο συμβάν, όχι! 

Νίκος: Κάθε μέρα (γέλια). Όχι, αστειεύομαι. Αν δεν με απατά φρικτά η μνήμη μου, δεν το έχω κάνει ποτέ. Πάντως, αν τυχόν το έχω κάνει και δεν το θυμάμαι ζητάω ταπεινά συγγνώμη από αυτό εδώ το βήμα, δεν φταίω αλήθεια, είναι που είμαι καλλιτέχνης. 

Ελένη: Μετράει αν έχω πει αυτή την δικαιολογία στον εαυτό μου; (γέλια) 

Ναι, Ελένη, νομίζω μετράει! Τι κινητοποιεί τις εμπνεύσεις σας ανά καιρούς; Έχετε παρατηρήσει κανένα σταθερό ”μοτίβο”; Να, ας πούμε, μια απογοήτευση, ένα ταξίδι, μια καινούργια ερωτική ιστορία, μια περίοδος οικονομικής δυσκολίας κτλ 

Γιώργος: Προσωπικά, νομίζω ποικίλει ανά περιόδους και καταστάσεις ο λόγος που μπορεί να με κάνει να γράψω. Σίγουρα με είχε εμπνεύσει η οικονομική κρίση και η κατάσταση στην οποία όλοι λίγο πολύ είχαμε μπει. Το 2012 ήμουν 18 ετών και δεν θα ξεχάσω ένα ντοκιμαντέρ που είχε προβληθεί στην ΕΡΤ, στο οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης, Ξεσήκωνε ένα ολόκληρο στάδιο, (σε συναυλία μετά την πτώση της χούντας), και τραγουδούσαν 50.000 άνθρωποι “ Αυτό το χώμα είναι δικό τους δικό μας”. Ήθελα να γράψω κάτι ανάλογο και να προκαλέσω επανάσταση. Εκείνη η εποχή πραγματικά επηρεάζει ακόμα τη γραφή μου. Όμως, δεν μπορώ να παραλείψω και άλλους παράγοντες που με έχουν κάνει να γράψω όπως ο πόνος που αφήνει ένας ανεκπλήρωτος έρωτας ή ένας εκπληρωμένος που πίσω άφησε συντρίμμια και καμένη γη. Και τέτοια υπήρξαν και ποιητές μας έκαναν και καλά δεν μας έλεγες όταν συνέβησαν, όσα συνέβησαν. (Γέλια) 

Ισμήνη: Δεν νομίζω ότι έχω παρατηρήσει κάποιο μοτίβο, ίσως επειδή δεν μπήκα στον κόπο να το αναλύσω τόσο πολύ. Με σιγουριά θα σου πω, ότι δεν γράφω όταν είμαι χαρούμενη ή ερωτευμένη. Δεν έχω το χρόνο ή όταν τον έχω, σίγουρα οι σκέψεις μου δεν θέλουν να μπουν στο χαρτί. Το συνδέω με το φόβο του θανάτου. Όταν είσαι μέσα στην ζωή, δεν αναρωτιέσαι αν θα σε πατήσει αυτοκίνητο. Όταν φοβάσαι την ζωή, σε πατάει σίγουρα, κι ας είναι και δίκυκλο. Από την άλλη, όταν είμαι και μέσα στα σκοτάδια μου, ούτε τότε γράφω, είμαι τόσο χαωμένη, που μόνο μια πιο πρακτική λύση θα με γείωνε, συνήθως η εκλογίκευση ή ένα σπρώξιμο στην πλάτη από ένα φίλο. Άρα θα καταλήξω, ότι γράφω όταν βρίσκομαι σε μια φάση κενού, αδράνειας, που συνήθως είναι ένα καμπανάκι ερχόμενης συνειδητότητας, που χτυπάει την πόρτα και εσύ καλείσαι να μη το βάλεις στα πόδια. Αυτό που με κινητοποιεί είναι οι προσωπικές μου μαυρίλες, η κοινωνική πραγματικότητα, για να κάνω την δική μου αυτοέρευνα, επικαλούμενη την ποίηση. 

Νίκος: Νομίζω μια ερωτική απογοήτευση είναι πάντα ένα σιγουράκι που τροφοδοτεί την έμπνευση. Έτσι έχω ακούσει, δηλαδή, δεν είναι ότι έγραψα μια ολόκληρη *γκούχου γκούχου* συλλογή για κάτι τέτοιο. Όχι, πέρα από την πλάκα, ο έρωτας, ναι, είναι μια σταθερά, όμως για μένα πάντα υπό το πρίσμα της εξέτασης του εαυτού, όχι αυτούσιος. Προσπαθείς πάντα να καταλάβεις τι σου συμβαίνει. Ταυτόχρονα, σε όλο αυτό, εγώ δεν μπορώ να ξεφύγω ποτέ από τη νοσταλγία, το παρελθόν, κάτι που έζησα. Πλέον νιώθω πως ασφυκτιώ μέσα στις κοινωνικές συνθήκες που ζούμε κι αντιλαμβάνομαι ότι, όλο και περισσότερο, τα κείμενά μου είναι απόπειρες να πάρω ανάσα από αυτήν την ασφυξία. Πράγμα που, νομίζω, ότι κάνουμε γενικά σαν στίξη. 

Ελένη: Ο έρωτας. Η καύλα οπωσδήποτε, το ανεκπλήρωτο σίγουρα, ο θάνατος του έρωτα, το πένθος και η λύτρωση, η μονόπλευρη αγάπη, ο αρχικός ενθουσιασμός, η ματαίωση και η απογοήτευση που την ακολουθεί…Όλα γύρω από αυτό το ζήτημα γυρίζουν, είτε άμεσα και διαγγελτικά, είτε έμμεσα και υπόγεια. Ακόμα και γραπτά, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να αφορούν κάτι άσχετο, όλα μα όλα εφορμούν από τον έρωτα. Και συνήθως αυτόν που δεν έληξε καλά.  

Η γραφή είναι ιδιότητα, ικανότητα ή ανάγκη; Μήπως όλα μαζί; Μιλήστε μου λίγο. 

Ελένη: Χωρίς πολλή σκέψη, είναι ανάγκη. Γράφεις, γιατί αν δεν γράψεις θα εκραγείς σε χιλιάδες κομμάτια. Γράφεις, γιατί η ανάγκη αυτή σε επισκέφθηκε και είναι δυσβάσταχτο να μην την ικανοποιήσεις. Γράφεις γιατί απλά δεν γίνεται αλλιώς. 

Γιώργος: Δεν νομίζω ότι είναι τίποτα από τα παραπάνω. Η γραφή είναι ένα τυχαίο γεγονός, από την άποψη, ότι δεν το ορίζεις, ούτε μπορεί να ορίσει κανείς το αν θα του έρθει να γράψει, το πότε, το πώς και το πού. Αυτό που μπορεί να ελέγξει κανείς (εφόσον έχει αντιληφθεί ότι του βγαίνει να γράφει), είναι το κατά πόσο θέλει να αναπτύξει τον τρόπο έκφρασης του, τα σχήματα του και το πνευματικό του βάθος, όχι για κάποιο λόγο υπεροψίας, αλλά για να μπορεί να στέκεται ακριβής, σαφής και συνεπής στην διατύπωση εκείνου του συναισθήματος και της αλήθειας που τον καίει. Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να επιλέξεις τις κατάλληλες λέξεις, φράσεις και εικόνες, ώστε να είσαι σε θέση να πεις με σαφήνεια αυτό που θέλει να επικοινωνήσει η καρδιά σου. 

 Για ποιον/ποιους γράφετε, παιδιά, πραγματικά; Μόνο για τους εαυτούς σας;

Ισμήνη: Νομίζω ότι η απάντηση, είναι κάπου στην μέση. Θα γεννήσω κάποια άλλα ερωτήματα. Θα έγραφες αν αύριο ήσουν μόνος στην Γη; Θα έγραφες αν ήξερες, ότι δεν θα μπορούσες να πεις ποτέ σε κανέναν ότι είσαι συγγραφέας ή να δείξεις τα γραφήματά σου; Τι θα σε κινητοποιούσε να γράψεις; Το ενδεχόμενο να το διαβάσει κάποιος/κάποτε και ας αποτελούσε απλά μια ρομαντική ψευδαίσθηση; Θα σε κινητοποιούσε να το διαβάσει κάποιος άγνωστος ή ο αγαπημένος/η σου; Αν έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα στο να έγραφες το καλύτερο ποίημα ή να δεχόσουν ένα χάδι από τον άνθρωπο που αποτέλεσε την αιτία για να το γράψεις, τι θα διάλεγες; Τι θέλω να πω: Γράφουμε για εμάς, αλλά γράφουμε άλλο τόσο και για τους άλλους. Οφείλει να υπάρχει η αμφίδρομη ανατροφοδότηση, είναι αναγκαία. Δεν σημαίνει, ότι αποκαθηλώνεται ο ένας από τους δύο, αλλά για να υπάρχει ο καθένας, πρέπει να προβάλλει τι έχει στον άλλον. Και ναι, μας κινητοποιεί και η επιβράβευση, το θετικό σχόλιο, η απενεχοποίηση για το ψώνιο του καλλιτέχνη. Όλοι αναζητάμε να πάρουμε, κάτι που δεν πήραμε και η αποδοχή αυτού, είναι απλά η αθώα και υπεραπλουστευμένη παραδοχή του. 

Γιώργος: Να είχαμε έναν εαυτό καλά θα ήταν Πρώτα από όλα, γράφουμε από χρέος απέναντι στο συναίσθημα που μας κινεί να γράψουμε. Αν δεν γράψουμε θα σκάσουμε. Μπορεί κανείς να σταματήσει έναν τοκετό ή μια πτώση μετεωρίτη ή μια καταιγίδα; όχι. Η έμπνευση, όταν συμβαίνει είναι φυσικό φαινόμενο που μετά το πέρας του δεν αφήνει τίποτα ίδιο. Συνεπώς δεν νομίζω ότι μπορούμε να ορίσουμε για ποιον γράφουμε, γιατί ένα ποίημα, ένα πεζό, ένας πίνακας, ένα γλυπτό, σήμερα δεν θα σε βρει, αλλά μπορεί να σε βρει αύριο. Οι αποδέκτες λοιπόν είμαστε όλοι μας, αρκεί να είμαστε ανοιχτοί σε αυτό που διαβάζουμε, που βλέπουμε, που ακούμε. Σήμερα θα με συγκινήσει κάτι που χθες δεν με συγκίνησε ακόμα κι αν πέρασα από δίπλα του. Αύριο θα με εξιτάρει κάτι που σήμερα το βαριόμουν. Άρα, αυτό που με έκανε εμένα να γράψω από την θέση Α’ δεν μπορεί να σε αγγίξει εσένα, αν είσαι ακίνητος στη θέση Β’. Για αυτό πρέπει να κινούμαστε και να συγκινούμαστε. Για να συμβεί όμως η κίνηση και η συγκίνηση πρέπει να έχω ανοιχτούς πνεύμονες για πνοή, για έμπνευση, για ζωή. Η τέχνη είναι ένα όχημα που σε πάει από το Α’ στο Β’, η ποίηση είναι στόμα που αναπνέει, όχι στόμα που μιλά, ούτε ένα χέρι που γράφει, αλλά ένα χέρι που αγγίζει. 

Πρόσφατα, είδαμε το Visions, μια συνεργασία ανάμεσα σε δυο συγγραφικές κολλεκτίβες. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Τι φάση; 

Ισμήνη: Όμορφη έκπληξη θα λέγαμε. Στην ουσία είναι η συνένωση δύο ομάδων, σε ένα κοινό πρότζεκτ, στο οποίο κληθήκαμε όλα τα μέλη, να γράψουμε ένα όραμα για μια κοινή φωτογραφία polaroid. Αυτό γέννησε πληθώρα σκέψεων και ερμηνειών στον καθένα μας και ήταν μια αφορμή για να επανεξετάσουμε το κοινό βίωμα που υπήρξε, αλλά και την διαφοροποιημένη εξήγηση που δόθηκε για αυτό. Σα να μιλάς για μια καρέκλα, αλλά κάποιοι να μη την βλέπουν με το υλικό της χαρακτηριστικό. Τυχαίο παράδειγμα. Τα υπόλοιπα νομίζω ότι πρέπει να τα διαβάσετε και σίγουρα όχι εδώ. Νομίζω απλά, ότι το Ελλάδα-Ολλανδία ήταν μόνο η αρχή. 

Νίκος: Είναι πολύ ωραίο το πώς προέκυψε: επικοινώνησε μαζί μας η Άφρο Ξυλάνθη (μέλος των The Scriptors) για μια φιλοξενία της στον ξενώνα μας. Εγώ τότε είδα μερικές πληροφορίες για τη δική τους ομάδα, οπότε ρώτησα αυτό ακριβώς που ρωτάς κι εσύ τώρα: τι φάση; Μας ιντρίγκαρε πάρα πολύ το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα μέλη τους προέρχονταν από διαφορετικές χώρες και προτείναμε να κάνουμε μια συνεργασία σε επίπεδο ομάδων. Τότε η Άφρο εμπνεύστηκε την ιδέα με την polaroid, και πως θα μπορούσαμε να γράψουμε όλοι από κάτι, με αυτήν την κοινή αφορμή. Χωρίς καμία επεξήγηση της φωτογραφίας, έπρεπε όλοι να οραματιστούμε μια ιστορία ή ένα βίωμα που θα προερχόταν από τη φωτογραφία αυτή, σαν να την είχαμε τραβήξει εμείς. Έτσι προέκυψε το Visions, οράματα. Ανταλλάξαμε πολλά μηνύματα για τα κείμενά μας αυτούς τους τελευταίους μήνες, και βρεθήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα το καλοκαίρι που μας πέρασε, κι από αυτή τη συνεργασία νομίζω μάθαμε πολύ όμορφα πράγματα και οι δύο κολλεκτίβες. 

Πώς θα μπορούσε η στίξη να γίνει οικονομικά προσοδοφόρα, εκτός από τα κουτιά ελεύθερης συνεισφοράς κτλ; 

Ισμήνη: Αρκετά ελπιδοφόρο ακούγεται αυτό, αν και έχουμε τους ενδοιασμούς και τις επιφυλάξεις μας. Η στίξη ξεκίνησε να υπάρχει, σαν ένας κοινός τόπος έκφρασης, αλληλέγγυος και χωρίς κανένα είδος οικονομικής φύσεως. Δεν αποτελεί πρωταρχικό μας σκοπό και σίγουρα δεν είναι κάτι στο οποίο να δίνουμε έμφαση. Σημαντικό για εμάς είναι να μπορέσει ο καθένας, να προμηθευτεί τα βιβλία μας, χωρίς να πρέπει να καταβάλλει ένα ποσό που δεν μπορεί, αλλά να έχει χώρο η τέχνη και για αυτόν, χωρίς να τον αποκλείει από αυτήν. Από την άλλη, ούτε το άτομο να εκμεταλλεύεται την τέχνη, λόγω της προσωπικής επιλογής που του δίνεται. Θεωρούμε ότι η λύση είναι κάπου στην μέση και υπάρχει ή αποσυνδέεται, από τον αμοιβαίο σεβασμό που δημιουργείς απέναντί της. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί, ότι δεν υπάρχει μια μελλοντική φιλοδοξία για κάτι τέτοιο, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που δεν θα αναιρούσαν τα καλλιτεχνικά ιδεώδη που συμμεριζόμαστε. 

Ποια έχει υπάρξει μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή για εσάς, ως ομάδα, ως στίξη; Της συνέντευξης αυτής εξαιρουμένης, φυσικά (γέλια) 

Νίκος: Θα πω την πιο πρόσφατη, γιατί έχω κι ένα θέμα με τη μνήμη: όταν δημοσιεύσαμε το πρότζεκτ «Τόποι» (έμπνευση της Ελένης, ένα πολύ πολύ προσωπικό για τον καθένα πρότζεκτ), δεν περιμέναμε ότι θα ήταν κάτι το τόσο ιδιαίτερο. Το κάναμε για εμάς. Ξαφνικά αρχίσαμε να δεχόμαστε μηνύματα πολύ προσωπικά, από άτομα που έλεγαν για τους δικούς τους τόπους της νοσταλγίας, για τα δικά τους αγκάθια. Όταν «ανοίξαμε» το πρότζεκτ, ώστε να φιλοξενήσουμε και έργα άλλων ανθρώπων πέρα από τα δικά μας, ένα ολόκληρο κύμα συμμετοχών έσκασε στο μέιλ μας. Αυτό και μόνο μας γεμίζει χαρά πρώτα πρώτα για την εμπιστοσύνη που μας δείχνει ο κόσμος κι έπειτα για το ότι κάπως, με κάποιο μαγικό τρόπο, καταφέρνουμε και συντονίζουμε τις κεραίες μας. Καλό είναι να το έχουμε αυτό κατά νου. Η προσωπική μου όμως αγαπημένη στιγμή, είναι η πιο πρόσφατή μας συνάντηση. Ανακαλύψαμε μια φοβερή παμπ στο κέντρο και βρεθήκαμε για να συζητήσουμε την επερχόμενη εκδήλωση που οργανώνουμε και τις τελευταίες λεπτομέρειες του Visions, που ήταν να κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες. Συζητήσαμε, παίξαμε βελάκια, ήπιαμε και, σε αντίθεση με αυτό που είχε πει ο Waters για το γράψιμο του “Wish You Were Here”, εμείς μοιάζαμε όλοι να είμαστε «εδώ». Αυτό, κάπως στο δικό μου κεφάλι είναι σημαντικό και μου δίνει ένα ωραίο αίσθημα για το μέλλον. 

Γιώργος: Δεν θα ξεχάσω εκείνο το καλοκαίρι του ‘20, όταν ήρθε η πρόταση από τον Νίκο και όταν ξεκίνησε να μας λέει ακριβώς τι είχε στο μυαλό του. Κάναμε συναντήσεις στο Θησείο, περπατούσαμε στην Αρεοπαγίτου, μετά αράζουμε στο λόφο Φιλοπάππου και πολλές φορές αράζαμε στου Λουμπαδιάρη. Εκείνες οι μέρες ήταν γεμάτες έμπνευση, ζεστά χαμόγελα, ζεστές ιδέες και το πάθος για δημιουργία ξεχείλιζε σε όλους μας. Κάθε ιδέα που έπεφτε στο τραπέζι, έπαιρνε μορφή από μια νέα ιδέα που έπεφτε από κάποιο άλλο μέλος. Οι ζυμώσεις που έγιναν εκείνες τις μέρες μεταξύ των μελών, θεωρώ πως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σημερινή στίξη, οπότε αναμφισβήτητα θα πω ότι η πιο ευτυχισμένη στιγμή, είναι οι μέρες δημιουργίας της ομάδας.