sweetsixteensavoirville

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Κάθε φορά που θα βλέπουμε κάποιον και θα γυρνάμε το κεφάλι για να τον ξαναδούμε.

Κάθε φορά που θα μας κοιτάξει κάποιος που ψάχναμε το βλέμμα του.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών και θα ρωτάμε τους φίλους μας αν μας κοιτάει όταν –κάνουμε- πως δεν τον κοιτάμε.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Κάθε φορά που θα γνωρίζουμε κάποιον και θα γνωρίζουμε τον εαυτό μας μαζί του.

Κάθε πρώτη φορά που θα μας αγγίζει και θα ντρεπόμαστε, και θα ανατριχιάζουμε και θα ζητάμε ξανά το άγγιγμά του.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Και θα κοιτάμε το κινητό κάθε τρία λεπτά για να δούμε αν έστειλε.

Και θα σκεφτόμαστε τι, πότε και πόσα μηνύματα θα στείλουμε.

Και θα παίρνουμε τηλέφωνο τους φίλους μας να τους πούμε τι μας έστειλε.

Και θα αναλύουμε τρεις ώρες τι να σημαίνουν οι τρεις τελείες που έβαλε στο τέλος της πρότασης.

Και θα μετράμε πόσες λέξεις έστειλε.

Θα είμαστε πάντα δεκάεξι χρονών.

Και θα αναλύουμε τις λέξεις και τις συμπεριφορές του ανάλογα με το πώς θέλουμε να νιώσουμε εκείνη την ώρα.

Θα παίρνουμε σαν ολοκληρωτική, απόλυτη απόρριψη ένα «δεν μπορώ απόψε», όταν θέλουμε να νιώσουμε «ντράμα κουίνς».

Και θα παίρνουμε σαν «νάζι», σαν προσπάθεια να μας «ψήσει» λόγω του παράφορου έρωτά του, ένα «δεν μπορώ απόψε», όταν θέλουμε να νιώσουμε πριγκίπισσες.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Και θα αλλάζουμε τριάντα μπλούζες και οχτώ κραγιόν μέχρι να αποφασίσουμε τι θα βάλουμε την μέρα που θα τον δούμε.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Και θα σκεφτόμαστε πώς θα τον κάνουμε να ζηλέψει.

Και θα «εξαφανιζόμαστε» για να μας ψάξει.

Και θα λέμε χοντράδες επίτηδες για να τον πειράξουμε.

Και θα μετανιώνουμε όταν λέμε τις λάθος λέξεις και θα ζητάμε συγγνώμη σαράντα φορές ή θα ντρεπόμαστε να ζητήσουμε συγγνώμη.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Και θα κλεινόμαστε σπίτι μας επειδή μαλώσαμε.

Και θα βγαίνουμε έξω μέχρι το πρωί επειδή μαλώσαμε.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Και θα στέλνουμε μεθυσμένα μηνύματα.

Και θα στέλνουμε «κατά λάθος» μηνύματα.

Θα είμαστε πάντα δεκαέξι χρονών.

Και θα ζητάμε «εκδίκηση», όταν θα φύγει.

Και θα πιστεύουμε πως δεν θα βρούμε κάποιον άλλο που όταν τον δούμε θα γυρίσουμε το κεφάλι μας για να τον ξαναδούμε.

Και μετά, θα ξεχαστούν όλα αυτά και θα καταλάβουμε πως δεν είμαστε πια δεκαέξι χρονών.

Και θα ελπίζουμε ο επόμενος να είναι κάποιος που δεν θα μας κάνει να φερόμαστε σαν να είμαστε δεκαέξι χρονών, αλλά θα μας κάνει να νιώθουμε σαν να είμαστε δεκάεξι χρονών.