Όταν είσαι ο μικρότερος σε αγαπάνε όλοι, σε προστατεύουν και σου κάνουν όλα τα χατίρια. Συνήθως έτσι γίνεται… Υπάρχουν όμως και μικροπράγματα που σε κάνουν να αντιληφθείς μεγαλώνοντας ότι τα αδέρφια σου σε βασάνιζαν με τον πιο γλυκό και παράλληλα με τον πιο τερατώδη τρόπο. Γιατί αυτό είναι τα αδέρφια μας, μικρά και μεγάλα… Τα πιο γλυκά τέρατα. Έφτασε η ώρα να εξομολογηθώ λοιπόν τα “βασανιστήρια” που πέρασα από τα αδέρφια μου… Εγώ ήμουν το μικρότερο μέλος της οικογένειας Καρανάσιου. Έφτασα τελευταίο και καταϊδρωμένο στο τέλος της δεκαετίας του ’80, μιας και είχαν ήδη προηγηθεί άλλα τρία. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου και η αδερφή μου. Ως μικρότερος ήμουν κάπως παραχαϊδεμένος, μπορώ πλέον να παραδεχτώ, ότι αυτό ισχύει. Είχα όλα όσα ζητούσα και πάντοτε μου έκαναν όλα τα χατίρια. Αλλά με τα αδέρφια μου δεν ήταν πάντα τόσο απλά τα πράγματα. Μερικές φορές ήταν υπερπροστατευτικά απέναντί μου κι άλλες πάλι προσπαθούσαν απλώς να με βασανίζουν. Μερικά από τα βασανιστήρια που πέρασα; Καταρχάς, με έπειθαν να διαλέγω πάντοτε τον πιο αδύναμο χαρακτήρα σε video games –και ειδικά στο taken 3- με αποτέλεσμα πάντοτε να χάνω. Όταν μας έλεγαν Ντάλτον (επειδή είμαστε τέσσερις) φρόντιζαν πάντοτε να διευκρινίζουν πως εγώ ήμουν ο πιο κοντός. Γύρω στα 6 μου ο αδερφός μου έσπασε ένα τεράστιο τρένο, γιατί ήθελε να δει τι έχει μέσα. Φυσικά το έκανε με τη δική μου συγκατάθεση, αφού με είχε πείσει πως μπορεί να το συναρμολογήσει ξανά. Έχασα το τρένο, έχασα και την εμπιστοσύνη μου στον αδερφό μου… Το καλό ήταν πως μου έλεγαν παραμύθια, αλλά ήταν κάπως παραλλαγμένα. Για παράδειγμα τα τρία γουρουνάκια δεν ήταν ποτέ τρία. Ήταν πάντοτε τέσσερα. Φυσικά εγώ ήμουν το πρώτο χαζό γουρουνάκι που το έλεγαν “Παναγιώτη” και που είχε φτιάξει το σπίτι του από άχυρα. Ήμουν το χαζό κατσικάκι που άνοιξε στο λύκο και ο κοντορεβυθούλης. Έβγαιναν και οι τρεις έξω τα Σάββατα κι εγώ έμενα σπίτι να βλέπω τηλεόραση. Βέβαια, με δωροδοκούσαν με πίτσα αργότερα, αλλά και πάλι δεν με έπαιρναν μαζί τους. Και τώρα που είπα δωροδοκία, όταν άρχισα να μεγαλώνω και τυχαία μάθαινα κάτι τους απειλούσα ότι θα τα πω όλα. Ποτέ δεν πέτυχε ο εκβιασμός… Ο μεγάλος μου αδερφός σπούδαζε στην Αθήνα και όποτε ερχόταν τα σαββατοκύριακα μας έφερνε ζαχαρωτά, για τα οποία τρελαινόμουν. Και για να είμαι ειλικρινής ακόμη τρελαίνομαι. Τα οποία η αδερφή μου έτρωγε στα κρυφά. Όταν έβγαινα στη βεράντα τα βράδια του καλοκαιριού ή αν γύριζα σπίτι από το παιχνίδι αργά προσπαθούσαν να με τρομάξουν. Λευκά σεντόνια, παράξενοι ήχοι από το πουθενά και φώτα που τρεμόσβηναν ήταν τα πιο συνηθισμένα. Φυσικά έτρεχα κλαίγοντας στη μαμά μου… Τα μεσημέρια της Κυριακής η αδερφή μου βαριόταν και με πείραζε για να παίξουμε, αλλά εγώ δεν αντιδρούσα κι όταν αντιδρούσα πάντοτε καταλήγαμε να τσακωνόμαστε. Κι ενώ έφταιγε εκείνη η μαμά μου έμπαινε στο δωμάτιο κάθε φορά που της έκανα επίθεση με το μαξιλάρι, με αποτέλεσμα να τα ακούω πάντα εγώ… Μπορεί να ακούγονται βασανιστικά, αλλά ήταν οι καλύτερες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Γιατί τα αδέρφια μου ήταν το πιο γλυκό μου βάσανο…