«Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η… ντροπή του» γράφει για την Τρούμπα η αείμνηστη Σπεράντζα Βρανά.
Θα ‘χεις σίγουρα ακούσει για την Τρούμπα, την κακόφημη περιοχή στον Πειραιά που για την εποχή του 60’ υπήρξε το κέντρο του αγοραίου έρωτα. Πρόσφατα έτυχε να καταπιαστώ προσωπικά με το κείμενο του Α. Γαλανού “Τα Κόκκινα Φανάρια”.
Η πρωταγωνίστρια στο θεατρικό κείμενο του συγγραφέα έγινε για έναν χρόνο το alter ego μου
Την επεξεργάστηκα, την κατάλαβα, την ένιωσα και τέλος την αγάπησα. Όχι τον ρόλο, τον άνθρωπο. Γιατί το φόβερό σε αυτή την περίπτωση είναι πως το κορίτσι αυτό υπήρξε πραγματικά και δεν ήταν απλά μια μυθοπλασία. Σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο με το κόκκινο φως απέξω υπήρξαν πολλά τέτοια κορίτσια το καθένα με τη δική του ιστορία.
«Ο Γαλανός θεωρούσε τις πόρνες βρωμερά πλάσματα που όμως είχαν τη δυνατότητα να «φωτίσουν» και το πιο σκοτεινό δωμάτιο. Όταν όμως είδε μπροστά στα μάτια του μια πόρνη να ξυλοφορτώνεται από τον νταβατζή της καταμεσής του δρόμου, εντελώς αβοήθητη, η άποψή του γι’ αυτές μετασχηματίστηκε και άρχισε να τις βλέπει ως θύματα της κοινωνίας» Δεν ξέρω αν πρόκειται για θύματα ή αν η ζωή που έκαναν ήταν τελικά ο δικός τους μονόδρομος. Σίγουρα όμως θα γοήτευε μια συνάντηση μαζί τους. Μια γνωριμία με κάποια από εκείνες τις “φτηνές” υπάρξεις με τον πλούσιο βίο.
Γιατί ο πλούτος της ζωής δεν γράφεται σε ανάκτορα και επαύλεις, αλλά στις πιο ρημαγμένες συνοικίες, στις πιο άδοξες συνθήκες
Πρόκειται για τη Μαίρη, τη Μαρίνα, την Ελένη, την Άννα στην ταινία του Ν. Γαλανού “Τα Κόκκινα Φανάρια” αλλά και τόσες ακόμα φιγούρες στην πραγματική Τρούμπα του 60′ και όχι μόνο στα γυρίσματα μιας επιτυχημένης ελληνικής ταινίας. Για γυναίκες που είτε από ανάγκη είτε από το άσχημο παιχνίδι που τους έπαιξε η μοίρα, κατέληξαν σε κάποιο από εκείνα τα περίφημα “σπίτια”. Κι όσο και να μας κάνει εντύπωση αυτά ήταν η οικογένειά τους, αυτά και η κατάρα τους. Ιστορίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ωστόσο όμως με κοινό γνώρισμα την ίδια προσωπική αναμέτρηση: Εδώ είναι η ζωή μου όλη, εδώ και η κόλασή μου. Κι όσες προσπάθησαν να το πατάξουν, να ξεφύγουν από αυτό, στην πλειονότητά τους απέτυχαν.
“Ο μπάρμπας σου Μιχάλη, έπρεπε ακόμα να σου πει πως εγώ είμαι στιγματισμένη από την κοινωνία”, λέει σε μια στιγμή μια από αυτές στον ερωτευμένο Μιχάλη που προσπαθεί να την πείσει ότι δεν ανήκει εκεί. Προσπαθεί να την πείσει ότι μπορεί να τα αλλάξει όλα. Μάταια.
Τα περιβόητα φανάρια έσβησαν στις 12 Σεπτεμβρίου, πριν από 53 χρόνια
Κι όλες εκείνες οι σκοτεινές σκιές των γυναικών βρέθηκαν στον δρόμο. Έχασαν κυριολεκτικά ό,τι πραγματικά τους ανήκε. Τους πήραν τον κόσμο τους. Έναν κόσμο που δεν ευχήθηκαν ποτέ να έχουν αλλά όμως ήταν και η μόνη τους κληρονομιά.
Για κάποιους, λοιπόν, βρώμικα μπουρδέλα για άλλους μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας. Για τους λίγο πιο ρομαντικούς, τους κάπως καλλιτέχνες η γοητευτικότερη ματιά στην ελληνική κοινωνία του τότε. Γιατί γοητεία ασκεί μόνο ό,τι είναι ωμό, ατόφιο και αληθινό. Και εκείνη η εποχή εν γένει αλλά και η Τρούμπα της, “τα κορίτσια της” είχαν ατόφια και ωμή αλήθεια.
ΥΓ. Αφιερωμένο στις “3 Μαίρες” των Κόκκινων Φαναριών και σε δύο γλυκύτατους “πρωτάρηδες” της καρδιάς μου