Ζούμε σε μια πόλη όπου οι επιλογές για έξοδο είναι αμέτρητες. Μαγαζιά ξεφυτρώνουν κάθε μέρα απ’ το πουθενά. Κι όμως αν το καλοσκεφτείς πάντα καταλήγεις στα ίδια. Εννοείται πως θα πειραματιστείς, θα δοκιμάσεις, θα ανακαλύψεις μα κάποια μαγαζιά αποτελούν τη σταθερά μας. Μιλάω για αυτά που καταλήγουν να γίνουν προέκταση του σπιτιού σου.
Αυτά που ξέρεις το προσωπικό όλο με τα μικρά τους ονόματα –ακόμη και τα παρατσούκλια τους– κι αυτοί με τη σειρά τους ξέρουν όλες τις μικρές σου ιδιοτροπίες για το πώς θέλεις τον καφέ σου χτυπημένο με μια κουταλιά μαύρη ζάχαρη και τρία παγάκια στο ποτήρι (συχνά φτάνει στο τραπέζι σου πριν καλά-καλά κάτσεις). Αυτό που μπαίνοντας στο μαγαζί κάτι μέσα σου φωνάζει «εδώ ανήκω» ρε παιδάκι μου -την ώρα που στρογγυλοκάθεσαι στο σκαμπό του μπαρ!
Τι είναι αυτό όμως που μας κάνει να αγαπάμε κάποια μέρη τόσο, που σχεδόν μας κολλάνε ένσημα απ’ την καθημερινή μας παρουσία εκεί; Σίγουρα μια καλή αρχή είναι το όμορφο, προσεγμένο περιβάλλον, παντρεμένο με καλά ποτά, ο κόσμος που μαζεύεται κι είναι ωραίος και γενικά ο χώρος που σε εμπνέει και σε κρατάει για να κάτσεις.
Για να καταλήξεις να το κάνεις στέκι μεσολαβούν όμως και διάφορα άλλα, όπως η μουσική να είναι στα δικά σου επίπεδα και προτιμήσεις, οι ιδιοκτήτες να είναι φιλικοί (ωραίοι τύποι που λέμε), το προσωπικό να είναι κεφάτο και χαμογελαστό και γενικά απ’ τη στιγμή που ανοίγεις την πόρτα να νιώθεις άνετος και ευπρόσδεκτος.
Να βρεις μέσα του κάτι απ’ εσένα που θα σε κάνει να το αγαπήσεις. Κι αυτό συνήθως γίνεται από την πρώτη στιγμή. Έρωτας με την πρώτη ματιά τύπου. Κι αν το κλικ αυτό γίνει, δεν υπάρχει γυρισμός. Εθίζεσαι. Και να ‘σαι λοιπόν, να κάθεσαι με τις ώρες να αναλύεις σκέψεις κι απόψεις με την παρέα σου στον αφράτο καναπέ. Ο καφές να μετατρέπεται σε χαλαρή μπίρα κι η μπίρα σε ποτό με τον καναπέ τελικά να έχει πάρει πλέον το σχήμα σου και εσύ να κλείνεις κανονικό οκτάωρο εκεί (τα ένσημα που λέγαμε).
Στο στέκι σου θα ακούσεις το τραγούδι που θα κολλήσεις μαζί του γιατί ο dj είναι ψαγμένος και παίζει μόνο μουσικάρες. Δε χρειάζεσαι πλέον το shazam για να βρεις το κομμάτι που παίζει. Είσαι εκεί, δίπλα του και δεν κολλάς να τον ρωτήσεις μιας και ξέρεις πως θα σου απαντήσει αναλυτικά προσφέροντάς σου όλη τη δισκογραφία του καλλιτέχνη. Έτσι πίνεις μαζί του στη νέα σου μουσική ανακάλυψη. Είναι επίσης σαφές πως θα θυμάται πόσο σου αρέσει (σε θυμάται που χοροπηδούσες σαν μανιακός τις προάλλες) ώστε όταν μπεις στο μαγαζί την επόμενη φορά, θα φροντίσει με το που σε δει να κάνει αλλαγή και να το βάλει για να σε ευχαριστήσει.
Έχουμε λοιπόν τον όμορφο χώρο, την ενδιαφέρουσα μουσική και το κλικ που μας έκανε η ατμόσφαιρα του όλου χώρου. Last but not least που λέμε και στα εγγλέζικα αυτό που θα σε κάνει να κολλήσεις, είναι το προσωπικό που δουλεύει μέσα. Είναι εκείνη η στιγμή που τσακώθηκες με το φίλο σου και από τα νεύρα σου δεν ήθελες να γυρίσεις σπίτι.
Βρίσκεσαι λοιπόν «πεταμένος» πάνω στην μπάρα να λες τον πόνο σου στον μπάρμαν.
Οι άνθρωποι στα στέκια μας καταλήγουν να είναι οι άνθρωποι που θα γνωρίσουν τον έρωτα μας, θα πιούν μαζί μας, θα μας παρηγορήσουν στον πρώτο τσακωμό, θα γιορτάσουν μαζί μας την προαγωγή στην δουλειά, θα κοιτάξουν παρέα μας τις αγγελίες για το νέο μας σπίτι. Κι αντίστοιχα στις πιο μαύρες ημέρες που το μόνο που ζητάς είναι να κάτσεις μόνος σου με μοναδική παρέα τον εαυτό σου, κανείς δε θα σε παρεξηγήσει και δε θα σε ζαλίσει. Άντε ίσως να σε ποτίσουν καμιά δεκαριά σφηνάκια μονάχα.
Σε αυτό το μαγαζί θα βρεθείς πολλές φορές να συναρμολογείς τα κομμάτια σου είτε μόνος είτε με παρέα. Στο στέκι σου άλλωστε έχεις περάσει νύχτες που νιώθεις πως μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο όλο, αλλά και βράδια που όλα γύρω φαίνονται σκοτεινά και δύσκολα. Ψυχολογία, διάθεση, έρωτες ήρθαν και έφυγαν μα αυτό εκεί. Σταθερό κι αγαπημένο.
Πιο ρομαντικά, σχεδόν ποιητικά έχεις ρίξει άγκυρα και πλέον είναι το «λιμάνι» σου. Γιατί τα μαγαζιά που μετατρέπονται σε στέκια αγαπούν τους θαμώνες τους με πολλούς τρόπους. Και τελικά αυτό είναι που σε κάνει να μην το αλλάζεις με κανένα άλλο μαγαζί. Ούτε ο ωραίος φωτισμός, ούτε ο υπέροχος καφές που κάνει. Εκεί πια έχεις αποκτήσει φίλους κι αυτό είναι που μετράει στην τελική. Ένα μαγαζί έχει ψυχή γιατί οι άνθρωποι του τη μεταφέρουν.
Κι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά που θα σε κάνει απ’ το να πηγαίνεις συχνά κάπου, να καταλήξεις να ξημεροβραδιάζεσαι εκεί, στο δεύτερο σπιτικό σου.