Tell me lies, tell me sweet little lies!
Θυμάμαι κάποια στιγμή στo παρελθόν είχα διαβάσει μια έρευνα που έλεγε πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να καταλάβεις αν κάποιος σου λέει ψέματα.
Ανέφερε η έρευνα λοιπόν, πως κάποιος που λέει ψέματα κατ’αρχάς δεν σε κοιτάει στα μάτια. Κοιτάει αλλού. Στον βορρά, στην δύση, το ταβάνι, το πάτωμα, δεξιά, αριστερά, τον τοίχο, την τηλεόραση, το υπερπέραν.Έλεγε επίσης η ίδια έρευνα πως ασυναίσθητα ο ψεύτης, την στιγμή που λέει το ψέμα θα πιάνει το κάτω μέρος της μύτης του, θα ξύνει την μύτη του, θα κάνει μισή ώρα κάτι σαν λεμφικό μασάζ στην μύτη του, θα την χαϊδεύει, θα την μαλάζει, δεν ξέρω κι αν θα την σκαλίζει ίσως, για τον απλό λόγο ότι η μύτη βρίσκεται πάνω ακριβώς από το στόμα και με τις ασυνείδητες αυτές κινήσεις, ο ψεύτης θεωρεί ή προσπαθεί να καλύψει την έξοδο του ψέματος.
Το ίδιο κάνει και με το στόμα. Θα τρίψει τα χείλη του, θα σουφρώσει τα χείλη του σαν να σκέφτεται κάτι υπερβολικά βαρυσήμαντο, θα ανακαλύψει νέες γκριμάτσες με το στόμα του, θα βήχει, για τον λόγο του ότι όπως αλλοιώνει την αλήθεια,προσπαθει να αλλοιώσει και το σημείο που βγαίνουν οι ψεύτικες λέξεις. Και γιατί παρόλο που ξέρει πως λέει ψέματα, ξέρει πως αυτό που λέει είναι ψέματα και υπάρχει μια κάποια νευρικότητα και σύγχυση στο σημείο από όπου βγαίνουν τα ψέματα.
Ο ψεύτης επίσης διάβασα, θα σταυρώσει τα χέρια του μπροστά στο στήθος του. Για να αμυνθεί. Σαν να περιμένει πως θα δεχτεί “επίθεση” για το ψέμα που είπε, προετοιμάζεται για άμυνα. Σταυρώνει χέρια και “κλειδώνεται”, “περιφρουρείται”, “φοράει πανοπλία”, για να αμυνθεί στην επίθεση. Στην λεκτική ή επίθεση με βάζα, βιβλία, πιάτα που θα δεχτεί.
Ο ψεύτης, έλεγε η ίδια έρευνα, θα πει εξωφρενικά πολλές λεπτομέρειες προκειμένου να γίνει πιστευτός. “Σάλτσες”, που λέμε. “Δράκους”. Θα ξεκινήσει την ιστορία του από τότε που οι πέντε ήπειροι ήταν μία – για να αποπροσανατολίσει τον άνθρωπο που θέλει να πείσει- και θα διανθίσει την υποτιθέμενη αλήθεια του με ένα σωρό περιγραφές, λεπτομέρειες και μπορεί γενικά να σκεφτεί ένα τρίωρο σενάριο χολιγουντιανής ταινίας.
Ο ίδιος ψευδής επίσης θα διαρρηγνύει τα ιμάτια του τονίζοντας, ίσως και ουρλιάζοντας “ΜΑ ΜΕ ΞΈΡΕΙΣ, ΜΟΥ ΈΧΕΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΎΝΗ”. Ελπίζοντας να τον πιστέψει ο ακροατής του και παραβλέποντας ότι ίσως ο πιο σημαντικός λόγος να μην τον πιστέψει είναι αυτός ακριβώς, ότι τον ξέρει, χελόου;;;;
Όπως διάβαζα την έρευνα αυτή, σταματούσα και σκεφτόμουν τα ψέματα που μου έχουν πει και έχω πει και αν τα έκαναν αυτά οι άλλοι ψεύτες ή εγώ η ψεύτρα. Κάποια τα είχα δει να τα κάνουν, κάποια τα είχα κάνει, κάποια άλλα δεν είχαν συμβεί.
Στο τέλος της έρευνας έλεγε πως πολύ απλά, όταν κάποιος λέει ψέματα μπορεί να μην κάνει τίποτα από όλα αυτά , αλλά ο ακροατής να νιώθει ότι ο άλλος λέει ψέματα.
Ε. Στο σημείο εκείνο και να μην τελείωνε η έρευνα θα σταματούσα να διαβάζω. Τόσο απλά. Όπως νιώθουνε την αλήθεια, νιώθουμε και το ψέμα.
Δεν χρειάζεται να μεγαλώνει η μύτη του ψεύτη, όταν σου λέει “σου πάει αυτό το φόρεμα”. Δεν χρειάζεται ανιχνεύτης ψεύδους όταν θα πεις “έχω πονοκέφαλο”. Δεν θα βάλεις ορό της αλήθειας στο κινητό όταν σου στέλνουν “στον δρόμο είμαι, Έρχομαι!”. Δεν θα κάνεις αλκοτέστ όταν σου πουν “δεν ήπια πολύ”. Δεν θα ανέβεις στην ζυγαριά όταν σου πουν “αδυνάτισες”. Δεν θα πάρεις τον πάροχο για επιβεβαίωση όταν σου πουν “δεν είχα σήμα”. Δεν θα εφησύχαστεις με ένα ” καλά είμαι, δεν έχω τίποτα”. Δεν θα πάρεις τηλέφωνο τον Ζούγκεμπεργκ για να τον ρωτήσεις αν υπάρχει κάποιος ιός που κάνει “λάικ” από μόνος του. Δεν θα φέρεις τους γκοστμπάστερς όταν βρείς ένα σπασμένο βάζο ή όταν λείπει μια μπλούζα σου όταν στο σπίτι είστε δύο και εσύ δεν το έσπασες και όταν τα μόνα θηλυκά στο σπίτι είστε εσύ και η αδερφή σου. Ε, και ΔΙΆΟΛΕ, ξέρεις πως δεν είναι αυτό που νομίζεις, είναι αυτό που νιώθεις.
Ψέματα. “Κατά συνθήκη”, “λευκά”, “αθώα”, “από πρόθεση”, είναι στο αίμα, στην φύση, στο ντί.εν.έι του ανθρώπου να λέει ψέματα. Για να είναι αρεστός, για να “την γλυτώσει”, για να μην κριθεί, και όσο και κάποιοι κι αν ισχυρίζονται πως λένε ψέματα για να μην πληγώσουν τον άλλο, η αλήθεια είναι πως τα ψέματα λέγονται για να μην πληγώσουμε τον εαυτό μας. Είτε επειδή θα καταλάβουμε πως πληγώσαμε τον άλλο, πως φανήκαμε κατώτεροι των προσδοκιών του ή και των δικών μας για εμάς, είτε επειδή θα κληθούμε να αναλάβουμε τις ευθύνες και να υποστούμε τις συνέπειες όταν κάνουμε κάτι “κακό”, λέμε ψέματα για να προστατέψουμε εμάς.
Βέβαια θα μου πείτε- και δίκιο θα έχετε- πως δεν είναι όλα τα ψέματα τα ίδια. Πως δεν είναι όλα τόσο σοβαρά, τόσο “βαριά” και τόσο ακυρωτικά και πληγωτικά. Και δίκιο θα έχετε. Δεν πονάει το ίδιο ούτε κλονίζει τόσο την εμπιστοσύνη ένα “έχει κίνηση” τον Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα με ένα “τι; Σου είπαν πως με είδαν με άλλη; Συμφοιτήτρια μου ήταν. Την πέτυχα μετά από καιρό και ήπιαμε έναν καφέ”.
Βαρύ ή ελαφρύ, το ψέμα είναι ψέμα. Και ίσως η ζωή μας να ήταν το λιγότερο άχρωμη αν δεν λέγαμε και αν δεν ακούγαμε ψέματα. Αν δεν πιστεύαμε τα ψέματα που ακούμε αλλά και που λέμε. Γιατί όλοι λέμε ψέματα. Περισσότερα ή λιγότερα από όσα ακούμε. Και είναι σκληρό όταν βλέπουμε πως πιστέψαμε ένα ψέμα. Του άλλου ή δικό μας.
Ψέματα. Γιατί πολλές φορές δεν αντέχουμε την αλήθεια. Την δική μας ή του άλλου. Γιατί έχουμε ανάγκη τα πράγματα να γίνουν λίγο πιο όμορφα, λιγότερο δυσβάσταχτα, περισσότερο μαγικά, λιγότερο δυσοίωνα. Σαν τα παραμύθια. Μόνο που στα παραμύθια σε αντίθεση με την πραγματική ζωή, τα παραμύθια τελειώνουν με το “και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, ενώ στην πραγματική ζωή το “κι εμείς καλύτερα” θα έρθει ίσως αργά, ίσως επίπονα και δύσκολα όταν εκτός από όταν νιώσουμε το ψέμα, δούμε την αλήθεια κατάματα. Και του άλλου αλλά και την δική μας.