Θυμάσαι, εκείνη την κοπέλα από το μπαρ; Εκείνη που τη γνώρισα αρκετά χρόνια πριν, η ίδια που συνάντησα ξανά πριν λίγο καιρό και ξέχασα πως υπήρχαν άλλοι γύρω μου; Ναι, αυτή.
Μετά από εκείνο το βράδυ, αρχίσαμε κάπως να μιλάμε. Και όταν λέω “να μιλάμε”, εννοώ να γεμίζουμε τις οθόνες μας με μηνύματα, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Και έτσι, ξαφνικά, το θέμα «παρελθόν» μετατράπηκε σε «παρόν» και κάθε μέρα άρχισε να γίνεται όλο και πιο φυσιολογικό, σαν κάτι που πάντα συνέβαινε, πολύ φυσικά και στιγμιαία το ένιωθα περισσότερο απλά σαν να το είχαμε θάψει στο βάθος της μνήμης μας, για λίγο.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε. Ίσως ήταν εκείνη η στιγμή που έφυγε από το μπαρ, η τελευταία ματιά που αλλάξαμε. Ή απλά το σύμπαν είχε βαρεθεί να βλέπει αυτή την ιστορία σε pause και αποφάσισε να πατήσει play.
Και ξαφνικά, μιλούσαμε. Μιλούσαμε πραγματικά. Ξεκίνησε με ένα μήνυμα. Ένα αθώο, ανώδυνο:
— Λοιπόν, ακόμα πιστεύεις ότι ο ανανάς δεν ανήκει στην πίτσα; ρώτησα.
(μια πολύ κακή δήλωση που είχε γίνει στο μπαρ και σχεδόν είχε οδηγήσει σε διαμάχη επιπέδου διπλωματικού επεισοδίου).
— Απόλυτα. Και ειλικρινά, απορώ πώς σε άφησαν να περάσεις την ενηλικίωση με τέτοιες απόψεις. — Γιατί η ζωή μου είναι ένα δράμα και κανείς δεν με προειδοποίησε έγκαιρα. — Λυπάμαι, αλλά έχασες την τελευταία σου ευκαιρία να είμαστε φίλοι. — Άρα, μένει μόνο να σε πείσω να γίνουμε κάτι άλλο; — Καλή τύχη με αυτό.
Το ένα μήνυμα έγινε δύο. Τα δύο έγιναν πενήντα. Και ξαφνικά, ήταν το πρώτο πράγμα που εμφανιζόταν στην οθόνη κάθε πρωί και το τελευταίο πριν κλείσουν τα μάτια μας το βράδυ
Κάποιες μέρες, οι συζητήσεις ήταν ανούσιες, γεμάτες χαζομάρες και πειράγματα. Άλλες, όμως, ήταν διαφορετικές.
— Σήμερα ήθελα να εξαφανιστώ από το γραφείο. — Τόσο καλά πάει η καριέρα σου; — Πάντα. Ειδικά όταν ο προϊστάμενος μου αποφασίζει να αλλάξει όλη τη στρατηγική που δουλεύουμε δύο μήνες, βασισμένος σε μια “έμπνευση” που είχε στον ύπνο του. — Τουλάχιστον είχε έμπνευση, δεν το λες και λίγο. — Άκου να δεις. Αν ξανακούσω τη λέξη “ευελιξία” θα ουρλιάξω. — Θες να οργανώσουμε μια ψεύτικη απαγωγή σου για να γλιτώσεις; — Αν μπορεί να περιλαμβάνει και ένα ταξίδι στην Ιταλία, το συζητάμε.
Και ύστερα ήταν και οι πιο βαριές στιγμές
— Ξέρεις τι είναι το χειρότερο; Δεν είναι η δουλειά. Είναι ότι νιώθω πως χάνω τον εαυτό μου. — Δεν νομίζω πως τον χάνεις. Νομίζω πως τον έχεις κλείσει κάπου και τον αγνοείς. — Ίσως. Αλλά πώς ξέρεις ότι δεν είναι απλά ότι άλλαξα; — Γιατί όταν μιλάμε, μου φαίνεσαι πάντα εσύ.
Μερικές φορές, το ρισκάρουμε με τις υποτιθέμενα αθώες συζητήσεις, σαν να περπατάμε σε ένα τεντωμένο σκοινί πάνω από κάτι που δεν λέμε δυνατά ποτέ αλλά το σκεφτόμαστε.
— Ξέρεις, σκέφτομαι συνέχεια πώς θα ήταν αν είχαμε όντως γίνει κάτι τότε. — Θα είχες φρικάρει και θα είχες εξαφανιστεί μέσα σε δύο μήνες. — Ψέμα. Εσύ θα είχες βρει κάτι να αναλύεις υπερβολικά και θα με είχες στείλει στο διάστημα. — Ή μπορεί να ήμασταν ακόμα μαζί. — Και να είχαμε σκύλο. — Και σπίτι με βιβλιοθήκες παντού. — Και να μαλώναμε για το ποιος θα σηκωθεί πρώτος το πρωί. — Δεν θα μαλώναμε. Θα σε άφηνα να κοιμάσαι και θα έφτιαχνα καφέ. — Μη λες τέτοια. Δεν έχω συνηθίσει σε τέτοιο επίπεδο ρομαντισμού.
—Λοιπόν, έκανα μια λίστα με λόγους που ήμασταν προορισμένοι να είμαστε μαζί, της είπα νομίζοντας πως θα την ξαφνιάσω. —Είμαι περίεργη… —«1. Έχουμε τα ίδια αγαπημένα τραγούδια. 2. Γελάμε με τα ίδια χαζά πράγματα. 3. Δεν βαριέμαι ποτέ να σου μιλάω. 4. Μου έλειψες πριν καν συνειδητοποιήσω ότι μου έλειψες.» —«Σου λείπω;» —«Εντελώς. Και το χειρότερο; Μου αρέσει αυτό.»
Αν με ρωτήσεις τώρα, δεν ξέρω πού πάει αυτή η ιστορία. Ξέρω μόνο ότι κάθε φορά που βλέπω το όνομά της στην οθόνη, νιώθω σαν να γυρίζω σπίτι.
Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα όλο αυτό, μη νομίζεις… όλα τα σκέφτομαι!
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, υπήρχε πάντα ένα «αν» σε αυτή την ιστορία.
Αν το timing τότε ήταν σωστό;
Αν υπήρχε λίγο περισσότερο θάρρος, λίγο λιγότερο φόβος, λίγη περισσότερη τρέλα;
Αν δεν ήταν τόσο δυνατή αυτή η αίσθηση ότι κάτι χάθηκε… και ξαναβρέθηκε;
Γιατί τώρα, κάθε αστείο μήνυμα, κάθε inside joke, κάθε αναδρομή στο παρελθόν έκανε τα πάντα να μοιάζουν ξεκάθαρα. Αυτό που υπήρχε τότε, δεν είχε σβήσει ποτέ. Είχε απλά μείνει κρυμμένο, σαν εκείνα τα αγαπημένα τραγούδια που ξεχνάς για χρόνια και ξαφνικά παίζουν τυχαία στο ραδιόφωνο, αναγκάζοντάς σε να σταματήσεις ό,τι κάνεις και να θυμηθείς.
Και όσο κι αν το μυαλό προσπαθεί να πείσει πως όλο αυτό είναι απλά ένα παιχνίδι παλιών συναισθημάτων, υπάρχει μια σκέψη που επιστρέφει ξανά και ξανά:
Τι γίνεται όταν μια ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, απλά περιμένει να συνεχιστεί;