Η Αλκυόνη Παπαδάκη γεννήθηκε στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Γαλλική Σχολή. Όνειρό της ήταν να αλλάξει τον κόσμο. Στην προσπάθειά της αυτή έφαγε τα μούτρα της και προσπάθησε στη συνέχεια, μάταια, να αλλάξει τον εαυτό της. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, κατέληξε πως επανάσταση είναι να έχεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά, να επιμένεις και να αγαπάς τη ζωή. Η Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημερίδα Τα Νέα, εύστοχα τη χαρακτήρισε ως το «φιλαράκι του αναγνώστη».
Η Αλκυόνη Παπαδάκη, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ξετυλίγει τις ζωές και το πεπρωμένο των ηρώων της για να μας υποδείξει, πως όσες φουρτούνες και αν μας φέρει η ζωή, όσες πληγές και να χαράξει στην ψυχή μας, αυτή θα βρει το φώς στη χαραμάδα και θα βγει στον ήλιο. Τα χελιδόνια θα ξανάρθουν. Βέβαια, με ρεαλιστικό τόνο, αναφέρει πως τίποτα δεν περνάει, αν δεν αφήσει πίσω τα σημάδια του. Τη σφραγίδα του. Επίσης, θεωρεί ότι πρέπει να προχωράμε ταπεινά και σεμνά στη ζωή μας, να μην βιαζόμαστε να βάλουμε ταμπέλες και να δικάζουμε έναν άνθρωπο από την πρώτη εικόνα που μας δείχνει, γιατί δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή δημιουργήθηκε. « Αχ αυτή η εκ των υστέρων κρίσις… Αν έκανες… Αν σκεφτόσουνα… Αν υπολόγιζες… Αν, αν, αν… Πόσο εύκολα βγαίνουν τα συμπεράσματα! Μόνο που… ο πόνος δεν σηκώνει αναλύσεις. Όταν δεν μπορείς να σκουπίσεις το αίμα από την πληγή του άλλου, μη παριστάνεις τον δικαστή».
Ενώ στην αρχή το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το καλύπτουν μαύρα σύννεφα έτοιμα να φέρουν βροχή, καθώς ολοκληρώνεται, αρχίζει και βγαίνει ο ήλιος, έρχεται ένα αεράκι αισιοδοξίας. Μπορεί τα περισσότερα βιβλία της Αλκυόνης Παπαδάκη να σου δημιουργούν μια γλυκιά μελαγχολία, σχεδόν πάντα, όμως, έρχεται η πολυπόθητη λύτρωση.
«Πώς τα φέρνει έτσι και τα στρίβει όλα και τα παίζει και τα μαδάει και τα λιανίζει αυτός ο ανεμοστρόβιλος της ζωής. Όμως… ποτέ δεν ξέρεις που θα καταλήξει ένα φύλλο ξερό. Μπορεί… και στην κόμη ενός αγγέλου. Και να την στολίσει. Δεν μπορεί;».
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντη