“Θα περάσει, πού θα πάει θα περάσει. Θα κάνει έναν μήνα, δύο μήνες, τρεις μήνες; Θα περάσει.” Αυτό μου είχε πει μερικά χρόνια πριν ο Γιώργος. Δεν είναι γιατρός ο Γιώργος, ούτε αναφερόταν σε κάποια ίωση, σε κάποιο δερματικό εξάνθημα, σε κάποια ιατρική πάθηση. Ο Γιώργος είναι ο ξάδερφος μου, και ότι είχε χωρίσει από την κοπέλα του. Ήταν εκεί γύρω στα 23 του, και η κοπέλα που τον άφησε στα κρύα του λουτρού με το θερμόμετρο στο χέρι να περιμένει να περάσει ο πυρετός ήταν η πρώτη του μεγάλη σχέση. Η πρώτη σχέση με όλα τα συμπτώματα αρρώστιας.
Δέκατα στην αρχή της γνωριμίας, ρίγη σε κάθε συνάντηση, υψηλός πυρετός σε κάθε τσακωμό, έντονη εφίδρωση σε κάθε ερωτική συνεύρεση, ανακατωσούρες όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, εμετός και εκκενώσεις όταν οι τσακωμοί για σοβαρούς και μη λόγους γινόντουσαν καθημερινοί. Κι αφού “αρρώστησαν” και οι δύο ακολούθησαν την ίδια αγωγή. Βιταμίνες για να τονωθεί η σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, με κατανόηση όσο μπορούσε ο καθένας, με σεβασμό στον χώρο, στον χρόνο και στα θέλω του άλλου, όσο μπορούσε ο καθένας. Με συχνά επαναλαμβανόμενα κρύα ντους για να πέσει ο πυρετός, μικρές και μεγάλες εκπλήξεις, εκδρομές, ταξίδια, εξόδους, δώρα, με ή χωρίς λόγο όσο μπορούσε ο καθένας. Με αντιβιώσεις, “μέτρα μέχρι το δέκα πριν πεις κάτι που μπορεί να μην θες να πεις”, “μην κοιμάσαι με τον θυμό σου”, “μην είμαστε όλη την μέρα μαζί, να βλέπουμε και τους φίλους μας”, όσο μπορούσε ο καθένας. Με ξεκούραση, ύπνο και αναρρωτική άδεια μετά από κάθε τσακωμό, μετά από κάποια ένταση, μετά από μικρούς χωρισμούς, όσο μπορούσε ο καθένας. Με σωστή διατροφή, για να τονωθεί ο οργανισμός της σχέσης και να αναπτύξει αντισώματα, με επικοινωνία, με διάλογο, με συζητήσεις, με ενδιαφέρον στο τι ενοχλεί τον άλλον, όσο μπορούσε ο καθένας.
Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια της “αρρώστιας”. Μιας “αρρώστιας” που είχε εξάρσεις και υποτροπές. Με ομηρικούς καυγάδες, με ζήλιες, με ρουτίνα, με κάποια βαρεμάρα που όσο και να ακολουθούσαν και οι δύο την ίδια αγωγή τα συμπώματα δεν υποχωρούσαν πάντα. Ίσως γιατί αυτό το “όσο μπορούσε ο καθένας” να μην ήταν τελικά αυτό που μπορούσε και ο άλλος. “Μιλάς σαν να είναι αρρώστια”, είπα στον Γιώργο μόλις άκουσα αυτό το “θα περάσει”. “Μα δεν είναι αρρώστια το να θες κάποιον και να μην σε θέλει; Δεν είναι αρρώστια να σου λείπει, να μην μπορείς να τον δεις, να του μιλήσεις να τον ακούσεις να τον αγγίξεις; Αρρώστια είναι και ο χωρισμός και ο έρωτας. Αλλά δεν έχω επιλογή. Όπως δεν είχα επιλογή που την ερωτεύτηκα, δεν έχω και επιλογή που δεν με θέλει πια”. Και ο Γιώργος αφού έκανε τις προσπάθειες του να δει την γιατρό του, να της μιλήσει, να της εξηγήσει, να πάρει και να δώσει εξηγήσεις να κάνει ερωτήσεις, να ενημερωθεί για την πορεία και την κατάσταση του, να ζητήσει επανεξέταση, έμεινε με το χαρτί της διάγνωσης στο χέρι. Το ιατρικό ανακοινωθέν της ήταν “χωρίς επανεξέταση”, και την συνταγή για την αγωγή έπρεπε να την γράψει μόνος του.
“Θα περάσει, πού θα πάει θα περάσει. Θα κάνει έναν μήνα, δύο μήνες, τρείς μήνες; Θα περάσει.”, μου ανακοίνωσε μετά την ιατρική επίσκεψη ο Γιώργος με έντονα ακόμα τα σημάδια της αρρώστιας. Πρησμένα μάτια, δυσκολία συγκέντρωσης, κόπωση, αδυναμία. Φάρμακο δεν είχα να του δώσω, ούτε και κανένας άλλος. Η γιατρός του είχε μόνο και δεν του έδωσε, ίσως γιατί αφού δεν ήταν κανονική γιατρός δεν είχε ορκιστεί σε κανέναν Ιπποκράτη ότι θα θεραπεύσει τον Γιώργο. Ο Γιώργος θα θεραπευόταν μόνος του. Και θεραπεύτηκε, με βιταμίνες και αντιβιώσεις που ήταν οι φίλοι του και οι δικοί του άνθρωποι, με συχνά επαναλαμβανόμενα κρύα ντους που ήταν κάποιες άλλες κοπέλες, με σωστή διατροφή που ήταν ότι έφαγε τα λυσσακά του προσπαθώντας να καταλάβει τι πήγε λάθος, με κατ’οίκον νοσηλεία κοιτάζοντας φωτογραφίες, με υποτροπές στέλνοντας μηνύματα που δεν έλαβαν καμία αισιόδοξη απάντηση για μελλοντική καλυτέρευση, και αφού έκανε τον κύκλο του όλο αυτό και πέρασε βρήκε μια άλλη γιατρό.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Γιώργος, που δεν είναι πια 25 χρονών, είναι ακόμα με την τελευταία γιατρό που βρήκε και ετοιμάζονται να παντρευτούν. Έχουν ακολουθήσει την ίδια αγωγή και η πορεία τους προβλέπεται αισιόδοξη. Τις προάλλες ήρθε σπίτι μου γιατί ήμουν κι εγώ άρρωστη. Πρησμένα μάτια, δυσκολία συγκέντρωσης, κόπωση, αδυναμία. “Πώς είσαι;”, με ρώτησε. “Δύσκολα”, του απάντησα, ” αλλά θα περάσει, πού θα πάει θα περάσει. Θα κάνει έναν μήνα, δύο μήνες, τρείς μήνες; Θα περάσει”, του είπα και γελάσαμε και οι δύο. “Ε ναι, θα κάνει τον κύκλο του και θα περάσει, όπως μου πέρασε και τότε, όπως σου έχει περάσει και άλλη φορά και εσένα”, μου είπε σαν να ήμασταν πάλι 23 χρονών. “Πάντα περνάει, το θέμα είναι να μην αφήσει κανένα κουσούρι, όσο περνάνε τα χρόνια ότι έρχεται κάτι αφήνει που δεν φεύγει εύκολα”, του είπα σαν να μην ήμασταν, που δεν είμαστε 23 χρονών. “Καλά μην νομίζεις, και μικρός να είσαι, αν κάτι το περάσεις βαριά πάντα αφήνει κάτι να θυμάσαι τι πέρασες. Να, την Τρίτη που συνάντησα τυχαία την άλλη μετά από τόσα χρόνια, ανέβασα λίγα δέκατα”.