Μιλάω με τον Στάθη στο τηλέφωνο, του λέω πως θέλω να γίνω φωτογράφος, μου λέει να κάτσω στα αυγά μου. Του εξηγώ πως θα είναι πολύ δύσκολο να γυρίσω στη δουλειά μου σαν να μην τρέχει τίποτα, επιμένει να αφήσω την κανονικότητα να επιστρέψει. Κάπου εκεί καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο να συνεννοηθούμε, μιλάμε για δυο διαφορετικά πράγματα. Εγώ δεν περιμένω την κανονικότητα, δεν θα υπάρξει πριν, θα υπάρξει μετά, ένα μετά που διαμορφώνεται τώρα και θα έρθει σε συνέχεια αυτού που ζούμε. Εκείνος παρακαλάει να τελειώσει η έξαρση του COVID-19 και περιμένει να επιστρέψουμε στις ζωές μας. Νομίζει πως θα τις βρούμε από εκεί σταμάτησαν.
«Στάθη, το ξέρεις ότι δεν έχει παγώσει ο χρόνος, έτσι;»
«Ειρήνη, προτιμώ το αμίλητο σου παρά το ειρωνικό σου!»
«Και τι να σε κάνω; Μα μιλάς σαν να αρνείσαι τι συμβαίνει.»
«Επειδή καταλαβαίνω πολύ καλά τι συμβαίνει γι’ αυτό σου λέω να αφήσεις τις φωτογραφίες και να πας στη δουλίτσα σου. Κι εγώ αυτό περιμένω, να ξαναγυρίσω. Ξέρεις πως αισθάνομαι τόσες μέρες μέσα; Κουρασμένος, ξυπνάω αργά, κοιμάμαι αργά, βλέπω ειδήσεις και ό,τι θέατρο ανεβαίνει στο ίντερνετ. Ακόμη κι αυτά που έχω δει τα ξαναείδα. Τρώω άτσαλα, στο πόδι, ό,τι περίσσεψε ή τεράστιες ποσότητες. Ρε, μη γελάς, για κλάματα είμαι. Δεν είμαστε διακοπές, δεν έχει πλάκα όλο αυτό. Το κορίτσι μου λείπει όλη μέρα, δουλεύει, δουλεύει, δουλεύει περισσότερο από ποτέ. Όταν επιστρέφει σπίτι μας είναι πτώμα, θέλει να ξεκουραστεί κι εγώ σιχαίνομαι τον εαυτό μου που ανακουφίζομαι. Γιατί προτιμώ να θέλει εκείνη να ξεκουραστεί και να ξαπλώσει βλέποντας τηλεόραση, αφού δε μπορώ να βρω λέξεις να τη στηρίξω. Ανησυχώ τόσο πολύ για εκείνη που είναι μονίμως εκτεθειμένη… Με λίγα λόγια λέω πως ναι, ξέρω τι γίνεται, αλλά θέλω να πιστεύω πως θα περάσει κι αυτό, όλα περνάνε, και θα γυρίσω στο πριν, εκεί που κινούμαι, σκέφτομαι, διασκεδάζω, δουλεύω, εκεί που μπορούμε να κάνουμε ταξίδια, εκεί που παίρνω αγκαλιά το κορίτσι μου ξέγνοιαστα κι όχι παρηγορητικά.»
«Τον χάβα σου να είχαμε, βρε, Στάθη όλοι μας μια χαρά θα ‘μασταν!» , του λέω δήθεν ανάλαφρα, αλλά μπορώ να λέω ότι θέλω απ’ το τηλέφωνο μιας και δε μπορεί να δει πως είμαι βουρκωμένη.
«Ειρήνη!» , μου λέει κοφτά.
«Σε πειράζω… αλλά ακόμα δε μπορώ να καταλάβω γιατί εγώ δε μπορώ να γίνω φωτογράφος; Επειδή εσύ είσαι καψούρης;»
«Ειρήνη!», μου ξαναλέει κοφτά αλλά δεν κρατιέται να μη μου απαντήσει. « Γιατί δεν είναι περίοδος για αλλαγές, ήδη είναι όλα άνω κάτω, τα πάντα είναι στον αέρα γιατί πρέπει κι εσύ να πετάξεις τώρα; Μη μας πάρει και μας σηκώσει θέλω να πω κι όχι να σου κόψω τη φόρα. Σου πήρε τριάντα χρόνια να βρεις τι θέλεις να κάνεις θα είναι μεγάλο πρόβλημα να περιμένεις τρεις μήνες ακόμη για να οργανώσεις το πώς;»
Ο Στάθης τα λέει καλά, και τα ρομαντικά και τα συμβουλευτικά. Η αλλαγή δεν είναι πάντα απαραίτητο να είναι μεγάλη και καθοριστική. Μπορεί να έρθει αργά, να χτίζεται σιγά- σιγά, μέρα τη μέρα. Αποφασίζω το τσούκου- τσούκου και σκέφτομαι πως θα προτιμούσα να έχω κι εγώ έναν ερωτικό χαβά σαν τον δικό του.