Πώς να ξεκινήσεις μία συζήτηση με τη Θαλασσινή Μποσταντζόγλου χωρίς να τη ρωτήσεις την ιστορία του ονόματός της; “Άρεσε στη μαμά μου επειδή έτσι έλεγαν μία συμμαθήτριά της”, θα μου πει. “Είχε πει πως αν κάνει κορίτσι με ανοιχτόχρωμα μάτια θα του δώσει αυτό το όνομα. Είναι πολύ ”εγώ”, γιατί κι εγώ έχω μία ανάγκη ελευθερίας που στη δίνει η θάλασσα. Μου αρέσει αυτή η άπλα.”

Σε ένα από τα κλασικά στρογγυλά τραπέζια των Starbucks και πάνω από ένα ποτήρι Pistaccio Latte, η Θαλασσινή μου λέει με τη στεντόρεια φωνή της δεν σκεφτόταν από πάντα να γίνει ηθοποιός “για πάρα πολύ καιρό έλεγα: ούτε κατά διάνοια”. Αφού τελείωσε το Λύκειο, σπούδασε δημοσιογραφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σπουδές που, όπως λέει, δεν την κέρδισαν και κάπως έτσι έπρεπε να βρει τι θέλει να κάνει μετά. Μετά από μία προετοιμασία με τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ανώτερη Δραματική Σχολή Πράξη 7.

“Πέρασα όμορφα, αγάπησα τους καθηγητές μου εκεί. Ο Κώστας ο Μπάρας, η Βάλια η Παπαχρήστου που μας έκανε κίνηση ή ο Θοδωρής ο Οικονόμου που μας έκανε μουσική, είναι κάποιοι από αυτούς. Στο δεύτερο έτος και στο μάθημα του Κ. Μπάρα η Θαλασσινή επέλεξε να παίξει Μήδεια και αυτή είναι η πιο αγαπημένη της στιγμή στα τρία χρόνια των σπουδών της. “Ένιωσα ικανοποίηση που το κατάφερα”, μού λέει.

Θέλω να συζητήσουμε για το αν, ως κόρη της Δήμητρας Παπαδήμα και του Γιάννη Μποσταντζόγλου, πιστεύει πως το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά και με αιφνιδιάζει γελώντας ”Έχω παλέψει πολύ για να μην πάρω στοιχεία από τους γονείς μου αλλά τελικά δεν γίνεται να μην πάρω. Μεγάλωσα με μία καθημερινότητα που είχε γύρισμα/παράσταση/θέατρο”. Πλέον δεν με αιφνιδιάζει η παραδοχή ότι δεν αγαπούσε τη δουλειά που έκαναν οι γονείς της και πως από πολύ νωρίς απομυθοποίησε τη λάμψη που βλέπουμε όλοι οι άλλοι. “Δεν μου αρέσει -όπως δεν μου άρεσε και αυτό που καταλάβαινα ακόμα από παιδί- ότι ο χώρος δεν είναι ειλικρινής, πάντα σε μία συζήτηση υπάρχουν και άλλα πέντε πράγματα που κανείς δεν λέει. Αυτό το πράγμα το νιώθω κουραστικό και ψυχοφθόρο και το καταλάβαινα από παιδί.”

“Μπήκα στη σχολή και δεν είχα κανέναν “θεό” ενώ υπήρχαν άνθρωποι μικρότεροι ή μεγαλύτεροι μου, δεν έχει σημασία, που θαύμαζαν πολύ κάποιους ανθρώπους. Κι αυτό μπορώ να πω ότι μου έχει λείψει. Θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να μην έχω έρθει σε τόση επαφή, να βλέπω τα πράγματα ρομαντικά και να μην είμαι από τόσο νωρίς τόσο απαισιόδοξη για τη δουλειά”, δεν σταματά να με ξαφνιάζει.

Συζητώντας λίγο ακόμα για τους ηθοποιούς γονείς της μού λέει ότι οι συμβουλές τους αφορούν περισσότερο τη ζωή της παρά την υποκριτική. “Δεν συζητάμε κιόλας για τη δουλειά. Οι γονείς μου δούλεψαν και δημιούργησαν σε μία πολύ διαφορετική εποχή για την Ελλάδα. Ο μέσος όρος της επαγγελματικής τους καθημερινότητας είναι αδιανόητα διαφορετικός από τον δικό μου μέσο όρο. Υπήρχαν πολλές δουλειές και ευκαιρίες και τα οικονομικά ήταν πολύ διαφορετικά, οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές από σήμερα. Σήμερα ακούμε πολλά όχι και πρέπει να είμαστε τόσο ανθεκτικοί ώστε να κάνουμε πως δεν το ακούσαμε και να πάμε πάλι από την αρχή”.

Η ψυχοθεραπεία είναι ένα μεγάλο “κανονάκι” για τη ζωή, μαζί με τους ανθρώπους της, τον φίλο της, την οικογένειά της, την κολλητής της. “Να πω ένα δημόσιο ευχαριστώ στην ψυχοθεραπεύτριά μου την Ασημίνα. Οι άνθρωποί μας. Δεν υπάρχει κάτι άλλο τόσο σημαντικό που να μας κρατάει”.

Θαλασσινή, πώς είναι να είσαι το Ριτσάκι της Φαύστα του παππού Μπόστ;

“‘Για πολύ καιρό έλεγα ότι δεν θέλω να παίξω έργο του παππού ή ότι δεν θέλω να παίξω με τους γονείς μου αλλά τελικά ήταν πολύ συγκινητικό. Δεν πρόλαβα τον παππού αλλά έχω πολύ επαφή με το έργο του. Είχα πολύ άγχος να βγει κάτι αξιοπρεπές και τρυφερό από μέρους μου. Με ενδιέφερε πολύ πως θα νιώσει ο μπαμπάς μου. Ο παππούς υπήρξε ένας σημαντικός άνθρωπος και τον αγαπώ με τον τρόπο που μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν γνώρισες ποτέ, μέσα από τα έργα του και τις ιστορίες που ακούω για εκείνον, αλλά πιστεύω πως η στιγμή ήταν πολύ σημαντική για τον μπαμπά μου που είναι τόσο τρυφερός άνθρωπος. Με βοήθησε πολύ ο Τάσος ο Πυργιέρης, ένας σκηνοθέτης που αγαπάει πολύ τη δουλειά του, και η συνθήκη του σκηνοθέτη και της ομάδας ήταν για μένα πολύ βοηθητικά στοιχεία. Είχα πολύ άγχος αλλά έκανα ό,τι μπορούσα και είμαι χαρούμενη. Συζητάμε να το ανεβάσουμε ξανά”.

Αν υποθέσουμε ότι το –πολιτικό κατά βάθος έργο- Φαύστα είναι κωμωδία, θα έλεγες ότι είναι εύκολη η κωμωδία;

“Η κωμωδία είναι το πιο δύσκολο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις τους ανθρώπους να γελάσουν, κι όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται κι ακόμα δυσκολότερο γιατί οι άνθρωποι που δεν είναι εκτός πραγματικότητας, δυσκολεύονται να γελάσουν. Η κωμωδία κρύβει μέσα της μεγάλη ευθύνη για τον ηθοποιό. Αν τη συγκρίνεις με το δράμα, σε ένα δράμα αφηγείσαι μία ιστορία κι όσο πιο ειλικρινής είσαι, τόσο πιο εύκολα θα το πετύχεις και θα σε συμπονέσει και το κοινό. Στην κωμωδία έχεις την ευθύνη να μεταδώσεις την ιστορία και τα μηνύματά της αλλά ΚΑΙ να περάσει καλά ο θεατής”.

Πως προέκυψε το YouTube podcast σας; 

“Η ιδέα ήταν του φίλου μου του Χρήστου ο οποίος είναι πολύ οργανωτικός και πρακτικός, και συμμετέχει με τον δικό του τρόπο στην παραγωγή. Ένα βράδυ ήμουν σε απελπισία τι να κάνω με τη ζωή μου γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολη η δουλειά που κάνω. Τότε, ο Χρήστος μού θύμισε αυτό που λέμε εδώ και χρόνια με τη Νάντια (Καφφετζή) “να είχαμε μία κάμερα να μας γράφει”. Έτσι, βρήκαμε πολύ γρήγορα και τους υπόλοιπους συνεργάτες και τώρα είμαστε στο 7ο επεισόδιο, για την ώρα με δικούς μας ανθρώπους, που δίνουν έναν φιλικό τόνο στο αποτέλεσμα. Ήθελα απλώς όλα όσα λέμε μεταξύ μας όταν πηγαίνουμε για ποτά, να τα λέμε και στο μικρόφωνο.” Τη ρωτάω ποιον θα ήθελε πολύ να φιλοξενήσει στο vidcast τους και χωρίς πολύ σκέψη αναφέρει τον Θέμη Καραμουρατίδη που είχε αναλάβει και τη μουσική της Φαύστα.

Υπάρχουν κάποιες συνήθειες που κρατάς από τα παιδικά σου χρόνια;

“Έχω ένα comfort αντικείμενο. Ένα μικρό, λευκό παιδικό σεντονάκι που με είχαν τυλίξει όταν με είχαν βγάλει από το μαιευτήριο και το έχω ακόμα για τις ώρες που είμαι φορτισμένη”, και μου δείχνει με τα χέρια της πως χαϊδεύει το ύφασμα για να χαλαρώσει. “Κάνει το ίδιο και η μαμά μου με τα τιραντάκια της”, μού λέει.

Ποια είναι η αγαπημένη σου ανάμνηση που θα ήθελες να μοιραστείς;

Θυμάμαι τη μεγάλη αυλή στο σπίτι μας στο Μεταξοχώρι (έξω από τη Λάρισα) όταν τα καλοκαίρια στις διακοπές μαζεύονταν οι φίλοι του μπαμπά μου, ο Λουκιανός Κελαηδόνης, ο Γιάννης Κοντός, ο Γιώργος ο Καλφομανώλης με τον Χάρη τον Ασημακόπουλο και τους άκουγα από το κρεβάτι μου, όταν πήγαινα για ύπνο, να συζητάνε τα δικά τους και να λένε τα αστεία τους ενώ τα τζιτζίκια έβαζαν τη μουσική στη βραδιά”.

Αν έπρεπε να πεις κάτι για να ενθαρρύνεις τους ανθρώπους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, τι θα τους έλεγες;

“Η ζωή συνεχίζεται. Είναι χρέος μας να περνάμε καλά. Ο βασικότερος στόχος της κάθε μέρας μας, σε μία τόσο δύσκολη ζωή, είναι να παίρνουμε τα πράγματα όσο πιο ανάλαφρα γίνεται γιατί αλλιώς μπορούν όλα να φαίνονται πολύ δύσκολα. Μπορείς τα περισσότερα να τα απλοποιήσεις και να πηγαίνεις με κάποιον τρόπο παρακάτω, γιατί η φθορά είναι τόσο μεγάλη που αν αφηνόμαστε στα μικρά, στο τέλος δεν θα μείνει τίποτα από εμάς”.

Για τις επόμενες δέκα Κυριακές μπορείς να δεις τη Θαλασσινή στη -αφιερωμένη στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών- παράσταση, Ήταν η κακιά η (χ) ώρα, σε σκηνοθεσία Ειρήνης Κανελλοπούλου κι σύντομα σε έναν μονόλογο της Ιουλιέτας που μιλάει για τον έρωτα, σε σκηνοθεσία Τάσου Τυρογαλά.

Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία τα Starbucks (Ποσειδώνος 24, Παλαιό Φάληρο)

Φωτογράφος: Tρύφωνας Νάκης