Γνωρίσαμε τη Θάλεια Συκιώτη μέσα από τον ρόλο της Ζαμπέτας, στην πετυχημένη και πολύ αγαπημένη σειρά της ΕΡΤ1, Τα καλύτερα μας χρόνια.
Αναρωτιέμαι πώς είναι να “ζει” τη ζωή της Ζαμπέτας, ενός μελετηρού και στοχοπροσηλωμένο κοριτσιού τη δεκαετία του 1970. “Τη Ζαμπέτα την έχω αγαπήσει πολύ. Θαυμάζω την αφοσίωση και το πείσμα με τα οποία προσπαθεί να πετύχει το όνειρο της, να περάσει στην ιατρική σχολή και να γίνει επιστήμονας, κάτι που δεν ήταν τόσο εύκολο ή δεδομένο με τον τρόπο που είναι σήμερα. Στη δεκαετία του 70, τα Πανεπιστήμια συνέχιζαν να ανδροκρατούνται. Οι γυναίκες κάλυπταν περίπου το 1/3 του φοιτητικού σώματος, ενώ δύσκολα επέλεγαν σχολές των θετικών επιστημών.” μού απαντά.
Η υποκριτική ήταν κάτι που ονειρεύτηκες από παιδί;
Ναι, από πολύ μικρή θυμάμαι ότι όταν έβλεπα στην τηλεόραση κάτι που μου άρεσε, ένα χαρακτήρα ή ένα μαγικό τόπο, προσπαθούσα μετά να τον αναπαραστήσω με ό,τι έβρισκα γύρω μου. Φορούσα ένα παντελόνι στο κεφάλι και μεταμορφωνόμουν σε εξωγήινο, έπαιρνα μια μεγάλη κουτάλα και γινόμουν πολεμίστρια, έβλεπα το σπίτι μου πότε σαν ένα κάστρο προς εξερεύνηση και άλλοτε σαν ένα δάσος γεμάτο κρυψώνες. Έφτιαχνα ιστορίες και «βουτούσα» μέσα στους κόσμους τους. Έπειτα, στο σχολείο όλη αυτή η διαδικασία μού έγινε πιο συνειδητή. Μέσα από σχολικές παραστάσεις και θεατρικές ομάδες άρχισα να καταλαβαίνω τη διαδικασία με την οποία δομείται μια παράσταση. Ανυπομονούσα να πάρω ένα κείμενο στο χέρια μου, να συνδημιουργήσω με την υπόλοιπη ομάδα και να δοκιμάσω πάνω στη σκηνή όσα είχα σκεφτεί για το ρόλο μου. Νομίζω ότι γύρω στα 12 είχα ήδη αποφασίσει ότι θα γίνω ηθοποιός.
Η σειρά Τα καλύτερά μας χρόνια, είναι και η πρώτη σου συμμετοχή σε τηλεοπτική παραγωγή, πως είναι η εμπειρία σου μέχρι τώρα;
Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο τυχερή και χαρούμενη που ξεκίνησα σε μια σειρά που έχει αγαπηθεί τόσο πολύ. Στην αρχή, βέβαια, αυτό με άγχωσε. Όταν μπαίνεις σε μια δουλειά που έχει ήδη διαμορφώσει τη συνταγή της επιτυχίας της, φοβάσαι μην είσαι κάτι το παράταιρο, κάτι που δεν θα ταιριάξει με όσα περιμένει να δει το κοινό. Πολύ γρήγορα όμως αυτή η αμηχανία ξεπεράστηκε. Βρέθηκα δίπλα σε τόσο αξιόλογους συνεργάτες, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, που με καθοδήγησαν και με έκαναν να νιώσω πολύ άνετα. Είναι ανεκτίμητο να ανυπομονείς να πας στη δουλειά σου και να συναντάς υπέροχους ανθρώπους.
Αποφοίτησες πολύ πρόσφατα από τη σχολή υποκριτικής. Υπάρχει κάποια στιγμή που ένιωσες για πρώτη φορά “τώρα ναι είμαι ηθοποιός”;
Α, δεν το είχα σκεφτεί αυτό! Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ένιωσα έτσι γιατί μεσολάβησε ελάχιστος χρόνος από τις διπλωματικές εξετάσεις στο casting για τη σειρά και έπειτα στα γυρίσματα. Ίσως, η στιγμή εκείνη να ήταν η μέρα που ξύπνησα και είπα «πάω στο γύρισμα» και αυτό είχε γίνει πια κανονικότητα.
Ο καλλιτέχνης άραγε είναι διαφορετικός από εμάς τους υπόλοιπους;
Κάθε άνθρωπος κρύβει ένα καλλιτέχνη μέσα του, αρκεί να βρει αυτό που τον παθιάζει, ώστε να το κάνει με αφοσίωση και μεράκι.
Έβλεπες τη σειρά ήδη;
Ναι, είχα παρακολουθήσει αρκετά επεισόδια. Οι γονείς μου, βέβαια, ήταν εκείνοι που έβλεπαν φανατικά τη σειρά από τον πρώτο κύκλο και πολλές φορές καθόμουν μαζί τους.
Στην πρώτη σου επαφή με τον ρόλο και το κείμενο τι σκέψεις έκανες;
Το κείμενο είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και έχει πάρα πολύ χιούμορ! Ο ρόλος με γοήτευσε αμέσως, γιατί έχω την αίσθηση ότι σπάνια βλέπουμε γυναικείους χαρακτήρες σαν τη Ζαμπέτα σε ελληνικές σειρές. Η τάση που κυριαρχεί είναι να παρουσιάζεται η γυναίκα ως μια «τέλεια κούκλα». Αντίθετα, η Ζαμπέτα είναι ένα πλάσμα γειωμένο, αλλόκοτο και εσωστρεφές, που δεν αλλάζει για χάρη των άλλων και που υποστηρίζει τη μοναδικότητα του. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει, επίσης, μια δυναμική πολύ σύγχρονη. Το να ανακαλύψεις και να υποστηρίξεις με ειλικρίνεια αυτό που είσαι, είναι πράξη μεγάλου θάρρους και αυτοσεβασμού.
Πως ήταν το κλίμα ενός από τα πιο συγκινητικά επεισόδια που έχουμε δει στην ελληνική τηλεόραση -αυτού που η γιαγιά της οικογένειας φεύγει;
Ήταν ένα φορτισμένο συναισθηματικά γύρισμα. Η γιαγιά Ερμιόνη είναι από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα της σειράς και ήταν δύσκολο να την αποχαιρετίσουμε.
Από την εποχή που διαδραματίζεται η σειρά ποια στοιχεία πιστεύεις ότι έπρεπε να έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα;
Γενικά χαίρομαι που η τάση της εποχής μας είναι να αποτινάξουμε πολλά από τα ταμπού του παρελθόντος. Παράλληλα, όμως, νιώθω ότι έχουμε χάσει την αθωότητα που συνόδευε εκείνα τα χρόνια. Οι άνθρωποι λειτουργούσαν πιο απλά και πιο συλλογικά. Διεκδικούσαν ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς όμως να έχουν την καταναλωτική μανία που επικρατεί σήμερα και χωρίς να βλέπουν τόσο ανταγωνιστικά ο ένας τον άλλον. Επίσης, με συγκινεί πολύ η αίσθηση της γειτονιάς. Το πόσο δεμένοι και προστατευτικοί ένιωθαν οι κάτοικοι μεταξύ τους, ενώ πλέον δεν γνωρίζουμε καν το όνομα του ανθρώπου στο διπλανό διαμέρισμα.
Υπάρχουν πράγματα που ανακάλυψες για τη συγκεκριμένη περίοδο της Ελλάδας μέσα από τον ρόλο σου;
Πάρα πολλά! Αρχικά, η σειρά φέτος διαδραματίζεται το 1979, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εποχή έντονων αλλαγών, με στόχο να ξεπεραστεί ο συντηρητισμός της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας, ώστε να συμβαδίσει με το ευρωπαϊκό πρότυπο ζωής. Ειδικά το γυναίκειο κίνημα, διεκδικούσε δυναμικά την ισότητα και την αυτοδιάθεση. Ακόμα και η απόκτηση διπλώματος οδήγησης αποτελούσε τότε στοίχημα για μια γυναίκα! Για παράδειγμα, η επιλογή να εργαστεί κάποια σε ένα «αντρικό», στα μυαλά των περισσοτέρων, επάγγελμα- ως μηχανικός ας πούμε- την έφερνε αντιμέτωπη με προκαταλήψεις και στερεοτυπικά σχόλια του τύπου «δεν είναι το εργοτάξιο θέση για μια γυναίκα», πόσο μάλλον αν επέλεγε να προχωρήσει σε άμβλωση, κάτι που δεν είχε ακόμη νομιμοποιηθεί στην Ελλάδα.
Στη σειρά βλέπουμε πως οι άνθρωποι ενωμένοι μπορούν να αντιμετωπίσουν τις περισσότερες δυσκολίες της ζωής. Τι βοηθάει περισσότερο στη ζωή; Η πίστη στον εαυτό μας ή η συνύπαρξη με τους ανθρώπους μας;
Το πιο ισχυρό πράγμα είναι το «μαζί». Φυσικά και είναι σημαντικό να καταφέρνει κανείς πράγματα μόνος του και να ενισχύεται έτσι η πίστη στις δυνατότητες του. Υπάρχει μια ρήση που λέει: «μόνος θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά». Πιστεύω πως το δεύτερο έχει μεγαλύτερη αξία.
Υπάρχει κάτι που φοβάσαι; Κι αν ναι πιστεύεις πως η τέχνη μπορεί να νικήσει τους φόβους;
Φοβάμαι πράγματα που νομίζω πως απασχολούν κάθε άνθρωπο. Ο φόβος είναι κομμάτι της καθημερινότητας μας και αν υπάρχει κάποιος τρόπος να τον καταπολεμούμε συστηματικά, αυτός νιώθω ότι είναι μέσα από την τέχνη. Ενώ ο φόβος μάς παραλύει, η τέχνη μάς κινητοποιεί. Το θέατρο και το σινεμά, για παράδειγμα, μας φέρνουν αντιμέτωπους με υποθετικές καταστάσεις, στις οποίες μπορούμε (ή δεν μπορούμε), υποθετικά πάλι, να ανταπεξέλθουμε. Η διαδικασία αυτή μας δοκιμάζει και μας ανοίγει ορίζοντες στον ίδιο μας τον εαυτό.
Υπάρχει ένα σχέδιο που θα ήθελες να ακολουθήσεις στη ζωή σου πάση θυσία; Ένα πλάνο ζωής-όνειρο που δεν θα στο χαλάσει κανείς;
Θέλω να μένω ανοιχτή σε ενδεχόμενα γιατί η ζωή πάντα σε εντυπωσιάζει με όσα φέρνει στον δρόμο σου! Το μεγαλύτερο όνειρο και επιδίωξη μου πάντως, είναι να συνεχίσω να δουλεύω σε αυτό που αγαπώ και να εξελίσσομαι καλλιτεχνικά.