Τσάντες, τσαντάκια, φάκελοι, ταχυδρόμοι, πορτοφόλια και ένα κάρο χαμός. Παρόμοια ιστορία με τα παπούτσια, ποτέ δεν είναι αρκετές, πάντα χρειαζόμαστε άλλη μία και αν μπορούσαμε θα κουβαλούσαμε διαφορετική κάθε μέρα, και μπλα μπλα μπλα. Αλλά όπως και όλα στη μόδα, δεν φύτρωσαν μια μέρα δίπλα στα μαρούλια, έτσι λοιπόν και οι τσάντες κρύβουν πίσω τους ολόκληρη ιστορία, που μαντέψτε.. θα μάθετε ευθύς αμέσως (δωράκι μίνι λεξικό τσάντας στο τέλος).
Για την ιστορία λοιπόν (αγαπημένη μου φράση), η παλαιότερη μορφή τσάντας αναφέρεται στο υφασμάτινο πουγκί που κουβαλούσαν τα νομίσματα τους, άντρες και γυναίκες. Στα τέλη του 18ου αιώνα και καθώς η μόδα στην Ευρώπη πήγαινε προς πιο «λεπτεπίλεπτα» μονοπάτια, οι γυναίκες άρχισαν να μη θέλουν ογκώδη και ασουλούπωτα πουγκιά, έτσι λοιπόν έφτιαξαν τα “reticules”, εκείνα δηλαδή τα κεντητά τσαντοπουγκιά που σίγουρα έχεις δει σε ταινίες εποχής Μαρίας Αντουανέτας.
Η μοντέρνα εκδοχή της τσάντας όπως την ξέρουμε σήμερα, ξεκίνησε από την Αγγλία την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και την αύξηση των ταξιδιών με το τρένο. Μέχρι τότε στα ταξίδια οι άντρες χρησιμοποιήσουν μεγάλες δερμάτινες βαλίτσες και οι γυναίκες “carpet bags”, κάτι κεντητές τσάντες μεσαίου μεγέθους (που σίγουρα τις έχεις δει κι αυτές σε ταινία αντίστοιχης εποχής). Την αρχή έκανε το 1841 ο επιχειρηματίας Samuel Parkinson, όταν παρήγγειλε για τη γυναίκα του, μεγάλες δερμάτινες τσάντες, από το ίδιο υλικό που ήταν φτιαγμένες οι βαλίτσες του, αφού είδε πως δεν χωρούσαν αλλιώς τα πράγματα της για να ταξιδέψει. Η εταιρεία H.J. Cave ήταν η πρώτη που παρήγαγε τσάντες τέτοιου είδους, και τα πρώτα κομμάτια της βρίσκονται τώρα πια στο “handbag museum” στο Άμστερνταμ. Η H.J. Cave συνέχισε την παραγωγή και την διαφήμιση των καινούριων της δημιουργιών, αλλά δέχτηκε πολλές άσχημες κριτικές, ότι και καλά οι γυναίκες δεν χρειάζονται τέτοιες τσάντες και ότι θα τους δημιουργήσουν προβλήματα στη μέση (κάτσε να έβλεπαν τι κουβαλούσα εγώ στη δευτέρα λυκείου και θα σου πω εγώ ποιανού η μέση θα έσπαγε).
Αρχές του 1900 τα πράγματα γίνονται λίγο πιο μοντέρνα, οι τσάντες γίνονται κομμάτι της καθημερινότητας και το μέχρι τώρα “pochette” (πουγκί) δίνει τα σκήπτρα στο γνωστό μέχρι και σήμερα “clutch”. Το κατά πόσο θα ταιριάζει η τσάντα με το outfit αρχίζει να μην έχει τόση σημασία και το 1930 κάνουν την εμφάνιση τους οι shoulder bag, satchel, clasp bag (αυτές που όταν κλείνουν κάνουν «κλατς» και σου έχει πιαστεί και το δάχτυλο σίγουρα πέντε φορές). Η τέχνη και το κίνημα Art Deco επηρεάζουν τη μόδα, άρα και τις τσάντες προσθέτοντας νέα υλικά όπως φερμουάρ και πλαστικό. Λόγω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνταν μέχρι τώρα (δέρμα, φερμουάρ, μεταλλικοί σκελετοί) βρίσκονται σε έλλειψη, και αναγκαστικά αντικαταστήθηκαν με άλλα όπως πλαστικό, ξύλο και συνθετικά υφάσματα. Μετά τον πόλεμο βέβαια, η οικονομική ευημερία που ακολούθησε, έκανε την τσάντα κάτι παραπάνω από κάτι-για-να-κουβαλάς-τα-πράγματά-σου, και πολυτελείς οίκοι που βασιλεύουν μέχρι και σήμερα, έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση (Chanel, Louis Vuitton, Hermes).
Το 1950 οι μικρές τσάντες άρχισαν να γίνονται σύμβολο θηλυκότητας, το 1970 hippie, boho και psychedelic ξαναγυρνούν τις τάσεις στο χαλαρό, μετά πάλι μικραίνουν, μετά ξαναμεγαλώνουν, και ξέρετε πως πάει αυτό, ρόδα είναι και γυρίζει. Η ιστορία προχωρά, γεννιέμαι κι εγώ κάπου εκεί ανάμεσα, και φτάνουμε στο σήμερα με τσάντες μεγάλες, τσάντες μικρές, τσάντες τεράστιες, τσάντες με ονόματα it girls, τσάντες βιβλία, τσάντες ποπ κορν, και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί το μυαλό σας. Χωράνε μέσα της Παναγιάς τα μάτια, όλη σου τη σύγχρονη ζωή (αν και τώρα πια αυτή μπήκε στο κινητό σου).
Οι τάσεις, τα σχέδια, τα μεγέθη, τα υλικά, όλα αλλάζουν, όχι ανάλογα το πλευρό που θα ξυπνήσει ο Lagerfeld τη Δευτέρα το πρωί, αλλά τις συνθήκες ζωής, την οικονομική κατάσταση, την επικαιρότητα, την τεχνολογία και πολλά πολλά άλλα που δεν μας περνάνε από το μυαλό, πολύ απλά γιατί γίνονται τόσο σιγά που είμαστε πολύ απασχολημένοι για να καταλάβουμε. Γι’ αυτό πάρτε εκεί τσάντες να ‘χετε, ποτέ δεν ξέρετε τι μας ξημερώνει (είχα δεν είχα, έγινα πεζή πάλι).