Ο λόγος που έβγαλε η Marina Keegan στην αποφοίτηση της από το Yale εκδόθηκε στο New Yorker κι έκανε μία ολόκληρη γενιά να ταυτιστεί με τις λέξεις της, τους φόβους και τα όνειρα της, με το απόσπασμα παρακάτω ένιωσα να φωνάζω ‘ΝΑΙ’ ακριβώς αυτό περνά και από το δικό μου ανασφαλές μυαλό καθημερινά
«….Of course, there are things we wish we’d done: our read- ings, that boy across the hall. We’re our own hardest critics and it’s easy to let ourselves down. Sleeping too late. Procrastinating… More than once I’ve looked back on my high school self and thought: how did I do that? How did I work so hard? Our private insecurities follow us and will always follow us. But the thing is, we’re all like that. Nobody wakes up when they want to. Nobody did all of their reading (except maybe the crazy people who win the prizes . . .). We have these impossibly high standards and we’ll probably never live up to our perfect fantasies of our future selves. But I feel like that’s okay. We’re so young. We’re so young. We’re twenty-two years old. We have so much time. There’s this sentiment I sometimes sense, creeping in our collective conscious as we lie alone after a party, or pack up our books when we give in and go out— that it is somehow too late. That others are somehow ahead. More accomplished, more specialized. More on the path to somehow saving the world, somehow creating or inventing or improving….»
με το που τελείωσα αυτή τη παράγραφο, έτρεξα να πάρω το βιβλίο. Ήθελα να μάθω για την κοπέλα που πριν καν αποφοιτήσει, είχε κλείσει δουλειά στο New Yorker, είχε δει ένα δικό της έργο να ανεβαίνει στο θέατρο και είχε συμφωνήσει να δουλεύει ως literary critic στην Harold Bloom. Δεν ήξερα όμως ότι η συγκεκριμένη κοπέλα πέθανε σε τροχαίο πέντε μέρες μετά την αποφοίτηση της.
Όλο το βιβλίο συλλέχθηκε και εκδόθηκε μετά θάνατον από τους γονείς και τους καθηγητές της. Οι ιστορίες της εκπέμπουν αναμφισβήτητα προοπτική και υπόσχονται λογοτεχνικό ταλέντο, αντιπροσωπεύουν μία γενιά νέων μορφωμένων κοριτσιών που νιώθουν πιο χαμένα από ποτέ, αλλά μέχρι εκεί. Η Marina δεν είχε προλάβει να αναπτύξει το γράψιμο της, δεν είχε βρει ακόμη την ειλικρίνεια και το νόημα που απαιτείται από έναν συγγραφέα. Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από μικρές ιστορίες και το δεύτερο από non-fiction αποσπάσματα (δεν θέλω να πω δοκίμια, γιατί η ελληνική λέξη παραπέμπει σε κάτι βαρύ), το οποίο ευτυχώς ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον. Να σας πω την αλήθεια, δεν μπορώ να σταματήσω να νιώθω πως οι άνθρωποι αυτοί παραβίασαν την πνευματική της ιδιοκτησία, δεν γνωρίζω αν ήθελε ποτέ η Keegan να εκδώσει αυτές τις ιστορίες, δεν μπορώ να ξέρω αν ήθελε να πάρει την ευθύνη να είναι η φωνή της γενιάς της, γιατί ξεκάθαρα δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Το βιβλίο είχε ωραία σημεία, αλλά στο σύνολο τους δεν έφτασαν να δικαιολογήσουν όλη την ύπαρξη του. Δεν προτείνω να το πάρετε, αλλά σίγουρα σας ενθαρρύνω να διαβάσετε δύο essays που έγραψε η Marina Keegan και είναι διαθέσιμες online, το «The Opposite of Loneliness» και το «Why We Care about Whales«.