Κάποια εξήγηση θα πρέπει να υπάρχει για την τάση μας να βλέπουμε για χιλιοστή φορά τα ίδια επεισόδια ελληνικών σειρών.
Γύρω σου όλοι μιλάνε για καταπληκτικές σειρές στο Netflix ή για μία σκανδιναβική που ελάχιστοι έχουν ανακαλύψει προς το παρόν. Ωστόσο, εσύ τρίβεις τα χέρια σου κάθε φορά που πετυχαίνεις τα πρώτα επεισόδια Κωνσταντίνου και Ελένης ή την 2η σεζόν των Singles. Δεν είναι θέμα παρελθοντολαγνείας -που και από αυτή έχουμε δηλαδή- αλλά έλλειψης. Ωραίες οι μεγάλες παραγωγές του εξωτερικού με τις πανέξυπνες ιδέες και τις ανατροπές, αλλά δεν είναι για όλη την ημέρα.
Η ελληνική τηλεόραση, από την ιδιωτικοποίηση της και μετά, ξεκίνησε έναν μαραθώνιο πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας. Το ένα πρόγραμμα διαδεχόταν το άλλο και τα νούμερα φανέρωναν την αγάπη του κόσμου στο μέσο. Τι είχαν, όμως, οι σειρές των 90’s και των 00’s που χάθηκε την τελευταία δεκαετία; Στις κωμωδίες χάθηκε η ξεγνοιασιά, στα δράματα κυριάρχησε ο στόμφος και στα κοινωνικά ξέραμε το φινάλε από τις ειδήσεις.
Η κωμωδία δεν σε κάνει απλά να γελάς
Σε κάνει να ξεχνάς τα άγχη και τα προβλήματα σου λειτουργώντας σαν “ψυχοθεραπεία”. Εστιάζει σε απλές καθημερινές συνθήκες που γίνονται τεράστιο ζήτημα λόγω του έντονου χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Η μυρωδιά από το σουβλάκι της Ελένης που ενοχλεί τον υποχόνδριο Κωνσταντίνο. Η επιφανειακή προσωπικότητα της Κουντουράτου που εξοργίζει τον κουλτουριάρη Μαρκορά. Ακόμη και τα ιδιαίτερα χόμπι που ξεκινάει η Σόφη με την Θεοπούλα και ταράζουν τον μαλθακό Σπύρο. Όλα αυτά που στην καθημερινότητα προσπερνάμε, η κωμωδία τα παρουσιάζει με μία σουρεάλ σημαντικότητα.
Για κάποιο λόγο, μετά το 2010, οι ρόλοι είχαν μια στερεοτυπική αλήθεια. Οι ζωές τους δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν κωμικά τραβηγμένες συνθήκες που θα αντιμετωπίζονταν μόνο με έντονους διαλόγους και σαρωτικές ατάκες. Συνεπώς, στην πλειοψηφία τους ήταν, είτε άνευρες είτε αποτυχημένες μεταφορές και απομιμήσεις ξένων format, που δεν έπιαναν τον ελληνικό παλμό.
Στα δράματα υπήρξε μία κάποια κινητικότητα, αλλά ήταν τόσο ισχνή που δεν την αντιλήφθηκε κανείς
Τα τούρκικα είχαν επικρατήσει και πού καιρός για παραγωγή όταν περιμένεις με αγωνία να δεις τι άλλο θα πάθει η Φατμαγκιούλ; Τα χρήματα δε, που έδιναν τα κανάλια για σειρές, δεν θα έφταναν ούτε για ένα ρούχο της Ντένης Μαρκορά. Παράλληλα, οι ξένες παραγωγές έκαναν τότε την εμφάνιση τους με τις ρεαλιστικές ερμηνείες των ηθοποιών να καθηλώνουν. Μετά από αυτό ο επιδαυρικός στόμφος και οι άβολες παύσεις δικαιολογούνταν απ’το κοινό μόνο αν ήσουν η πύραρχος Βερόνικα Δεσύλλα.
Στα κοινωνικά, άλλο ένα δυνατό χαρτί της ελληνικής τηλεόρασης, το low budget και η βεβαρημένη κοινωνική ατμόσφαιρα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Διότι, όταν βλέπαμε το Κλείσε τα μάτια και τασσόμασταν υπέρ της μάνας ή της κόρης δεν είχαμε άλλα προβλήματα να λύσουμε. Προετοιμάζαμε τους Ολυμπιακούς, η Εθνική πήγαινε για ένα Euro και η Παπαρίζου θα σάρωνε τα 12άρια. Αντίθετα, το 2010 μαθαίναμε να κλίνουμε αγανακτισμένα την λέξη λιτότητα και υπογράφαμε τα μνημόνια λες και ήταν αυτόγραφα.
Με λίγα λόγια οι δημιουργοί και τα ταλέντα πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν
Το θέμα είναι να προσαρμόζονται στην εποχή τους δίνοντας στο κοινό αυτό που έχει ανάγκη να δει. Στον προβληματισμένο, ξεγνοιασιά και στον ξέγνοιαστο, προβληματισμό. Η ελληνική ιδιωτική, αλλά και δημόσια τηλεόραση κάνει ορισμένα βήματα ανασύστασης, αλλά χρειάζεται την στήριξη μας για να συνεχίσει. Δεν αρκούν τα κλικαρίσματα στο web ή στο YouTube. Πρέπει να ξαναπιάσουμε το τηλεκοντρόλ αν θέλουμε παραγωγές αντάξιες των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών ή έστω αντάξιες των παλιών καλών ελληνικών. Για κάποιο λόγο η επιλογή των εγχώριων προγραμμάτων έχει ενοχοποιηθεί στην συνείδηση του τηλεθεατή που πλέον έχει ατελείωτες επιλογές. Όπως σοφά θα έλεγε και η Ντένη Μαρκορά: «Εκδηλώσου ρε, τι σου ζητάμε;»