Την ημέρα που άλλαξε η ζωή σου θα τη θυμάσαι για πάντα με μαθηματική ακρίβεια – κι ας μην τα πήγαινες ποτέ καλά στα μαθηματικά- κάθε φορά που η ημέρα εκείνη θα έρχεται στο μυαλό σου.
Θα θυμάσαι με μαθηματική ακρίβεια, με ακρίβεια χειρούργου, τι ώρα χτύπησε εκείνο το πρωί το ξυπνητήρι, πόσες φορές πάτησες το σνουζ, από ποια πλευρά του κρεβατιού σηκώθηκες. Θα θυμάσαι πόση ώρα έκατσες στο μπάνιο, πόση ώρα σου πήρε για να βρεις την κατάλληλη θερμοκρασία στο ντουζ, πόσο δυνατά πίεσες το σωληνάριο της οδοντόκρεμας, πόσα χαρτάκια από το χαρτί υγείας τράβηξες. Θα θυμάσαι πόσα βήματα έκανες μέχρι να φτάσεις στην κουζίνα, πόσες κάψουλες καφέ είχαν μείνει στο κουτί, πόσες κουταλιές βρώμη έφαγες για πρωινό, σε ποιο σημείο του καναπέ έκατσες να καπνίσεις και να πιεις τον καφέ σου.
Θα θυμάσαι με μαθηματική ακρίβεια τι μαλακίες έλεγαν στα πρωινάδικα όταν άνοιξες την τηλεόραση και ποιο τραγούδι σε ξεσήκωσε όταν έβαλες μουσική αφού έκλεισες την τηλεόραση.
Θα γυρίζουν καρέ καρέ στο μυαλό σου οι εικόνες σου να ετοιμάζεσαι να φύγεις από το σπίτι. Θα ακούς ακόμα και τον ήχο που έκανε η ντουλάπα όταν την άνοιξες για να ντυθείς. Θα θυμάσαι ποιο ρούχο δεν πήγαινε με ποιο και πόσες φορές άλλαξες. Θα θυμάσαι όλα τα χτενίσματα που δοκίμασες μέχρι να καταλήξεις στο συνηθισμένο σου.
Θα περνάνε από τα μάτια σου σαν ταινία οι σκηνές να μπαίνεις στο αυτοκίνητο, να σιχτιρίζεις που έχεις ήδη αργήσει και να στέλνεις μήνυμα “σε πέντε είμαι εκεί”. Ψέματα σαν τα ψέματα που θα ευχόσουν ώρες αργότερα να ήταν όσα άκουσες. Θα βλέπεις τον εαυτό σου να κοιτάζεται στον καθρέφτη στα φανάρια, να αλλάζει σταθμούς στο ραδιόφωνο, να παρκάρεις και να λες “συγγνώμη είχε κίνηση” όταν συναντάς αυτόν που είχες κανονίσει να συναντήσεις.
Θα θυμάσαι πόση ώρα περπατήσατε, το μαγαζί που κάτσατε, τι φόραγε ο σερβιτόρος, τι παραγγείλατε.
Αυτά που κανονικά παραγγέλνατε κάθε φορά στη μέχρι τότε κανονική ζωή σου. Θα θυμάσαι τι λέγατε, με τι γελάσατε. Θα θυμάσαι πως και πώς γελούσες στην μέχρι τότε κανονική ζωή σου. Θα θυμάσαι ακόμα και με τι τσαντίστηκες σε εκείνη τη συνάντηση και κάπως έτσι θα θυμηθείς όλες τις μαλακίες που σε τσάντιζαν στη μέχρι τότε κανονική ζωή σου που τώρα σου φαίνονται απίστευτα ανούσια όχι απλά για να τσαντίσουν αλλά τόσο ανούσια για να τα ακούσεις καν.
Θα θυμάσαι να τρως και να αφήνεις το πιάτο στο νεροχύτη για να το πλύνεις “μετά”. Γιατί στη μέχρι τότε ζωή σου το “μετά” ήταν δεδομένο. Όσο δεδομένη ήταν η κανονική ζωή σου. Μέχρι τότε. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. Θα θυμάσαι με μαθηματική ακρίβεια να χτυπάει, να απαντάς, να βουίζουν τα αυτιά σου, να νιώθεις το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια σου κι εσύ να προσπαθείς να γαντζωθείς από έναν τοίχο. Θα θυμάσαι να τρέμεις και να θες να κατουρηθείς πάνω σου από τον φόβο σου και θα θυμάσαι πως εκείνη τη στιγμή έπαψες να είσαι αυτό που ήσουν στη μέχρι τότε κανονική ζωή σου.
Την ημέρα εκείνη, που άλλαξε για πάντα η ζωή σου θα τη θυμάσαι για πάντα με μαθηματική ακρίβεια.
Και θα τη θυμάσαι κάθε φορά που θα θυμάσαι πώς ήσουν στη μέχρι τότε κανονική ζωή σου. Γιατί είναι η μέρα που κλήθηκες να αντιμετωπίσεις αυτό που μια ζωή φοβόσουν. Την ημέρα που άλλαξε για πάντα η ζωή σου θα τη θυμάσαι για πάντα με μαθηματική ακρίβεια κάθε φορά που θα συνειδητοποιείς την καινούργια ζωή σου και θα εύχεσαι να φοβόσουν τελικά τις κατσαρίδες. Αυτές θα μπορούσες να τις αντιμετωπίσεις. Στην παλιά και στην καινούργια ζωή σου.