Θυμάμαι μια φορά όταν ήμουνα μικρή είχα βγάλει ένα δόντι.
Κανονικά στον γιατρό, με εξαγωγή, με τα πάντα, με τα όλα του.
Όταν το έβγαλα δεν με είχε πειράξει ο πόνος αλλά με είχε πειράξει παρά πολύ το γεγονός ότι δεν είχα πια το δόντι που ήταν δικό μου.
Γιατί παρόλο που ήταν χαλασμένο ήταν δικό μου.
Θυμάμαι όσο περίμενα στην αίθουσα αναμονής άκουγα το προηγούμενο παιδάκι να κλαίει και να φωνάζει και να πονάει και να φοβάται.
Μάλλον η αντίδραση που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου στο άκουσμα των οδυρμών ήταν κάτι ανάμεσα σε φρίκη και απόγνωση γιατί ήρθε η βοηθός του γιατρού, μου έπιασε το χέρι και με ρώτησε:
-Φοβάσαι κι εσύ; Μην φοβάσαι, δε θα πονέσεις, ούτε θα καταλάβεις τίποτα.
–Δεν φοβάμαι, μόνο που στεναχωριέμαι που δεν θα έχω πια το δικό μου το δόντι.
– Μα είναι χαλασμένο και πρέπει να το βγάλουμε. Δεν σου χρειάζεται πια σε κάτι και μόνο κακό μπορεί να σου κάνει, μου είπε εκείνη με ένα χαμόγελο, γλυκό ομολογώ και όλο ενδιαφέρον.
-Και δεν μπορούμε να το φτιάξουμε, να το κάνουμε καλά και να συνεχίσει να είναι δικό μου;
– Δεν φτιάχνονται πάντα όλα όσα χαλάνε, μου είπε γελώντας, και μην στεναχωριέσαι που το χάνεις, θα βγει ένα άλλο δόντι, πιο ωραίο και πιο καλό, και θα ξεχάσεις το παλιό το χαλασμένο.
Τα λόγια της δεν με καθησύχασαν, ούτε με έκαναν να νιώσω καλύτερα, όσο κι αν τα ανακάλεσα πολλές φορές στην μνήμη μου όσο μεγάλωνα. Ειδικά αυτό το «δεν φτιάχνονται πάντα όλα όσα χαλάνε»…, ωστόσο έσφιξα τα γερά, καλά μου δόντια και πήγαμε μαζί να αποχαιρετήσουμε το κακό το χαλασμένο.
Δεν πόνεσα, ούτε κατάλαβα και πολλά.
Ο γιατρός μου έδωσε συγχαρητήρια για το θάρρος μου, μου είπε ότι είμαι δυνατή και με ρώτησε αν θέλω να πάρω το δόντι μου σπίτι να το βάλω κάτω από το μαξιλάρι να το πάρουν οι νεράιδες.
“Ναι το θέλω, όχι για να μου το πάρουν οι νεράιδες, αλλά γιατί είναι δικό μου. Το θέλω να το έχω γιατί είναι δικό μου”, του είπα και σκέφτηκα να του πω ότι δεν υπάρχουν νεράιδες, και το αίμα στις ταινίες είναι κέτσαπ όπως μου είχε πει ο μπαμπάς μου αλλά δεν ήθελα να του χαλάσω την ψευδαίσθηση. Δικαίωμά του άλλωστε να πιστεύει ο,τι θέλει.
Έσφιξα το δόντι μου στο χέρι μου και πήγαμε σπίτι.
Έβαλα το δόντι σε ένα κουτάκι πάνω στο κομοδίνο. Του μίλαγα και του έλεγα να μην στεναχωριέται γιατί δεν είναι κακό, δεν είναι χαλασμένο, και το ευχαρίστησα για τις στιγμές ευτυχίας που μου είχε χαρίσει, για όλες τις σοκολάτες που δαγκώσαμε, για όλα τα παγωτά που του πέρναγα αργά από πάνω του, για όλες τις τσίχλες που κόλλαγα πάνω του.
Σιγά σιγά όσο πέρναγε η ώρα έφευγε η νάρκωση κι άρχισα να πονάω. Και απορούσα πώς γινόταν να πονάω τόση ώρα μετά… Το «κακό» το δόντι το χαλασμένο δεν ήταν μέσα στο στο στόμα μου, αλλά σε ένα κουτάκι κρυμμένο. Πώς μπορούσε να μου προκαλεί τόσο πόνο;
Θύμωσα με το δόντι, έκλαψα και το κατηγόρησα.
Δεν μπορούσα να φάω και να πιω ο,τι ήθελα και έπρεπε να πάρω φάρμακα. Αυτό το κακό δόντι τελικά με είχε αρρωστήσει...
Κοίταγα το κουτάκι με το κρυμμένο δόντι θυμωμένη, στεναχωρημένη και κλαμένη.
Όσο και να στεναχωριόμουν που έχασα κάτι δικό μου, που όσο κακό και να μου έλεγαν οι άλλοι ότι ήταν, εγώ το ήθελα, το αγάπαγα και δεν έβλεπα κάτι κακό σε αυτό. Μου είχε μάθει πολλά, όπως π.χ. ότι οι πολλές σοκολάτες κάνουν κακό.
Ο καιρός πέρασε, ο πόνος έφυγε, το κουτάκι έμενε πάνω στο κομοδίνο κι εγώ πέρναγα τη γλώσσα μου πάνω στην πληγή που είχε αφήσει το βγαλμένο δόντι. Σιγά σιγά βγήκε άλλο δόντι, πιο “καλό“, πιο “γερό” και σιγά σιγά σταμάτησα να στεναχωριέμαι για το δόντι που έχασα. Το ξέχασα.
Χρόνια μετά, σκαλίζοντας ένα κουτί που βρήκα στο πατάρι του πατρικού μου, βρήκα το κουτάκι με το βγαλμένο δόντι. Και ανοίγοντάς το χρόνια μετά και έχοντας ξεχάσει και την ύπαρξή του και τον πόνο που μου προκάλεσε η απώλειά του, κατάλαβα πως η γλώσσα πάντα θα γλείφει το δόντι που πονάει ή την πληγή που εκείνο άφησε μέχρι να γλείψει το καινούργιο δόντι που μπήκε στην θέση του παλιού.