Μπορεί να μην έχουμε καταφέρει ακόμη να απαντήσουμε στο αν η τέχνη εμπνέει τη ζωή ή το αντίθετο, το σίγουρο όμως είναι ότι βλέπουμε να ακολουθούν δρόμους παράλληλους. Έτσι και στην περίπτωση του #MeToo, η άνοδος του κινήματος έφερε μια σειρά από τηλεοπτικές και κινηματογραφικές δημιουργίες που θέλησαν να μιλήσουν για το φαινόμενο. Μόνο που το έκαναν με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο: Άντρας κακοποιεί γυναίκα, γυναίκα υποφέρει και τελικά παίρνει εκδίκηση ή επέρχεται κάποιας μορφής δικαίωση. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: Είναι πάντα η ίδια ιστορία;
Η Ally Pankiw πιστεύει πως η πραγματικότητα μιας κακοποιημένης γυναίκας είναι εντελώς διαφορετική. Κι αυτό ακριβώς προσπάθησε να δείξει στην ταινία της με τίτλο «I Used to Be Funny». Τραγική ειρωνεία, ότι η δημιουργός ξεκίνησε να γράφει το σενάριο το 2013, μέχρι όμως η ταινία να πάρει σάρκα και οστά, το θέμα που πραγματεύεται μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Ποια είναι, όμως, η διαφωνία της με τις περισσότερες ταινίες που μιλούν για τη γυναικεία κακοποίηση και πώς διαφοροποιείται η δική της ταινία. Η δημιουργός μίλησε στο Them, δίνοντας τροφή για σκέψη.
«Έβλεπα τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται πολλές φορές αυτό το είδος της ιστορίας κι έλεγα ‘Δεν είναι έτσι, η ανάρρωση δε σημαίνει απαραίτητα μια σκληρή εκδίκηση. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό’».
Η ταινία αφηγείται τη ζωή της Sam Cowell (Rachel Sennott), μιας μια stand-up κωμικού, η οποία έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και περιηγείται στη ζωή μετά από μια τέτοια τραυματική εμπειρία. Η αφήγηση είναι μη γραμμική, απεικονίζοντας την Cowell τόσο στο παρόν, όσο και στο παρελθόν, πριν από την επίθεση, όταν ήταν μια ζωηρή, αστεία φιγούρα, νταντά της Brooke (Olga Petsa), μιας έφηβης κοπέλας, η οποία έκτοτε έχει εξαφανιστεί. Η ταινία αποτυπώνει με ρεαλιστικό τρόπο την ικανότητα των κωμικών -που συχνά είναι βαθιά θλιμμένοι άνθρωποι- να μεταμορφώνουν τις προσωπικές τους τραγωδίες σε κωμωδία.
«Δυστυχώς, τα θέματα που εξερευνώ στην ταινία είναι επίκαιρα από το 2013 και εξακολουθούν να είναι επίκαιρα σήμερα. Ορισμένα έχουν γίνει, μάλιστα, πιο επίκαιρα, σε μια πολύ άσχημη τροπή των γεγονότων για τις νεαρές γυναίκες», σχολιάζει χαρακτηριστικά η δημιουργός.
Μιλώντας για το αν και κατά πόσο η ταινία κατόρθωσε να ισορροπήσει ανάμεσα στο χιούμορ και την τραγωδία και να απεικονίσει την «κοινοτοπία της θυματοποίησης», όπως τη χαρακτήρισε η δημιουργός, η Pankiw είπε: «Είναι δύσκολο να ισορροπήσεις ανάμεσα στη λεπτή γραμμή μιας τραγικής ιστορίας, ειδωμένης με μια κωμική διάθεση. Είναι εφιάλτης να βρίσκεσαι στη θέση της Sam, αλλά είναι επίσης πολύ πιο συχνό απ’ όσο θέλει κανείς να παραδεχτεί. Ήθελα να δείξω πόσο μακριά μπορουν να φτάσουν οι επιπτώσεις ενός τραύματος κοινωνικά, διαπροσωπικά, ακόμκη και διαγενεακά. Πρόκειται για κάτι που αγγίζει τους πάντες. Δεν είναι αυτές οι μεμονωμένες, μεγάλες επικές ιστορίες που συμβαίνουν κάθε τόσο στην ποπ κουλτούρα ή την κοινωνία. Συμβαίνουν εκατομμύρια φορές την ημέρα και, πολλές φορές, αθόρυβα. Ήταν πολύ σημαντικό να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στο ότι ναι, υπάρχει τραγωδία στη ζωή, αλλά τα μόνα πράγματα που μπορούν να σε επαναφέρουν σε αυτό που ήσουν πριν είναι η χαρά, η σύνδεση και η κοινότητα. Είναι σημαντικό για μένα να δείξω τι χάνουμε ως κοινωνία όταν δεν προστατεύουμε τις νεαρές γυναίκες. Χάνουμε πολλή χαρά, φωνές, χιούμορ, την οπτική τους γωνία».
«Όλα επικεντρώνονται γύρω από μια πολύ στρέιτ, λευκή, ανδρική, πατριαρχική ιδέα ότι θεραπεύεσαι και τα πράγματα διορθώνονται όταν κερδίζεις. Όταν παίρνεις εκδίκηση ή απονέμεται δικαιοσύνη ή κάνεις αντίποινα – όλα αυτά είναι πολύ ετεροκανονικές αντρικές ιδέες για τη διαδρομή ενός ήρωα στην κακοποιητική εμπειρία και, στη συνέχεια, τη θεραπεία του τραύματος. Η θεραπεία και η ανάρρωση δεν έχουν μια ενιαία μορφή για όλους», προσθέτει.
Μιλώντας για όσα την ενέπνευσαν στη δημιουργία αυτής της ταινίας, η Pankiw αποκάλυψε: «Εμπνεύστηκα από όλες τις γυναίκες που γνώρισα και αγάπησα. Θέλησα να δείξω με όμορφο τρόπο πώς μπορείς να υπάρχει χαρά και σύνδεση, ακόμη και μετά από μια τραγική συνθήκη. Αυτή η ταινία είναι πραγματικά συγκλονιστική, αλλά είχε επίσης αυτές τις στιγμές ελαφρότητας και χαράς, που την επέτρεψαν να εξακολουθεί να είναι ελπιδοφόρα. Αυτή η ισορροπία, για μένα, ήταν απαραίτητο συστατικό».