Σε κάθε ταινία που αρχίζει με κοντινό στο πρόσωπο του Casey Afflek σχεδόν σκιάζομαι. Γιατί πολύ απλά δεν τον συμπαθώ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο να μπορώ να δικαιολογήσω αυτά μου τα συναισθήματα, παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει και κανένας λόγος για να χρειαστεί. Όσο αντιπαθής βέβαια, και να μου είναι σαν άνθρωπος, η ερμηνεία του Casey Afflek στο Manchester by the sea είναι μια από τις καλύτερες ερμηνείες που έζησε φέτος η ιστορία του κινηματογράφου.
Για όσους δεν έχουν δει το Manchester by the sea, η υπόθεση είναι η εξής: Ο Lee, είναι ένας κλειστός και ήσυχος άνθρωπος ο οποίος εργάζεται ως επιστάτης σε κατοικίες επισκευάζοντας καθημερινά κάθε είδους βλάβης. Με την ξαφνική απώλεια του αδερφού του όμως, καλείται εσπευσμένα να επιστρέψει στη παραθαλάσσια πόλη, όπου γεννήθηκε, και ξαφνιάζεται από το γεγονός ότι ο αδερφός του άφησε στην διαθήκη του την επιθυμία να αναλάβει την κηδεμονία του ανήλικου ανιψιού του.
Με την επίσημη περιγραφή της ταινίας, θέλω να σου ζητήσω να μην συνεχίσεις να διαβάζεις παρακάτω αν δεν την έχεις δει. Κι αυτό, γιατί ίσως το κείμενο να περιέχει spoilers.
Με την συνείδησή μου καθαρή λοιπόν, ένα κλαμένο πρόσωπο και ένα κενό βλέμμα να κοιτάει τον άσπρο τοίχο που έχω μπροστά μου, ήθελα πάρα πολύ να σου πω πως όσο κι αν μοιάζει αληθινό, το Manchester by the sea δεν έχει ιδέα για το πως είναι πραγματικά το πένθος. Δεν έχει ιδέα για το πως μπορεί να διαχειριστεί ένας θείος τον ανήλικο ανηψιό του, ούτε για το πως ένα παιδί βιώνει τον θάνατο του πατέρα του.
Μέσα σε ένα εξαιρετικό πλαίσιο σκηνοθεσίας, ερμηνειών, κανένα κενό στην πλοκή και με έναν ρυθμό έκβασης της ιστορίας επιφανειακά αργό, ο σκηνοθέτης φροντίζει να σε κρατήσει συναισθηματικά ενεργό. Με άλλα λόγια, σου δίνει τον χρόνο σχεδόν να νιώσεις όλα εκείνα που πιστεύεις πως νιώθει ο κάθε χαρακτήρας. Στην προσπάθειά του όμως να δείξει την άλλη πλευρά του πένθους, την μαύρη πλευρά του, ο σεναριογράφος ξεχνάει να δημιουργήσει μια ρεαλιστική πλοκή. Στην προσπάθειά του να πείσει τον θεατή πως μιλάει για το πένθος όσο ρεαλιστικά δεν έχει μιλήσει κανείς μέχρι τώρα, ο Kenneth Lonergan είναι πολύ ωμός για να είναι ρεαλιστικός.
Ο τρόπος που διαχειρίζεται ο καθένας μας το πένθος είναι μοναδικός και χαρακτηριστικός. Είναι το σημείο που “χτυπάει” τον κάθε άνθρωπο και τον οδηγεί σε όλες τις αποφάσεις που θα πάρει. Το πένθος ριζώνεται τόσο βαθιά μέσα μας που αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας. Ο Casey Afflek με απόλυτη επιτυχία, μας έδειξε πως το να χάνεις κάτι σε κάνει ευάλωτο, περίεργο και σχεδόν μη συνεννοήσιμο. Όμως, δεν μπορείς να βασίζεις μια ταινία στη διαχείριση πένθους μιας οικογένειας, όταν το θέμα είναι κάτι τόσο προσωπικό που όχι μόνο δε μπορείς να το αποτυπώσεις ακριβώς όπως είναι στην πραγματικότητα, προσπαθείς να το κάνεις μια μιζέρια διαρκείας.
Το Manchester by the sea είναι απλώς μια πολύ ανθρώπινη και συγκινητική ιστορία που χάθηκε στην πορεία. Χάθηκε στα τόσο έντονα συναισθήματα θλίψης και πόνου, που άφησε τους τίτλους τέλους να πέσουν με τον Casey Afflek να δίνει την κηδεμονία του ανηψιού του στον καλύτερο φίλο του αδερφού του. Το Manchester by the sea τελείωσε με ένα σχεδόν αισιόδοξο μήνυμα που δεν υπήρχε πουθενά. Γιατί η πορεία της ζωής δεν σταματά στον χαμό κάποιου αγαπημένου κι αυτό είναι κάτι που δεν χρειάστηκε καμία χολιγουντιανή παραγωγή να στο μάθει.
Γιατί μετά από την βροχή, έρχεται το ουράνιο τόξο, όμως στο Manchester by the sea συνέχισε να βρέχει. Και να βρέχει. Και να βρέχει. Στην ζωή συνεχίζεις, ξεχνάς, θυμάσαι και πάλι από την αρχή. Σε μια ημέρα με 24 ώρες, αυτό μπορεί να γίνει από 2 μέχρι 6 φορές. Σε έναν χρόνο αυτό μπορεί να πολλαπλασιαστεί με 365. Όμως δεν υπάρχει ρεαλιστικό πένθος. Υπάρχει μόνο πένθος. Πένθος που με τον καιρό φτιάχνει, αλλά δεν σε αφήνει ποτέ. Δεν σε αφήνει να πιστέψεις πως η τραγικότητα του Manchester by the sea είναι ρεαλιστική. Είναι απλώς ωμή. Κι αφού το πένθος είναι ωμό, οι άνθρωποι πολλές φορές μπερδεύονται.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν μόνο το πένθος, αλλά και το μίσος που ένιωθε για τον εαυτό του και το οποίο ήταν αποτέλεσμα των ενοχών που είχε. Δεν θρηνεί απλά, νιώθει υπαίτιος και δεν μπορεί να ζήσει με τον εαυτό του, δεν μπορεί να συγχωρέσει τον εαυτό του. Παράδειγμα, η απόπειρα αυτοκτονίας στο αστυνομικό τμήμα και κάθε επόμενη φορά που προσπαθεί να προκαλέσει καβγά και ξύλο σε κάποιο μπαρ.