Υπάρχει ο εμπορικός κινηματογράφος, εκείνος που είναι γεμάτος συμμορίες με όπλα και δύσκολους έρωτες. Κι ύστερα υπάρχει και ο άλλος κινηματογράφος, εκείνος που τολμά να μιλήσει για θέματα που δεν «αγγίζουμε» συχνά… όπως για παράδειγμα την ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας σε προχωρημένη ηλικία που έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα «οικογένεια ή όχι παιδιά» και αποφασίζει τελικά να μην ακολουθήσει την πεπατημένη.
Αυτό ακριβώς είναι το κεντρικό θέμα της νέας ταινίας της Rebecca Zlotowski, με τίτλο «Other People’s Children». Η ταινία αφηγείται την ιστορία της Rachel (Virginie Efira), μιας 40χρονης δασκάλας, που γνωρίζει και ερωτεύεται τον Ali (Roschdy Zem), πατέρα ενός αξιολάτρευτου μικρού κοριτσιού. Καθώς η Rachel έρχεται κοντά με τον Ali και την κόρη του, το μητρικό της φίλτρο δοκιμάζεται, ακόμη κι όταν ο γιατρός της (Frederick Wiseman) την προειδοποιεί ότι ίσως είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο.
Η ταινία ακολουθεί μια ζεστή, λεπτομερή αφήγηση, που απέχει πολύ από το θλιβερό μοτίβο που συνήθως συνοδεύει τις άτεκνες γυναίκες. Η προσέγγιση της Zlotowski λειτουργεί ως μια όαση, αναζωογονητικά στοχαστική, που αναδεικνύει μια γυναίκα που στα 40 της εξακολουθεί να είναι θελκτική και δυναμική, ζώντας ουσιαστικά, χωρίς να χρειάζεται την επιβεβαίωση της μητρότητας.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία κατόρθωσε να «ξαφνιάσει» θετικά. Η Zlotowski διερευνά την αμφιθυμία μιας γυναίκας που παραμένει άτεκνη στα 40 και καλείται να λάβει μια οριστική απόφαση για τη μητρότητα, καθώς οι μέρες της γονιμότητας μετρούν αντίστροφα. Η πρωταγωνίστρια «δεν κάνει παιδιά, αλλά δεν είναι και 100% σίγουρη για την απόφαση αυτή. Δεν έχω δει ποτέ μια ταινία να ασχολείται με αυτό χωρίς να είναι βαριά», εξηγεί χαρακτηριστικά η σκηνοθέτις.
Μιλώντας στην αμερικάνικη έκδοση της Vogue, η Zlotowski αποκάλυψε όλες τις σκέψεις και τους στόχους που έδωσαν σάρκα και οστά στην ταινία:
«Πάλεψα ενάντια στις θλιβερές αφηγήσεις, με το ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος. Είναι πολύ πιο συγκινητικό όταν προσπαθούμε να κάνουμε καλό».
Σχολιάζοντας την επιλογή της Virginie Efira για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, η σκηνοθέτις δήλωσε: «Χρειαζόμουν μια γυναίκα στα 40 της, που θα μπορούσε να ενσαρκώσει την ολοκλήρωση. Αυτός ο χαρακτήρας είναι ολοκληρωμένος, σεξουαλικά, πνευματικά, οικονομικά. Είναι μια γυναίκα αυτόνομη, η οποία ωστόσο δίνει τη δική της «μάχη» με την κοινωνική ιδέα ότι «κάτι δεν πάει καλά αν δεν έχεις παιδί». Πρόκειται για ένα μεγάλο και άδικο βάρος για τις γυναίκες του σήμερα και ακριβώς αυτά τα στερεότυπα ήταν που ήθελα να αναδείξω και να αναδιαμορφώσω».
Μιλώντας για την επιλογή της η ηρωίδα να είναι Εβραία, η σκηνοθέτις εξήγησε: «Η μεγαλύτερη πρόκληση στην ταινία ήταν η ηρωίδα να εξιστορήσει έναν κρίσιμο χρόνο για τη ζωή της, κατά τον οποίο θα έπρεπε να αποφασίσει εάν θα κάνει παιδιά. Η πλοκή «ξετυλίγεται» έναν Σεπτέμβρη, οπότε και οι μαθητές επιστρέφουν στο σχολείο και δημιουργείται η αίσθηση μιας νέας αρχής.
Η ταινία θέλει να περάσει ένα μήνυμα: Δεν έχει σημασία αν είσαι βιολογική μητέρα ή όχι, αν έχεις παιδιά και οικογένεια. Σημασία έχει το αποτύπωμα που αφήνεις στον κόσμο. Θα σε θυμούνται, ακόμα κι αν δεν έχεις παιδιά. Αυτό από μόνο του είναι αρκετά εβραϊκό».
Η Zlotowski δεν βρίσκεται μακριά από την ψυχοσύνθεση της ηρωίδας. Η ίδια πέρασε τη φάση όπου στα 40 της ήθελε να αποκτήσει παιδιά, είχε δουλέψει ως δασκάλα και βοηθούσε στην ανατροφή των παιδιών του συντρόφου της.
Vogue: Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας, έμεινες έγκυος. Αυτό άλλαξε τον τρόπο που αντιμετώπισες την ταινία τότε ή ακόμη και τώρα;
«Όταν είσαι μια γυναίκα χωρίς παιδιά για μεγάλο χρονικό διάστημα -έμεινα έγκυος στα 41 μου- διατηρείς αυτή τη διάσταση του εαυτού σου για πάντα. Αισθάνομαι μεγάλη σύνδεση με τις άτεκνες γυναίκες.
Σκηνοθέτησα την ταινία, έχοντας μια κάποια απογοήτευση. Κατά κάποιον τρόπο, η δημιουργία της ταινίας συνέπεσε με την αγωνία μου για το αν θα κάνω παιδιά και ήθελα η ταινία να το καταρρίψει αυτό. Το γεγονός ότι γυρίστηκε ενώ ήμουν έγκυος δημιούργησε την τέλεια απόσταση: Δεν ήμουν πια αυτός ο χαρακτήρας, επομένως η ταινία δεν ήταν τόσο αυτοβιογραφική. Άλλωστε, δεν πιστεύω ότι ο κινηματογράφος πρέπει να είναι ένα θεραπευτικό αντικείμενο, αλλά κάτι που θέλεις να μοιραστείς κι όχι να χρησιμοποιείται απλώς για να διορθώσεις κάτι στον εαυτό σου.
Κλείνοντας τη συνέντευξη, η Zlotowski δήλωσε: «Αυτού του είδους οι αφηγήσεις συνήθως απορρίπτονται από την πολύ εμπορική, ανδρική βιομηχανία. Στη Γαλλία είμαστε τυχεροί που έχουμε μια βιομηχανία φιλόξενη, ακόμα κι αν απέχει πολύ από την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτές οι ταινίες δείχνουν το είδος των συλλογικών εμπειριών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και που μπορούμε να μεταφέρουμε στην οθόνη ως γυναίκες κινηματογραφίστριες. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία μου, οπότε ο κόσμος αλλάζει λίγο. Ίσως αυτές δεν είναι πλέον μόνο μικρές ταινίες ή γυναικεία πορτρέτα, αλλά και κινηματογραφικές δημιουργίες που μπορούν να μας φέρουν κοντά».