Το πλυντήριό μου, σε λίγο θα κλείσει τα δύο.
Στη χρηστική του καριέρα, μετρά δύο μετακομίσεις. Λευκό, ευρύχωρο, με λεπτομέρειες inox, με συρταράκι κι αν δεν κάνω λάθος χωρά μέχρι 7kg άπλυτων – συμπεριλαμβάνονται χαλάκια μπάνιου και κουζίνας, παπούτσια, παιχνίδια σκύλου, κουρτίνες, καλύμματα καναπέδων και μαξιλαριών καθώς και πετσέτες μπάνιου και φυσικά κουζίνας.
Έχω πολλά απ’ όλα. Έχει δει πολλά. Έχει πλύνει πολλά. Στην κανονική ζωή, εκείνη πριν τη «φυλάκισή» μας, αισθανόμουν πως ήθελε να μου πει κάτι. Να κάνει κάποιου είδους παράπονο. Να κρίνει τη ζωή μου, την οποία έβλεπε να πλένεται να ξεπλένεται και να στραγγίζεται, μέσα στον κάδο του.
Το είχα εκλάβει ως ενθουσιασμό που του έδωσα σπίτι, το φρόντιζα, το είχα δίπλα στα σώματα θέρμανσης του μπάνιου, δεν το ταλαιπωρούσα με πολύ όγκο πραγμάτων, του τοποθετούσα κεράκια ενίοτε όταν έκανα μακρόσυρτα με αφρούς και μπουρμπουλήθρες μπάνια στην μπανιέρα, το ξεσκόνιζα, το σκούπιζα από ατμούς και σκόνη.
Δεν το έβαζα σε υψηλές στροφές για να μην ζορίζεται αν και ξέρω το «ταβάνι» και τις δυνατότητές του βάσει του εγχειριδίου χρήσης του. Το αντιμετώπισα σαν έναν αμοισθεί πρακτηκάριο που είχε φιλοδοξία, όνειρα και πολλές ικανότητες αλλά σεβάστηκα την αρμονική μας αρχή γνωριμίας.
Το πλυντήριο ησύχασε για μια περίοδο ή τέλος πάντων δεν εξέφρασε ποτέ κάποια άποψη, για τη ζωή μου, την πραμάτεια μου κι εμένα. Μπορώ να πω, πως αναπτύξαμε μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού την οποία χτίζαμε λιθαράκι – λιθαράκι κάθε μέρα.
Αυτή η σχέση άλλαξε. Όπως όλες οι σχέσεις κατά τη διάρκεια, της επικείμενης, καραντίνας.
Από εκεί που ήμασταν μια χαρά, τηρώντας ο καθένας τη σιωπή του και κοιτάζοντας τη δουλειά του, ξαφνικά το πλυντήριό μου, μίλησε.
Στην τωρινή καραντίνα, στράβωσε μαζί μου και ξεκίνησε μια γκρίνια άνευ προηγουμένου. Άρχισε να μου ασκεί κριτική.
Έχουμε και λέμε: «Πριν την καραντίνα με «τάιζες» με ρούχα χρωματιστά, με φορέματα, με κοντομάνικα γεμάτα αρώματα, με πουκάμισα που μύριζαν καπνό, με τζιν που μύριζαν τσίκνα από τις ταβέρνες που πήγαινες με τους φίλους σου να φας προβατίνα, με παντελόνια γεμάτα τζατζίκι, με μακρυμάνικα που είχαν λεκέδες από καφέ.
Στα παντελόνια σου «έβρισκα» τις κλασσικές μπατονέτες που κουβαλάς μαζί σου για την κακοβαλμένη σου μάσκαρα, με αναπτήρες στις τσέπες, με ξεχασμένα σημειωματάκια λίστας super market, με κραγιόν που ήθελες να έχεις πάντα πρόχειρα, με κάνα ταλιράκι ξεχασμένο στη βιασύνη σου να φύγεις ή να πας κάπου.
Με «τάιζες» με τα μαγιώ και τα παρεό σου, γεμάτα αλάτι, άμμο και περιπέτεια. Κάθε λίγο και λιγάκι έβλεπα διαφορετικά εσώρουχα και αισθανόμουν ευτυχία για αλλαγή. Η αγοραστική σου συνήθεια κυμαίνονταν σε φυσιολογικά πλαίσια αλλά ευχάριστα για μένα καθώς με έκανες να αλλάζω παράστασεις. Δεν θα ξεχάσω μια φορά ένα κατακόκκινο φόρεμα που είχες βάλει, που μετά μύριζε αγκαλιά και κρασί. Λυπήθηκα να το ξεπλύνω, για να φανταστείς πως ένιωσα Δάφνη. Έτσι έχω ακούσει πως σε λένε. Και τώρα ρε Δάφνη κορίτσι μου τί έγινε; Βαρέθηκα να πλένω τα ίδια 7 – 13 – αν έχω υπολογίσει σωστά και με κάθε επιφύλαξη – ρούχα που φοράς. Εντάξει εσώρουχα αλλάζεις, δεν έχω παράπονο, αλλά τα ίδια ρούχα ρε Δάφνη; Μα τα ίδια; Κολώνια δεν φοράς πια. Αποσμητικό έχεις αλλάξει – δεν είναι έντονο. Τα ρούχα δεν είναι ποτέ βρώμικα – τσαντίζομαι να χαλάμε απορρυπαντικό και μαλλακτικό – για σένα δηλαδή που πας και τα ψωνίζεις.
Λεκέδες δεν έχουν – άρα δεν έχουν και ιστορίες να μου διηγηθούν. Τρίχες πολλές του σκύλου «μαζεύω» γιατί συμπεραίνω πώς είστε συνέχεια μαζί και συνέχεια αγκαλιά. Αν μαγειρεύεις κορίτσι μου σου το δίνω διότι τα ρούχα ούτε μυρωδιά ούτε λεκέδες έχουν πάνω. Αλώβητα παραμένουν, καλύτερα να τα άφηνες με τα ταμπελάκια – είναι σαν καινούρια – για σένα φαντάζομαι καλό είναι αυτό.
Τουλάχιστον, αν και δεν γνωρίζω την ψυχολογική σου κατάσταση, αλλάζεις ρούχα, αν έβλεπα δύο αλλαξιές συνεχώς θα είχα «φύγει» από το σπίτι και θα είχα «φωνάξει» για βοήθεια. Τα μπάνια σου είναι βιαστικά και ευτυχώς που τα κάνεις και αυτά. Εντάξει αλλάζεις πετσέτες και σεντόνια σε φυσιολογικούς ρυθμούς – 1 φορά την εβδομάδα – γεγονός που κάπως με «ηρεμεί». Δάφνη, τα ρούχα σου δεν μυρίζουν περιπέτεια. Τα ρούχα σου δεν μου δείχνουν αλλαγή. Τα ρούχα σου, δεν μου προκαλούν ενδιαφέρον. Εσύ και τα ρούχα σου πλέον δεν μου κάνουν αίσθηση. Η πάρε καινούρια για να έχει πλάκα και για μένα ή πλένε τα στο χέρι κορίτσι μου.»
Έμεινα άφωνη. Όλα αυτά συνέβησαν όσο εγώ έπλενα τα δόντια μου σήμερα το πρωί. Καλά καλά δεν είχα ανοίξει τα μάτια μου και άκουσα όλο αυτό το λογίδριο. Από το πλυντήριό μου.
Το πλυντήριο μου όχι μόνο μίλησε αλλά έκανε και επίλογο – και σας τον παραθέτω με κάθε ειλικρίνεια.
«Δάφνη; Μήπως πέθανες και μπαίνουν τα ίδια μέσα by default; Σε παρακαλώ ενημέρωσέ με, γιατί αν έχεις όντως έχεις πεθάνει, θα ήθελα να μετακομίσω».
Είμαι ακόμα εδώ. Φοράω λιλά φούτερ μακρύ, λευκή φόρμα φαρδιά, πολύχρωμες κάλτσες με παντόφλα, φοράω διακριτικό αποσμητικό, έχω πλύνει τα δόντια μου και σήμερα θα βράσω αυγά.