Πάντοτε απορούσα με την ικανότητα που έχουμε εμείς οι άνθρωποι να εντυπωσιαζόμαστε, καμιά φορά, από πράγματα που σε άλλους μπορεί να φαίνονται εντελώς ανούσια και να τους περνάνε απαρατήρητα. Κυρίως απορώ με τα διαφορετικά κριτήρια που έχει ο καθένας από εμάς και που μπορούν να καταστήσουν, μέσα στο μυαλό μας, κάτι εντυπωσιακό, διαχωρίζοντάς το από κάτι άλλο που εμείς θεωρούμε ανάξιο λόγου.
Ας πούμε, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, το μόνο που πάντα μου έκανε μεγάλη εντύπωση στις αστυνομικές ταινίες -τις οποίες, ομολογώ, κατά τ’ άλλα βαριέμαι περισσότερο και από επίσκεψη σε συγγενείς τα Χριστούγεννα- είναι εκείνη η φάση που ένας αυτόπτης μάρτυρας πηγαίνει στο τμήμα για κατάθεση, κάνει μια ασαφή και πολύ γενική περιγραφή του ειδεχθούς εγκληματία (του τύπου “είχε μάτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο και μεγάλη, γαμψή μύτη”) και, αίφνης, ο σκιτσογράφος της αστυνομίας -το ταλέντο του οποίου θα ζήλευαν, αν όχι ο Πικάσο και ο Νταλί, τουλάχιστον ο Μπομπ Ρος- φτιάχνει αυτοστιγμεί ένα πορτραίτο τόσο πιστό που λες “έλα, δεν μπορεί, θ’ αποδειχτεί στο τέλος ότι σκιτσογράφος-δολοφόνος είναι κολλητοί που γνωρίζονται εξ απαλών ονύχων και ο τύπος τόση ώρα τους δουλεύει όλους -κι εμάς μαζί!”.
Σκεφτόμουν, που λες, πρόσφατα πώς θα έβγαινε το δικό σου πορτραίτο σε μια αντίστοιχη περίπτωση, αν κάποιος έβαζε εμένα να σε περιγράψω.
Κατ’ αρχάς, δεν ξέρω αν το “μάτια που λάμπουν όταν χαμογελάει και χαμηλώνουν για ν’ αποφύγουν το βλέμμα μου όταν ντρέπεται ή νιώθει αμηχανία”, είναι κατατοπιστική περιγραφή! Υποθέτω ότι ούτε και το “χείλια που θες να τα φιλήσεις ακόμα και αν είναι μόνο και μόνο για να σταματήσει να κράζει τη Βαρκελώνη” είναι πολύ καλύτερο. Ούτε, φυσικά, το “έχει ένα πρόσωπο που το είδα κάποτε να φωτίζεται όταν μ’ αντίκρισε και από τότε δεν έπαψα να ελπίζω ότι θα ξαναδώ κάποτε αυτό το φως -κι ας έμεινα με την ελπίδα”. Αν, δε, μιλούσα για τα φιλιά σου, που “έχουν την γεύση απ’ τα τσιγάρα που καπνίζει αρειμανίως και που μ’ έκαναν να βάζω τσιγάρο στο στόμα μου μόνο και μόνο για να ξανανιώσω την γεύση τους”, ακόμα και αν ο σκιτσογράφος ήταν ο Ιώβ, θα έχανε την υπομονή του και θα μ’ έδιωχνε πυξ λαξ απ’ την αίθουσα ανακρίσεων, απηυδισμένος. Κι όμως, νομίζω ότι όσο κι αν προσπαθούσα, δεν θα μπορούσα να δώσω πιο συγκεκριμένη περιγραφή, γιατί το πρόσωπό σου θα είναι για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου έτσι ακριβώς.
Μόνο για την πλάτη σου θα μπορούσα να δώσω μια αξιόπιστη κατάθεση. Αυτήν, πίστεψέ με, την ξέρω πολύ καλά. Την έβλεπα κάθε φορά που αποχαιρετιζόμασταν και στα πέντε-έξι βήματα, γυρνούσα και σ’ έβλεπα ν’ απομακρύνεσαι, ελπίζοντας πάντα ότι θα γυρίσεις το κεφάλι να μου ρίξεις μια τελευταία, κλεφτή ματιά.
Δεν γύρισες ποτέ…