Πάνε πολλά χρόνια. Ένας κήπος με αγριόχορτα, χαμομήλια και παπαρούνες. Τρία δωμάτια και μια τουαλέτα εξωτερική. Αυτό ήταν πριν πολλά χρόνια “το σπίτι στη Μάντρα”. Τέσσερις τσιμεντόλιθοι, ενας σουμιές και ένα στρώμα. Αυτό ήταν πριν πολλά χρόνια το κρεβάτι μας κάθε παρασκευοσαββατοκύριακο όταν πηγαίναμε στη Μάντρα.
Η Βαρβάρα, ο Χρήστος, η Μαρία, η Κατερίνα, ο Θανάσης, ο Νίκος, η Μαρία, ο Βαγγέλης, ο Άγγελος, ο Χρήστος, η Μαρία, ο Γιάννης, η Αγγελική, η Ελισάβετ, ο Κλέαρχος, η Ζαχαρούλα. Η Ζαχαρούλα… Αυτά ήταν τα παιδιά που συναντούσαμε κάθε παρασκευοσαββατοκύριακο που πηγαίναμε στο σπίτι στη Μάντρα. Το σπίτι ήταν κληρονομιά του μπαμπά μου και του θείου μου. Ήταν, είναι, μπερδεμένοι οι χρόνοι στο μυαλό μου.
Τα παιδιά έγιναν η κληρονομιά μας κάθε παρασκευοσαββατοκύριακο, κάθε Πάσχα, κάθε καλοκαίρι που πηγαίναμε στο σπίτι στη Μάντρα.
Τα χρόνια πέρασαν.
Μεγαλώναμε εμείς, μεγάλωνε και το σπίτι στη Μάντρα.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια να κοιμόμαστε στην αυλή, τον χειμώνα να φοραμε πέντε μπουφάν για να πάμε τουαλέτα, την μαμά και την θεία να φυτεύουν λουλούδια και δέντρα στην αυλή, τον μπαμπά και τον θείο να χτίζουν με τα χέρια τους κι άλλα δωμάτια, το Πάσχα να ασβεστώνουμε το σπίτι, την γειτονιά να μυρίζει Άνοιξη και σούβλα, τα Χριστούγεννα να ανάβουμε το τζάκι. Φίλοι και συγγενείς να έρχονται για να μοιραστούμε τα παρασκευοσαββατοκύριακ μας, τα Πάσχα μας, τα Χριστούγεννα μας, τα καλοκαίρια μας, τους χειμώνες μας.
Στο σπίτι στη Μάντρα.
Θυμάμαι να περιμένω πώς και πώς να έρθει η Παρασκευή για να φύγουμε από την Αθήνα για τη Μάντρα. Πόσο εξοχή μου φαινόταν! Και ήταν, είναι, μπερδεμένοι οι χρόνοι στο μυαλό μου. Θυμάμαι να περιμένω πώς και πώς να έρθει η Παρασκευή για να δω τους φίλους μου από τη Μάντρα.
Θυμάμαι να μαλώνουμε, να βριζόμαστε στα αρβανίτικα, να τα ξαναβρίσκουμε, να παίρνουμε τα ποδήλατα με σκοπό να φτάσουμε στη Γοργοεπήκοο αλλά να γυρνάμε πίσω από την κούραση, να παίρνουμε τα ποδήλατα για να πάμε στην Ελευσίνα από την παλιά εθνική κρυφά από τους γονείς μας αλλά να γυρνάμε πίσω κακείν κακώς επειδή μας πέτυχαν οι γονείς μας σστον δρόμο, να ανεβαίνουμε στον λόφο που στα μάτια μας έμοιαζε βουνό, να μοιραζόμαστε μυστικά, να μαρτυράμε μυστικά, να καθόμαστε σε ένα πεζούλι και να κάνουμε όνειρα για τις ζωές μας, να χτυπάμε τα κουδούνια μεσημεριάτικα και να φεύγουμε τρέχοντας, να περπατάμε ώρες ατελείωτες με ένα σακουλάκι ηλιόσπορους σε όλη τη Μάντρα, να παίζουμε μέχρι αργά το βράδυ στη γειτονιά και να φωνάζουμε “ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ”, κάθε φορά που ακούγαμε κάποιον από τους γονείς μας να μας φωνάζει να “μαζευτούμε”.
Θυμάμαι το σπίτι στη Μάντρα να πλυμμηρίζει από γέλια, από γλέντια, από χαρα. Το θυμάμαι όμως να πλυμμηρίζει κι από πόνο. Έτσι δεν συμβαίνει άλλωστε όσο μεγαλώνουμε; Και οι άνθρωποι αλλά και τα σπίτια; Δεν μεγαλώνει και ο πόνος; Ίσως.
Θυμάμαι πως όσο μεγάλωνα αραίωναν οι επισκέψεις στη Μάντρα. Έτσι δεν συμβαίνει άλλωστε όσο μεγαλώνουμε; Δεν φεύγουμε από εκεί που ξεκινήσαμε για να δούμε τι άλλο υπάρχει παραέξω; Φεύγουμε. Αλλά πάντα ξέρουμε πως το σπίτι είναι και θα είναι “εκεί”. Ή νομίζουμε.
“Το σπίτι στη Μάντρα” ήξερα πως θα είναι πάντα εκεί. Δεν το ήλπιζα, το ήξερα. Να είναι το σπίτι μου, το “καταφύγιο” μου, να βουτάω τα κλειδιά και να πηγαίνω όταν δεν ήθελα να δω κανέναν. Να πηγαίνω για να θυμάμαι. Να πηγαίνω και να θυμάμαι. Να πηγαίνω και να ζούμε και να ξαναζούμε με την οικογένεια μου. Να γελάμε, να κλαίμε, να μαλώνουμε, να τρώμε, να κοιμόμαστε, να ξυπνάμε όλοι μαζί, όσοι απομείναμε πλέον. Να μαζευόμαστε εκεί. Στο σπίτι στη Μάντρα.
Θυμάμαι πριν ένα μήνα να πηγαίνω στη Μάντρα μια Τετάρτη πρωί. Να καμαρώνω τον κήπο και να κόβω δυο τριαντάφυλλα για να τα φέρω πίσω στην μαμά και στον μπαμπά. “Από τον κήπο σας στη Μάντρα”, τους είπα και έβαλα τα τριαντάφυλλα σε ένα βάζο. Και μύρισε το σαλόνι Μάντρα, αναμνήσεις, ζωή.
Και ξαφνικά θυμάμαι να ανοίγω την τηλεόραση μια Τετάρτη και να βλέπω μια Μάντρα που δεν ήξερα. Μια Μάντρα πλημμυρισμένη, να πνίγεται, να μετράει απώλειες και νεκρούς. Θυμάμαι να γίνεται λόγος για “μπαζωμένα ρέμματα”, για την ευθύνη που έχει ο ανθρώπινος παράγοντας αλλά δεν θυμάμαι κάποιον να αναλογίζεται πώς θα επιβιώσει ο ανθρώπινος παράγοντας που επέζησε. Θυμάμαι να μαλώνουν στις εκπομπές για το ποιος φταίει αλλά δεν θυμάμαι κάποιον να προτείνει κάποια λύση για τους ανθρώπους που ένα πρωί είδαν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, τους ανθρώπους τους, τις ζωές του να πνίγονται και να βουλιάζουν στη λάσπη. Θυμάμαι ανθρώπους με καθαρά ρούχα να βγαίνουν στα κανάλια και να επικοινωνούν την επίσκεψη τους στη Μάντρα αλλά δεν θυμάμαι να είδα κάποιον από αυτούς με λερωμένα από τις λάσπες ρούχα να είναι μέσα στη Μάντρα, μέσα στη λάσπη, μέσα σε σπίτια και ζωές που καταστράφηκαν.
Θυμάμαι να προσπαθώ να πάρω τηλέφωνα φίλους και συγγενείς και να είναι αδύνατη η επικοινωνία. Θυμάμαι να στέλνω μηνύματα “τι γίνεται;” και να παίρνω απαντήσεις “δεν φαντάζεσαι, ό,τι δείχνει η τηλεόραση επί εκατό, δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν, η Μάντρα δεν υπάρχει πια, από το κράτος κανείς δεν έχει βοηθήσει μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι παρούσα”. Θυμάμαι να κλείνουν οι δρόμοι, να μην μπορούμε να φτάσουμε από την Αθήνα στη Μάντρα, να μη μπορεί κανείς από τη Μάντρα να βγει από το σπίτι του.
Θυμάμαι να μου έρχονται φωτογραφίες στο κινητό από το σπίτι στη Μάντρα και να δυσκολεύομαι να τα αναγνωρίσω. Το σπίτι και τη Μάντρα.
Θυμάμαι ο αριθμός των νεκρών και των αγνοουμένων να αυξάνεται και εμείς να μην μπορούμε να μάθουμε αν οι δικοί μας νεκροί είναι ασφαλείς στο νεκροταφείο.
Θυμάμαι να μπαίνω στη Μάντρα και να με υποδέχεται μια φωτεινή επιγραφή σε ένα μαγαζί “ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ”.
Θυμάμαι να βλέπω ανθρώπους με γαλότσες και φτυάρια να προσπαθούν να επαναφέρουν τα σπίτια τους και την ζωή τους ή ό,τι έχει μείνει πια από τα σπίτια τους και την ζωή τους. Θυμάμαι έναν παππού με ένα πλαστικό μπουκάλι να το γεμίζει και να το αδειάζει με την λάσπη που είχε γεμίσει η αυλή του. Θυμάμαι ανθρώπους να προσπαθούν να συνεφέρουν τα σπίτια τους, την ζωή τους, τον διπλανό τους. Θυμάμαι να βλέπω την γκαραζόπορτα του σπιτιού ρημαγμένη. Θυμάμαι να δυσκολεύομαι να πλησιάσω την είσοδο του σπιτιού και να βουλιάζω στην λάσπη. Θυμάμαι να καταφέρνω να μπω στο σπίτι από εκεί που μπήκε και ο χείμαρρος. Από ένα πορτάκι πλάτους 25 εκατοστών.
Θυμάμαι να χτυπάει η καμπάνα πένθιμα κι εγω να πατάω πάνω σε λάσπες, πάνω σε έπιπλα, πάνω σε σπασμένα ότιδήποτε μπορούσε να έχει σπάσει. Θυμάμαι να περπατάω μέσα στο σπίτι μέσα στις λάσπες και ποιος ξέρει τι πατούσα στο πέρασμα μου. Χαλιά, αντικείμενα, κορνίζες, ρούχα, σπασμένα έπιπλα, αναμνήσεις, την ζωή μου, τα όνειρα μου; Θυμάμαι να μου λένε όλοι “Έλα μωρέ, αντικείμενα είναι, πράγματα και έπιπλα σιγά, θα τα ξαναφτιάξετε”. Και θυμάμαι να μου το λένε αυτό όσοι μου έλεγαν”Εγώ δεν ξέρω που πέφτει η Μάντρα”.
Εγώ όμως ξέρω πού πέφτει η Μάντρα.
Και ξέρω πώς είναι να βλέπεις κατεστραμμένα πράγματα, έπιπλα, περιουσίες που ήταν δικά σου, η ζωή σου, εσύ.
Και ξέρω πώς και πόσο πονάει να βλέπεις ένα κομμάτι της ζωής σου κατεστραμμένο, ρημαγμένο, αγνώριστο.
Και δυστυχώς πολλοί άνθρωποι το ξέρουν αυτό καλύτερα και συγχρόνως χειρότερα από εμένα. Άνθρωποι που μένουν στη Μάντρα μόνιμα και είδαν τον χείμαρρο να πνίγει στο πέρασμα του ό,τι μπορούσε να πνίξει.
Και δυστυχώς για κάποιους ανθρώπους ο χείμαρρος αυτός ήταν το τελευταίο πράγμα που αντίκρυσαν στην ζωή.
Θυμάμαι μια κάτοικο της Μάντρας να λέει στις ειδήσεις “Δεν είμαστε αξιοθέατο, έρχονται, μας κοιτάνε, φεύγουνε”.
Και θυμάμαι πως θα ήθελα να πω σε όσους δεν ξέρουν πού είναι η Μάντρα, να φροντίσουν να μάθουν και να φροντίσουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους αυτούς που σε μερικές ώρες έχασαν ό,τι θα μπορούσε να χάσει ένας άνθρωπος εκτός απ΄την αξιοπρέπεια τους. Τα καιρικά φαινόμενα ποτέ δεν είναι τόσο ακραία όσο η ανθρώπινη αδιαφορία. Και τα ανθρώπινα λάθη ποτέ δεν είναι πιο θανάσιμα από την ανθρώπινη απάθεια.
Θυμάμαι τα σπίτια στη Μάντρα.
Θα τα ξαναχτίσουμε. Και τις ζωές μας.