Είναι ένα πανέμορφο λουλούδι. Φυτεύεται, διαβάζω, το φθινόπωρο και ανθίζει την άνοιξη. Ειρωνεία πρώτη: στην Ελλάδα υπάρχουν εκατοντάδες διαφορετικά είδη. Επιβεβαιώνω.
Προτιμά τον ήλιο, το φως και δεν έχει πολλές απαιτήσεις από το έδαφος για να αναπτυχθεί. Επιβεβαιώνω, επίσης.
Σύμφωνα με τον μύθο, διάφορες συνθήκες έφεραν τον πανέμορφο νέο στο ποτάμι στο οποίο, ενώ έβλεπε και θαύμαζε την ομορφιά του, έπεσε και πνίγηκε. Ειρωνεία δεύτερη: δεν συμβαίνει ποτέ στ’ αλήθεια.
Ο νάρκισσος, που σύμφωνα με την ψυχολογία αποτελεί από τους πλέον καταστροφικούς χαρακτήρες τους οποίους μπορεί κανείς να συναναστραφεί, δείχνει να «μην πεθαίνει» ποτέ. Πόσο μάλλον να εξαφανίζεται.
Τα χαρακτηριστικά του, λίγο πολύ, τα διαβάζουμε συχνά σε σχετικά άρθρα, τα ζούμε, τα θρέφουμε, τα αντιμετωπίζουμε, κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε, σωπαίνουμε για να επιβιώσουμε.
Πώς έγιναν όμως τόσοι πολλοί;
«Ο ναρκισσισμός μπορεί να οφείλεται στην ανατροφή, στο περιβάλλον. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα τραύματος, απόρριψης, παραμέλησης και έλλειψης υποστήριξης στην παιδική ηλικία. Επίσης, μπορεί να είναι αποτέλεσμα έλλειψης ορίων από τους γονείς, που δεν τους λένε ποτέ όχι, είναι υπερπροστατευτικοί και μεγαλώνουν θεωρώντας ότι έχουν το αυτονόητο δικαίωμα και περιμένουν και απαιτούν την ίδια αντιμετώπιση από την κοινωνία.»
Τι σημαίνει, λοιπόν, το παραπάνω; Ότι για να υπάρχουν γύρω μας δεκάδες διαταραγμένοι, κακοποιητικοί, υστερικοί με την προσοχή άνθρωποι γύρω στα 40, υπήρξαν και κάποιοι γονείς, εκεί γύρω στα 80s, που δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Μεγάλωσαν ανθρώπους με πολύ σκοτάδι μέσα τους, ανασφάλειες, ανθρώπους που η καλοσύνη που μπορεί να κρύβουν στην καρδιά τους γίνεται σκληρή αντιμετώπιση των ανθρώπων με τον φόβο της απόρριψης και της αποτυχίας που – αλίμονο – δεν ήταν ποτέ αποδεκτή. Πρίγκηπες που ανατράφηκαν πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει αδυναμίες, δεν πρέπει να κάνει ποτέ πίσω και να αφουγκράζεται τον άλλον άνθρωπο παρά μόνο το «εγώ» του.
Μια υγιής δόση ναρκισσισμού ποτέ δεν τους συνάντησε, όπως ιδανικά θα έπρεπε να συμβαίνει. Μεγάλωσαν με ένα «λούσιμο» από «πρέπει» και «θέλω» που ποτέ δεν τους ανήκαν.
You had one job
Στα 80s, η Ελλάδα βρίσκεται σε έκσταση. Θεωρεί ότι θα γίνει, επιτέλους, η διεθνής σταρ που της αξίζει, θα αναγνωριστούν – επιτέλους – και στη νέα εποχή όλα όσα προσέφερε στην ανθρωπότητα. Όλοι θα την προσκυνήσουν ξανά. Άλλωστε, τώρα φοράει ζιβάγκο, ξοδεύει χιλιάδες δραχμές σε εξόδους, μαθαίνει πώς το σεξ πουλάει, αγοράζει και κρατάει τον έλεγχο. Τον έλεγχο επίσης κρατάει όποιος κρατάει τα κλειδιά της γκαρσονιέρας, του δωματίου με τις μαύρες σακούλες, της βιβλιοθήκης με τα σημειωματάρια με τις μίζες και τις παράνομες συμφωνίες εκατομμυρίων.
Τον έλεγχο έχει όποιος παλέψει για αυτόν και όποιος συμμαχήσει με τον σωστό απατεώνα. Όποιος πάρει απόφαση ότι τα επόμενα χρόνια, θα αποκτήσει μια περιουσία σε βάρος χιλιάδων ανθρώπων.
Ειρωνεία Τρίτη: η Ελλάδα είναι νάρκισσος
Της αρέσει το δράμα, να έχει την προσοχή χωρίς απαραίτητα να την αξίζει, να μαζεύει το νέο αίμα δίπλα της αλλά και υπό της. Ένα μπουκέτο ανθρώπων έγιναν οι πολίτες της, που το μόνο που μύριζαν ήταν το άρωμα του νάρκισσου. Άνθρωποι με την διαταραχή των μόνιμα υψηλών προσδοκιών, με μεγαλομανία, άνθρωποι που ποτέ δεν νιώθουν αρκετοί. Αρκετά όμορφοι, αρκετά πλούσιοι, αρκετά προβεβλημένοι, αρκετά πετυχημένοι.
Στο πλαίσιο της συνέχισης της αγίας ελληνικής οικογένειας, αυτοί οι «μη αρκετοί» σιγά σιγά παντρεύτηκαν, γέννησαν και μεγάλωσαν παιδιά.
Αν οι γυναίκες τους είχαν πολλές αντιρρήσεις ή εξωσυζυγικές σχέσεις, τις σκότωναν. Οι άντρες, είχαν μόνιμα αντιρρήσεις και σχεδόν πάντα εξωσυζυγικές σχέσεις.
Αν τα παιδιά τους ήθελαν άλλα από το μέλλον που εκείνοι σκεφτόντουσαν για εκείνα, άνοιγαν την πόρτα και τα έδιωχναν. Αν έκαναν ό,τι έπρεπε, τα κρατούσαν σαν φυλαχτό πάνω στο σερβάν της γιαγιάς. Η μαμά σώπαινε τις περισσότερες φορές, έκανε τα χατήρια όλων- γιατί άλλωστε κι εκείνη έπρεπε να είναι «τέλεια», ο μπαμπάς είχε το πάνω χέρι, το «εγώ» της οικογένειας ενισχυόταν όλο και πιο πολύ, όταν τα οικονομικά πήγαιναν καλά, όταν τα πάντα ήταν σωστά λουστραρισμένα.
Και τώρα εμείς, τι φταίμε;
Τώρα ζούμε σε μια κοινωνία που όλοι προσπαθούν να σώσουν τα κομμάτια τους και αρκετοί την ψυχή τους.
Τα social media δεν βοηθούν πολύ, η ομορφιά και τα επιτεύγματα έχουν γίνει μια ημερήσια εφημερίδα που «είναι απαραίτητο» να αποστέλλεται κάθε μέρα.
Όμως, η νέα γενιά των 20+ δεν ανέχεται την κακοποιητική συμπεριφορά και το δηλώνει δημόσια, κάνει γιόγκα και διαλογισμό κι ας πρέπει να το ποστάρει «αναγκαστικά», ζητά 20λεπτο διάλλειμα για φαγητό και να δουλεύει πιο χαλαρά. Προσεγγίζει την ψυχολογία και δεν φοβάται να ονοματίσει τα θέματά που ανακαλύπτει.
Τα χρήματα, είναι απαραίτητα αλλά όχι συνεχώς προτεραιότητα. Οι γονείς με ευαισθησία και προβληματισμούς διαβάζουν περισσότερο, κάνουν ψυχανάλυση, μιλάνε με τα παιδιά τους και προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία στην διαφωνία στο σχολείο χωρίς να έχει πάντα δίκιο «το δικό τους» παιδί.
Οι γυναίκες που δεν βολεύονται, μένουν single από πεποίθηση, τα ζευγάρια μπορούν να μείνουν και «άτεκνα» χωρίς να τα ρωτάμε εκατό φορές με γυριστό κεφαλάκι απογοήτευσης: «μα γιατί;»
Οι φίλοι μας μπορούν να μας πάρουν τηλέφωνο κάθε μέρα ή και όχι, μπορούν να έχουν μυστικά χωρίς να πρέπει να τα ξέρουμε όλα. Η ανθρωπότητα έχει, άκου να δεις, σοβαρότερα προβλήματα από τα ερωτικά της Ελεάννας.
Αν αυτή η γενιά βρει το θάρρος να δει κατάματα όσα η προηγούμενη αντιμετώπισε με λάθος τρόπους, αν βρει την αντίστασή της απέναντι στον κόσμο του απαραίτητου δημόσιου βίου, αν αναγνωρίσει τα τραύματα των ανθρώπων που, σχεδόν ποτέ, δεν φταίνε οι ίδιοι για αυτά και ζήσει με ενσυναίσθηση… υπάρχει μια σωτηρία.
Από τους τόσους σπόρους νάρκισσων που οι παλιότεροι έσπειραν, αυτή η γενιά, επιτέλους, να τους θερίσει.