Δεν ήταν εύκολο να ξαναφορέσω αθλητικά παπούτσια. Για λόγους άθλησης δηλαδή και όχι ενδυματολογικούς. Αλλά τα ξαναφόρεσα και πέρασαν από μπροστά μου 12 χρόνια στο ταπί της ρυθμικής που πέρασα όμορφα, που στερήθηκα, που ζυγιζόμουνα το ίδιο συχνά με το όσο ανέπνεα, που γέλασα, που έκλαψα, που τραυματίστηκα, που είχα μια μικρή διάκριση χωρίς ποτέ να γίνω Κομανέτσι και να φέρω κάποιο 10αρι στην Ελλάδα ή στο Μοσχάτο έστω. Πέρασαν από μπροστά μου 4 χρόνια γυμναστηρίου και 2 χρόνια πέρσοναλ με εμένα να ιδρώνω, να λέω “δεν μπορώ άλλο” μέχρι να μπορέσω, να ζυγίζω υδατάνθρακες, να έχω κάνει καλύτερη μου φίλη την βρώμη, να κοιτάω καθημερινά την κοιλιά μου μπας και δω κοιλιακό και γράμμωση.
Ξαναφόρεσα αθλητικά παπούτσια μετά από πολλά χρόνια. Κατέβασα το απλικέισον που θα με βοηθούσε στο τρέξιμο, φόρεσα ακουστικά και κατέβηκα κάτω. Με το ασανσέρ. “Καλά ξεκινάμε, πάω για τρέξιμο και κατεβαίνω με το ασανσέρ”, σκέφτηκα.
Την πρώτη μέρα έπρεπε να τρέξω σύμφωνα με το πρόγραμμα της εφαρμογής 1.600 μέτρα. “Αστεία απόσταση”, σκέφτηκα και ξεκίνησα χαλαρά να τρέχω. Νομίζω ότι εκεί στα 600 μέτρα ήταν που ήθελα να πάρω ταξί να με γυρίσει πίσω. Νομίζω οτι εκεί στα 600 μέτρα ήταν που αν υπήρχε μετρητής νικοτίνης θα έβγαζε “το τερμάτισες νομίζω”. Λαχάνιασα, ίδρωσα, απελπίστηκα, θύμωσα με εμένα. “Ούτε 600 μέτρα δεν μπορείς να τρέξεις” μου έλεγε ο αγύμναστος μου εαυτός. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω, αλλά ο εγωιστής εαυτός μου μου είπε “συνέχισε”. Συνέχισα, αργά, κουρασμένα, απελπισμένα, συνέχισα. Και έκανα τα 1.600 μέτρα σε χρόνο χελώνας και τερμάτισα – κανονικά όμως τερμάτισα – στο σπίτι.
Έπεσα τανάσκελο στο κρεβάτι με χέρια πόδια τεντωμένα σαν νιφάδα χιονιού και κοίταγα το ταβάνι με απελπισία όσο περίμενα να ζεσταθεί το νερό για να κάνω μπάνιο. Φορούσα ακόμα τα αθλητικά παπούτσια, το αντιανεμικό και φορούσα και τους 800 παλμούς το λεπτό. Ο ιδρώτας και η απελπισία έσταζαν. “Δεν θα τα καταφέρω ποτέ, μεγάλωσα για αυτά”, έλεγα στο ταβάνι και στον εαυτό μου.
Έκανα μπάνιο και ξάπλωσα για να κοιμηθώ αποφασισμένη την επόμενη μέρα να σβήσω την εφαρμογή για το τρέξιμο και να χαρίσω τον εξοπλισμό για το τρέξιμο που είχα αγοράσει. “Ααααααβάδιστα αβασάνιστα χαρίζεται ελαφρά μεταχειρισμένος εξοπλισμός τρεξίματος λόγω παραίτησης”, θα ήταν η αγγελία.
Ξύπνησα με την λέξη “παραίτηση” στο μυαλό μου. Δεν θα δήλωνα παραίτηση τελικά. Θα προσπαθούσα. Για εμένα. Και προσπάθησα. Αργά, σταθερά, με δυσκολία που σιγά σιγά υποχωρούσε όπως υποχωρούσε και το λαχάνιασμα. Ακολουθούσα το πρόγραμμα της εφαρμογής πιστά και κάθε μέρα ήταν κάτι άλλο, κάτι λίγο αλλιώς, κάτι διαφορετικό. ” Ένα βήμα την φορά”, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Έτρεχα με εμένα και για εμένα. Και έβλεπα πως κάθε μέρα άντεχα και μπορούσα λίγο παραπάνω. ” Το σώμα δεν ξεχνάει “, μου έλεγαν και το έβλεπα και εγω μπροστά μου σε εμένα να συμβαίνει. Είχα συνηθίσει στην πειθαρχία, είχα συνηθίσει να έχω στόχο και σκοπό, είχα συνηθίσει να αγωνίζομαι και να συναγωνίζομαι.
Μόνο που αυτή την φορά αντίπαλος και συναθλητής ήταν ο ίδιος. Ο εαυτός μου. Φορούσα τα ακουστικά μου, έδενα τα κορδόνια μου και με συναγωνιζόμουν όσο και όπως με ανταγωνιζόμουν. Το “1morekl” φαινόταν μακρινό και μου αρκούσε το “1moremeter”. Και όσο άντεχα και έτρεχα, έτρεχα και άντεχα τόσο πείσμωνα και συνέχιζα. Και αυτός ο ιδρώτας που στην αρχή μαρτυρούσε ένα μαρτύριο, όσο συνέχιζα μαρτυρούσε ικανοποίηση.
“Γιατί δεν πας να τρέχεις σε ένα γυμναστήριο στον διάδρομο;”, με ρωτούσαν. Γιατί αλλιώς είναι να τρέχεις έξω, στον δρόμο, στα πάρκα, στις παραλίες. Αλλιώς είναι να τρέχεις χωρίς να σε περιμένει ο επόμενος να τελειώσεις για να ανέβει εκείνος.
Οι βδομάδες πέρναγαν, οι μήνες πέρναγαν και τα 1,600 μέτρα έγιναν 2,000 μέτρα, 2.400, 5.000 ,5.400, 5.800, 6.200, 7.100. Τα είχα καταφέρει και είχα ενθουσιαστεί. Και μέσα στον ενθουσιασμό μου έτρεχα και μέρες που θεωρητικά είχα “ρεπό”, και έτρεχα και παραπάνω μέτρα απ’ όσα όριζε η εφαρμογή. “Κίνδυνος υπερπροπόνησης” έλεγε και η εφαρμογή και οι φίλοι που έτρεχαν παραπάνω καιρό και χιλιόμετρα από εμένα. “Ναι καλά”, απαντούσα με αδιαφορία και με περίσσια άνεση σαν να ήμουν η Φλόρενς Γκρίφιθ Τζόουνς της Νίκαιας και συνέχιζα του τρεξίματος μου τον χαβά. Παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε και απ’ όσα θα άντεχα.
Ε και δεν άντεξα. Μια ωραία αποφράδα ημέρα κατέβηκα να τρέξω και δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Αυτό ήταν. Μπορεί να μην ξεχνάει το σώμα άλλα ούτε το γαλακτικό οξύ ξεχνάει. Ο γιατρός είπε να μην τρέξω για δυο βδομάδες και να μην κάνω μ@λ@κίες. Έτσι είναι οι γιατροί, ευτυχώς ή δυστυχώς, με ωραία ή σκληρά λόγια σου ανακοινώνουν τις μ@λακίες που κάνεις.
Θύμωσα. Με εμένα. Που υπερεκτίμησα εμένα και το γαλακτικό οξύ. Έβαλα τον εξοπλισμό στο συρτάρι. Δεν θα τον χάριζα. Θα τον άφηνα να ξεκουραστεί και να ωριμάσει. Και εκείνος και εγώ.
Λίγο οι ζέστες, λίγο κάποια θέματα υγείας, κράτησαν και τον εξοπλισμό και εμένα στο συρτάρι για παραπάνω από δυο βδομάδες. Τώρα που ωριμάσαμε και οι δύο και η υγεία καλυτέρεψε περιμένω εκείνες τις πρώτες απογευματινές δροσιές για να ξεσκονίσω εαυτό και αθλητικά παπούτσια για να ξανακατέβω-με ασανσέρ την πρώτη φορά- και να αρχίσω να τρέχω. Από την αρχή.
Γιατί αν κάτι μου έμαθε το τρέξιμο είναι ότι είσαι εσύ με εσένα. Για ένα μέτρο, για ένα χιλιόμετρο, για μια ανάσα, για ένα χαμόγελο. Ότι ο ιδρώτας που στάζει είναι ο κόπος σου. Ότι ούτε το σώμα ξεχνάει αλλά καλό θα είναι να μην ξεχνάει και το μυαλό. Ότι ένα βήμα την φορά αρκεί. Για όσες φορές κι αν χρειαστεί να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή.