Τον ελέφαντα στο δωμάτιο δεν τον είδαμε ποτέ.
Ούτε από όταν ήταν ένα τόσο δα μικρό νεογέννητο ελεφαντάκι.
Που μεγάλωνε ανάμεσα μας.
Δεν το κοιτάξαμε ποτέ, δεν το είδαμε.
Κι όσο δεν το βλέπαμε τόσο το ταΐζαμε και αυτό μεγάλωνε.
Μέρα με την μέρα.
Εκεί.
Μπροστά μας.
Ανάμεσα μας.
Δίπλα μας.
Μέσα μας.
Μαζί μας.
Κι εμείς με ακροβατικές κινήσεις, χειρουργικές σχεδόν, ζούσαμε και κινούμασταν για να μην ενοχλήσουμε αυτό που δεν βλέπουμε. Να μην μας ακούσει και κουνηθεί.
Κι ο ελέφαντας στο δωμάτιο μεγάλωνε.
Από ελεφαντάκι, μέρα με την μέρα μεγάλωνε και έγινε ελέφαντας.
Και εμείς ακόμα δεν τον βλέπαμε.
Δεν τον ακούγαμε.
Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο.
Στις μέρες μας.
Στις νύχτες μας.
Μπροστά μας.
Πίσω μας.
Δίπλα μας.
Πάνω μας.
Στις ζωές μας.
Μεγάλωνε ο ελέφαντας κι εμείς ακόμα δεν τον βλέπαμε.
Γιατί όσο μεγάλωνε ο ελέφαντας τόσο μικραίναμε εμείς.
Μικροί κι ανήμποροι να τον δούμε.
Μικροί κι ανήμποροι να τον ρωτήσουμε τι θέλει. Και από ποιον.
Μικροί κι ανήμποροι να τον ρωτήσουμε γιατί είναι εκεί.
Μικροί κι ανήμποροι να τον ρωτήσουμε το όνομα του.
Κι ο ελέφαντας στο δωμάτιο μεγάλωνε.
Και μας στερούσε χώρο.
Και χρόνο.
Και οξυγόνο.
Έγινε πολύ μεγάλος για να χωράμε πια και οι τρεις στο ίδιο δωμάτιο.
Στο δωμάτιο αυτό που γέμισε απο τον ελέφαντα που όσο δεν βλέπαμε τόσο τον θρέφαμε και τον μεγαλώναμε.
Σαν να είχε ανάγκη αυτό για να μεγαλώσει.
Την άρνηση μας να τον δούμε.
Κι ο ελέφαντας στο δωμάτιο μεγάλωνε.
Και όπως όλοι, έτσι κι αυτός που δεν άντεχε να περνάει απαρατήρητος αποφάσισε να μας πατήσει.
Και μας πάτησε.
Και μας διέλυσε.
Και δεν βλέπαμε πια τον ελέφαντα στο δωμάτιο, όχι επειδή δεν μπορούσαμε ή δεν αντέχαμε, αλλά επειδή δεν ήμασταν πια μαζί στο ίδιο δωμάτιο.
Εμείς και ο ελέφαντας.
Που ποτέ δεν είδαμε.
Που ποτέ δεν ακούσαμε.
Που ποτέ δεν αγγίξαμε.
Που ποτέ δεν παρατηρήσαμε.
Κι ο ελέφαντας που ποτέ δεν μάθαμε το όνομα του, αν τον έλεγαν “φόβο”, “ανασφάλεια”, “αδιαφορία”, “εγωισμό” , έμεινε στο δωμάτιο εκείνο μόνος του και αρκετά μεγάλος να απορεί κι εκείνος με την σειρά του γιατί ποτέ δεν τον είδαμε. Γιατί ποτέ δεν τον αγγίξαμε και τον αφήσαμε να μεγαλώσει και να μας πατήσει.
Αυτό απορούσα κι εγώ όσο καιρό ανάρρωνα από το πάτημα του ελέφαντα. Γιατί ποτέ δεν τον είδαμε;
Δεν κατέληξα κάπου. Παρά μόνο στο ότι αν τον ρωτούσαμε ποτέ πώς τον λένε το όνομα του θα ήταν ίδιο με τον λόγο για τον οποίο ποτέ δεν τον είδαμε.