«Δεν ήθελα να διαταράσσεται ο κόσμος μου, αλλά θέλησα να συντρίψω τον άνθρωπο που προσπαθεί να τον διατηρήσει ατάραχο. Θέλησα να ποδοπατήσω όλους τους ανθρώπους σαν αυτόν. Είναι σαν το αεροπλάνο: έλξη και άπωση κάνουν το σκάφος να πετάει.»
Το Βάλε ένα φύλακα της Harper Lee, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell, αν και γράφτηκε πριν από το μυθιστόρημα που της χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ, την καθιέρωσε στο λογοτεχνικό στερέωμα, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και απέσπασε 3 βραβεία Όσκαρ, φαίνεται να διχάζει κριτικούς και αναγνώστες.
Η Harper Lee, χωρίς καμία αμφιβολία είναι μια συγγραφέας-φαινόμενο. Με το Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια που κυκλοφόρησε το 1960, κατάφερε το αδιανόητο: κυριάρχησε θριαμβευτικά σε παγκόσμιο επίπεδο, πούλησε περισσότερα από 30.000.000 αντίτυπα, τοποθέτησε το βιβλίο της ανάμεσα στα κλασικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας και πάνω από όλα, το μοναδικό της αυτό μυθιστόρημα εξακολουθεί να παραμένει σταθερά επίκαιρο για κοντά 6 δεκαετίες. Είναι λογικό και επόμενο συνεπώς, η είδηση και μόνο της έκδοσης ενός ακυκλοφόρητου έργου μιας τόσο σημαντικής και ιδιαίτερης προσωπικότητας, μιας συγγραφέως που ποτέ δεν δέχτηκε να παραχωρήσει ούτε μία συνέντευξη, 55 ολόκληρα χρόνια μετά την σαρωτική αυτή επιτυχία που σημείωσε, να αποτελεί όχι μόνο ένα εκδοτικό γεγονός αλλά και μήλο της έριδος αφού οι συγκρίσεις μεταξύ των δύο έργων μοιάζουν να είναι αναπόφευκτες.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος αυτού, είναι εμπνευσμένος από την Βίβλο και συγκεκριμένα από τον έκτο στίχο του εικοστού πρώτου κεφαλαίου του Ησαΐα που λέει: “Πήγαινε βάλε ένα φύλακα για να αναγγέλλει ό,τι βλέπει”. Κάπως έτσι ένοιωθα και εγώ διαβάζοντας όλα όσα η Τζιν Λουίζ Φίντς, που είναι η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου καταμαρτυρεί, επιστρέφοντας από την Νέα Υόρκη στο Μέικομπ της Αλαμπάμα όπου μεγάλωσε, για να επισκεφτεί τον πατέρα της. Η νεαρή Σκάουτ, ανασύρει από την μνήμη των παιδικών της χρόνων μια σειρά από περιστατικά τα οποία της προκαλούν ποικίλα συναισθήματα. Άλλοτε χαμόγελο, άλλοτε πικρία, άλλοτε θλίψη, απογοήτευση και οργή. Η Harper Lee, καταφέρνει να σκιαγραφήσει με γλαφυρότητα την καθημερινότητα, τις συνήθειες αλλά και τον τρόπο σκέψης των συντηρητικών κατοίκων της μικρής κοινότητας Μέικομπ της Αλαμπάμα.
Θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία του βιβλίου που με απασχόλησαν ιδιαίτερα κατά την ανάγνωση. Η δεκαετία του ’50 χαρακτηρίστηκε από τους προβληματισμούς και τις αντιπαραθέσεις πάνω στις φυλετικές διακρίσεις μεταξύ λευκών και μαύρων. Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, από τα μικράτα της αδυνατούσε να ταξινομήσει τους ανθρώπους σε κατηγορίες με βάση το χρώμα του δέρματος τους. Η προοδευτική της στάση απέναντι σε ένα τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο θέμα προκαταλήψεων θα την φέρουν ως ενήλικη, σε μια έντονη λεκτική και συναισθηματική σύγκρουση με τους κατοίκους της πόλης αλλά και τα αγαπημένα της πρόσωπα. Το δεύτερο, είναι το θρησκευτικό στοιχείο το οποίο στον Αμερικανικό Νότο είναι εξαιρετικά έντονο και αντικατοπτρίζεται σε κάθε δραστηριότητα. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που σχετίζονται με τις θρησκευτικές συνήθειες των κατοίκων της πόλης και τόσο ρεαλιστικά μας μεταφέρονται από την Lee. Μέσα σε αυτό το άκρως συντηρητικό περιβάλλον επικρατεί μια θρησκευτική δημοκρατία θα μπορούσαμε να πούμε, η οποία ξέρει να συνεργάζεται και να σέβεται αλλήλους. Παρακολουθούμε τρεις διαφορετικές εκκλησίες που μοιράζονται μετά από συνεννόηση τον ίδιο ιερέα για την λειτουργία τους και κατοίκους με διαφοροποιημένες θρησκευτικές αντιλήψεις που έχουν εκπαιδευτεί ώστε να ζουν μεταξύ τους πολύ αρμονικά.
Το Βάλε ένα φύλακα είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που αν και εμπεριέχει αρκετά στοιχεία έντονου συσχετισμού, αξίζει να διαβαστεί μεμονωμένο και όχι ως συνέχεια του Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια. Σίγουρα η Harper Lee, ήταν μια χαρισματική συγγραφέας και πραγματικά λυπάμαι που δεν άφησε πίσω της ακόμα περισσότερα έργα να να μπορούμε να απολαμβάνουμε την διεισδυτική της πένα και την νεωτεριστική της σκέψη.