xristoforossavoirville Είναι κάτι παραπάνω από γνωστό σε όσους με ξέρουν, πως στον Χριστόφορο Παπακαλιάτη έχω μεγάλη αδυναμία. Όχι τόσο για τις επιτυχημένες τηλεοπτικές του σειρές, ούτε για τις καλογυρισμένες κινηματογραφικές ταινίες του, μα περισσότερο επειδή συγκεντρώνει σε εκπληκτικά μεγάλο βαθμό όλα τα χαρακτηριστικά εκείνου του αγοριού που θα ερωτευόμουν στο σχολείο (και που ερωτεύτηκα σφόδρα, εδώ που τα λέμε). Σε ποιον δεν αρέσει, άλλωστε, να αναβιώνει όλα αυτά τα ακραία, ρομαντικά και πρωτόγνωρα συναισθήματα που ένιωσε ως έφηβος; Ποιος δεν θα ήθελε, ακόμη, να κλαίει τις νύχτες σε γραφικά μπαλκονάκια (ενίοτε με θέα την Πλάκα) για απαγορευμένους έρωτες και αρρωστημένα πάθη; Να κάνει τρέλες με τον υπεργαμάτο κολλητό του και να αγκαλιάζει για παρηγοριά τον alter ego σκύλο του; (come on!) Όλοι μας λίγο πολύ το θέλουμε!

Ο Χριστόφορος αποτελούσε, λοιπόν, ανέκαθεν, το πιο σίγουρο και στυλάτο μέσο επιστροφής σ’ εκείνη τη μαγική ηλικία που τον πρωτογνώρισα. Τότε που παραμύθι και δράμα μπερδεύονταν και με μεταμόρφωναν από αθώα παιδούλα σε μοιραία γυναίκα και τούμπαλιν. Όπως και τις πρωταγωνίστριές του, δηλαδή.

xristoforossavoirville2

Στη νέα του ταινία, “Ένας Άλλος Κόσμος”, ο παιδικός αυτός έρωτας μεγάλωσε. Βλέποντας ένα καλοφτιαγμένο, επίκαιρο κράμα μεταναστευτικού, οικονομικής κρίσης, οικογενειακής αποσύνθεσης και έρωτα, δοσμένο εξαίσια από ένα πρωτοκλασάτο καστ με μία σκηθοθετική ματιά που ωρίμασε χωρίς να χάσει τα αρχικά της αρώματα, συνειδητοποίησα ότι ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης στη νέα του ταινία, κατάφερε ένα ακόμα πολύ σημαντικό. Ό, τι παραμυθένιο είχε απομείνει μέσα μου, (αυτός ο άτιμος) το βρήκε και το ξέθαψε χωρίς ούτε λεπτό να με κάνει να νιώσω τύψεις! Και η επιτυχία, εδώ, οφείλεται κυρίως στο δεύτερο σκέλος της πρότασης. Είναι που τώρα τελευταία, κάθε φορά που χαίρομαι με κάτι χαζό και ρομαντικό, έρχεται, αμέσως, η χατζάρα της πραγματικότητας να μου το πετσοκόψει; Είναι που αυτολογοκρίνομαι κάθε που παραπονιέμαι για κάτι περισσότερο από τα άκρως απαραίτητα για την επιβίωση; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως κανένα τέτοιο ενοχικό συναίσθημα δεν με έπιασε μέσα στις δύο εκείνες ώρες που πέρασα στην αίθουσα. Κι αυτό συνέβη γιατί ναι μεν “θεοποίησε” (ξανά απ’ την αρχή και για μια ακόμη φορά) τον Έρωτα, σεβόμενος και φωτίζοντας, όμως, εξαιρετικά τους λόγους της πρότερης αποκαθήλωσής του. Χωρίς κανένα φόβο μήπως τον χαρακτηρίσουν πάλι ως έναν επιφανειακό νάρκισσο που αναμασάει τα ίδια και τα ίδια, κατάφερε σαν σωστός ενήλικας πια να εξυγιάνει τις άλλοτε αγαπημένες του σεναριακές υπερβολές και να δείξει με τον καλύτερο τρόπο πως βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο αλλά όχι πλέον “στον κόσμο του”.

Ένας οσκαρικός J.K.Simmons για κερασάκι στην τούρτα, μια Μαρία Καβογιάννη αποκάλυψη, ο μεγάλος Μηνάς Χαρζησάββας στον ρόλο του φασίστα ελληναρά οικογενειάρχη και η ειλικρίνεια στα μάτια του Ταουφίκ Μπαρχόμ να καθηλώνει.

Όλα τα παραπάνω δεμένα με μία διαχρονικά καλή μουσική, παρέα με τις υπόλοιπες εξαιρετικές ερμηνείες και ντυμένα με την υψηλή ποιότητα εικόνας που πάντα χαρακτηρίζει τις δουλειές του, τον καθιστούν πλέον έναν αξιόλογο δημιουργό στο είδος που έχει επιλέξει. Kι αν οι “κακές γλώσσες” λένε πως ο ελληνικός κινηματογράφος δεν πάει ούτε μέχρι το περίπτερο, εγώ νομίζω πως ο Χριστόφορος όχι μόνο πηγαίνει αλλά μας φέρνει δώρο και μια σοκολάτα επιστρέφοντας για να πάνε τα φαρμάκια (τους) κάτω.

Με αγάπη πάντα.